«Είναι πολλοί κρυμμένοι που σας ακολουθούν και σας ενισχύουν με τις δικές τους προσευχές..»

…Χρειάζεται ἀγρύπνια, ἐγρήγορση συνεχής, ἀκινησία, γαλήνη. Ὁ Θεός εἶναι πλάι μας. Αὐτός μέ ὁδηγεῖ. Σ’ αὐτόν ὁδηγοῦμαι.

Τί ἔχω νά φοβηθῶ; Ἀπελπισμένος ἀπό τίς φιλίες, τίς γνωριμίες, τίς τέχνες, τίς τεχνικές, τίς ἰδεολογίες, τίς φλυαρίες, τίς κοινοτυπίες, φθάνω στήν προνομιοῦχο ἐσχάτη ἀπελπισία και, καθώς εἶμαι ἔτσι γυμνός, ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέ ντύνει τήν πιό γνήσια ἐλπίδα. Μέ στηρίζουν σέ αὐτό τό θαῦμα ἡ Παναγία καί ὅλοι οἱ ἅγιοι.

Ἐντός αὐτῆς τῆς θείας μοναξιᾶς, ἀπαλλάσσομαι ἀπό τό προσωπεῖο, πού ἀναγκάσθηκα νά φορέσω ἤ μοῦ φόρεσαν. Ἤμουν τρομοκρατημένος καί κάθε βράδυ πήγαινα καί σέ ἄλλη συγκέντρωση, ἄλλη ὁμάδα, γιατί ἔπρεπε κάπου νά ἐνταχθῶ, ἀλλάσσοντας συνεχῶς προσωπεῖο. Ἐνδοσκαφώντας βιώνω, συνειδητοποιῶ, αἰσθάνομαι παιδί τοῦ Θεοῦ, βρίσκω, ἀποκαλύπτω τήν ταυτότητά μου, τό πρόσωπό μου, τό μοναδικό κι ἀνεπανάληπτο. Παρατηρῶ τίς κινήσεις τῶν παθῶν. Βλέπω καί βρίσκω τά ὅριά μου, τά τάλαντά μου, τίς δυνατότητές μου, λυτρώνομαι ἀπό τίς πλάνες, τούς φανατισμούς, τό ὑπέρμετρο, τό ὑποτονικό…

Μακριά ἀπό τήν τύρβη, τήν ἀγορά καί τή σύγχυση, στό ταμεῖο σου, πού τό διάλεξες ἀβίαστα κι ἐλεύθερα, φαίνεται νά μή προσφέρεις τίποτε στούς ἄλλους, νά εἶναι μιά πράξη ἐγωϊστική, μόνο γιά τόν ἑαυτό σου, τή στιγμή μάλιστα, πού οἱ ἄλλοι λένε σ’ ἔχουν ἀνάγκη καί πάσχουν ἀπό τήν ὀδυνηρή μοναξιά. Αὐτά, ὅπως θά ἔχετε ἀκούσει, προσάπτουν καί στούς μοναχούς. Ἡ πρώτη αὐτή ἐντύπωση δέν εἶναι ἀκριβής. Ἡ μοναξιά αὐτή εἶναι ἔργο ἐπίπονο, θέλει δύναμη, ἡρωϊσμό, ἐπιμονή. Εἶναι ἐργασία μακρά κι ἀτελείωτη, πού κάποτε μπορεῖ νά εἶναι καί προεργασία γιά μιά ἐπιστροφή σέ αὐτούς πού ἀφήσαμε ἔξω ἀπό τό κελλί μας, δίχως αὐτό βεβαίως νά εἶναι ὁ σκοπός τοῦ μονασμοῦ μας.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀκόμη καί οἱ πιό φλογεροί ἱεραπόστολοι, κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στήν ἐπίγεια ζωή του, ἔζησαν τό μυστήριο τῆς θείας αὐτῆς μοναξιᾶς. Ἤ οἱ μεγάλες ἐκεῖνες μορφές τῶν Προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης, Μωυσῆς, Ἠλίας, Ἠσαΐας καί Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος…

Εἶναι πολλοί κρυμμένοι, πού σᾶς ἀκολουθοῦν καί σᾶς ἐνισχύουν μέ τίς δικές τους προσευχές. Μοναχοί τῶν ὀρέων, δοσμένοι ὅλοι στόν Θεό, πού ἀγρυπνοῦν γιά σᾶς, πού σκέπτονται καί σᾶς πολύ καί σᾶς μελετοῦν καί μνημονεύουν, κι ἄς μή σᾶς μιλοῦν κι ἄς μή τούς εἴδατε, σιωπηλοί καί ἔγκλειστοι, ζῶντες καί κεκοιμημένοι, μέ ὑψωμένα τά χέρια, μέ γόνατα καί δάχτυλα πού ἔβγαλαν κάλους ἀπό τίς μετάνοιες, πού τήν ὀσφύ τους ἔχουν πάντα κυρτωμένη στόν Θεό τοῦ Ἐλέους, τῆς Ἀγάπης καί τῆς Συγγνώμης.

*Απόσπασμα από «Ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου καί ἡ ἐρημία τῶν πόλεων» – Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου

simeiakairwn.wordpress.com