Δόξα σοι Παναγία μου Θεοτόκε!

Ζούσε κάποτε στη Βασιλεύουσα μια πλούσια νέα, η Άννα, που έτυχε να αρρωστήσει βαριά και να πλησιάσει στο θάνατο. Όσοι την παράστεκαν, νόμισαν κάποια στιγμή πως πέθανε. Για μια μέρα η μητέρα της και η αδερφή της την έκλαιγαν σαν νεκρή.

Το απόγευμα όμως η Άννα άπλωσε τα χέρια της και φώναξε:
– Δόξα σοι Παναγία μου Θεοτόκε!

Ύστερα σηκώθηκε και ασπάστηκε τους δικούς της. Εκείνοι τότε κάλεσαν τον πνευματικό της. Όταν ήρθε, η Άννα του διηγήθηκε:

[sc name=”glyka-toy-koytalioy” ][/sc]

– Ένιωθα βουβή και νεκρωμένη, οπότε βλέπω μπροστά μου δύο φοβερούς άνδρες. Μου φάνηκε πως ήταν οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Είχαν τόση λαμπρότητα, που είναι αδύνατο να την περιγράψω. Με πήραν λοιπόν και με ανέβασαν στον ουρανό. Δεν θα ξεχάσω το πλήθος των αγγέλων, που έψαλλε μεγαλόφωνα: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου».
Γονάτισα, κι ενώ προσκυνούσα, άκουσα μια φωνή δυνατή να λέει: «Πάρτε την και πηγαίνετε την στα καταχθόνια». Με πήραν αμέσως οι Αρχάγγελοι, με κατέβασαν στον σκοτεινό Άδη και με άφησαν μόνη. Τριγύρω ακουγόταν θρήνος και κλαυθμός. «Αλλοίμονο μου», μονολογούσα. «Τι θα γίνω; Παναγία μου λύτρωσε με απ’ αυτόν τον φοβερό τόπο, κι αν ζήσω, θα μετανοήσω μ’ όλη μου την καρδιά», παρακαλούσα με δάκρυα. «Εδώ ήρθες κι εσύ;», μου έλεγαν οι κολασμένοι. «Ας τηρούσες τους νόμους του Ευαγγελίου, δεν θα είχες κολασθεί».

Πέρασε πολλή ώρα. Ξαφνικά βλέπω πάλι τους Αρχαγγέλους να πλησιάζουν και να μου λένε: «Σήκω επάνω. Η Θεοτόκος σου χαρίζει τη ζωή. Πήγαινε να μετανοήσεις για τις αμαρτίες σου και να συμφιλιωθείς με τους κουνιάδους σου. Σε δύο μήνες θα έρθουμε να σε παραλάβουμε οριστικά. Φρόντισε λοιπόν να κάνεις καλά έργα, για να σωθείς». Αυτά μου είπαν οι Αρχάγγελοι κι αμέσως βρέθηκα ζωντανή.
Πραγματικά, ύστερα από δύο μήνες έφυγε οριστικά η νέα για τον ουρανό με ειλικρινή μετάνοια.