Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 ο Κωστής Παλαμάς αφήνει την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στην Πλάκα. Φυσικά δεν υπήρχε τηλεόραση τότε, και ο Σικελιανός πηγαίνει πρωί πρωί στο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη και τοποθετεί στην προθήκη μια φωτογραφία του ποιητή μαζί με ένα καντηλάκι ώστε να πληροφορηθούν οι Αθηναίοι τον θάνατό του. Αρχίζουν οι δύσκολες συνεννοήσεις με τον γιο του Λέανδρο. «Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ το νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!… Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά». Παρεμβαίνει ο Μ. Λουντέμης: «Ποια οικογένειά του;» του λέω. «Φαίνεται, κύριε, πως δεν ξέρετε ποιον είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει». Ο γιος που δεν ήθελε να μετατραπεί η κηδεία ούτε σε εθνικό πένθος ούτε σε αντιστασιακό σάλπισμα, γιατί χρειαζόταν διαβατήριο από τις Γερμανικές Δυνάμεις Κατοχής, αναγκάζεται να υποχωρήσει. Μετά την εξόδιο ακολουθία, ο Σικελιανός απαγγέλλει με τη βροντερή φωνή του το θρυλικό «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα». Λίγο πριν, είχε προσποιηθεί ότι παραπάτησε για να ρίξει κάτω το στεφάνι που είχε αφήσει στο φέρετρο ένας Ναζί αξιωματικός. Ο Γ. Κατσίμπαλης παίρνει τη σκυτάλη και ψάλλει τον Εθνικό Υμνο. Χιλιάδες κόσμος με όση δύναμη τους είχε απομείνει από την πείνα και την εξάντληση τον ακολουθούν. Η τελετή εξελίσσεται σε συλλαλητήριο. Αυλαία.
Μια φθινοπωρινή μέρα, στις 22 Σεπετεμβρίου 1971, οδηγείται στην τελευταία του κατοικία ο Γιώργος Σεφέρης. Χούντα, καραχούντα. Έξω από την εκκλησία στην Πλάκα, παραταγμένοι δεκάδες αστυνομικοί με στολή ή με πολιτικά. Το συγκεντρωμένο πλήθος αδιαφορει και πιάνει το τραγουδι. . Στη συντριπτική του πλειοψηφία αποτελείται από νέους, μαθητές και φοιτητές. Άλλοι με λιγοστά λουλούδια στα χέρια, κάποιος με μερικά στάχυα, πολλοί με μια ποιητική του συλλογή, προσκυνούν ευλαβικά το φέρετρο. «Και κείνο το τραγούδι έξω από την εκκλησία και ύστερα πάνω από τον τάφο του, ήταν συγκλονιστικό. Βαρύ και θλιμμένο, το τραγουδούσανε σαν παράπονο άνθρωποι πατημένοι, απελπισμένοι. Πάνω στην άμμο την ξανθή… Του σήκωσα το φέρετρο και στο χέρι μου μπήκανε δυο αγκίδες, τις αισθάνομαι σαν παράσημα. Στην εκκλησία ήρθε και ο Ιερώνυμος απρόσκλητος, τον υποδέχτηκαν δυνατά βηξίματα αποδοκιμασίας. Αδιαφόρησε. Χοροστάτησε. Μετά άπλωσε το χέρι του στη χήρα να του το φιλήσει. Εκείνη το αγνόησε και λέει «πού είναι ένα τίμιο χέρι να το φιλήσω;» Και κείνη τη στιγμή ακούστηκε μια στεντόρεια φωνή. «Αθάνατος». Όλοι στην εκκλησία αρχίσανε να χειροκροτάνε. Η κυρία Μαρώ για μια στιγμή ξαφνιάστηκε. Κι αμέσως σηκώθηκε και κοίταξε τον κόσμο. Τα χειροκροτήματα δυναμώσαν, απλώθηκαν και έξω από την εκκλησία στους χιλιάδες που συνωστίζονταν στο σοκάκι της Κυδαθηναίων. Τότε στο πρόσωπό της αποτυπώθηκε το αίσθημα της δικαίωσης», γράφει ο Αλ. Κοτζιάς.
Στην πύλη του Αδριανού η πομπή σταματάει για λίγο και χιλιάδες κόσμου ενώνουν τις φωνές τους με συνθήματα, με το «περιγιάλι το κρυφό», (απαγορευμενο τότε) το «πότε θα κάνει ξαστεριά», τον Εθνικό Ύμνο. Δεν είναι πλέον μια νεκρική πομπή αλλά η μεγαλύτερη αντιδικτατορική εκδήλωση.
Λίγο μετά τις τελευταίες επευφημίες και χειροκροτήματα, λίγο πριν πέσει το τελευταίο χώμα πάνω στον ανοιχτό τάφο του Α’ Νεκροταφείου, η Αννα Συνοδινού κλαίγοντας παρακάλεσε το κοινό: «Ένας νέος θέλει να αποχαιρετήσει τον Γιώργο Σεφέρη, εκ μέρους όλων». «Σου δόθηκε η χάρη να μιλήσεις απλά. Με τη δική σου χάρη θα σε αποχαιρετήσουμε κι εμείς σήμερα, χωρίς λόγους, χωρίς επισημότητες, όπως εσύ ήθελες. Είπες κάποτε πως όποιος αγαπάει τους νέους, πως όποιος έχει την αγάπη των νέων, αυτός δεν γερνάει. Mιλώντας για λογαριασμό τους, λοιπόν, έχω να πω πως στάθηκες οξύς πνευματικός οδηγός και δάσκαλος στις κρίσιμες ώρες αυτού του τόπου. Σ’ ευχαριστούμε για ό,τι μας έδωσες. Σ’ ευχαριστούμε γιατί αύριο θα μπορούμε να λέμε στα παιδιά μας: Ήμασταν κοντά στον Σεφέρη όταν έφυγε”.
Αυλαία.