Πέτρος Ἰ. Νικολοῦ
Στὴν «Ἐλεύθερη Ὥρα» τῆς Κυριακῆς (14.01.2024) μία ὀφειλόμενη ἀπάντηση σὲ κάθε ὑστερικὴ λικνίζουσα ὕπαρξη καὶ φαντασιόπληκτο νεοεποχίτη ποὺ βούλονται νὰ μετατρέψουν τὰ παιδιὰ σὲ ἀπροστάτευτα ὀχήματα τῶν ἀκόλασιῶν τους.
«Ἡ λογικὴ τῶν ἐκπτώσεων, τῶν δειλῶν ὑπαναχωρήσεων καὶ τῆς συνεχοῦς ὑποχωρητικότητος ἀπέναντι στὴ λερναία Ὕδρα τοῦ δικαιωματισμοῦ μᾶς ἔφτασε στὸ αἴσχιστο σημεῖο νὰ νομοθετεῖται πλέον, ἄνευ διαμαρτυρίας, ὀχλήσεων καὶ οὐσιαστικῶν ἀντιθέσεων, ἡ ἀρπαγὴ τῶν παιδιῶν μας ἀπὸ ψυχανώμαλες γκροῦπες πανηδονιστῶν. […]
Ἀσθένειες, διαταραχὲς καὶ ψυχοπαθολογικὲς προσκολλήσεις σὲ παρὰ φύσιν συνευρέσεις βαπτίζονται κανονικότητα, γιὰ νὰ ὑποκαταστήσουν ῥόλους χιλιετιῶν, ὥστε νὰ δικαιολογήσουν κάποιοι τὴν νοσηρὰ ἔμμονή τους νὰ γίνουν κάτι, τὸ ὁποῖο ἐκ βιολογικῆς ἀληθείας δὲν μποροῦν. Στὴν ἄρνηση πραγματικότητος ἀπὸ τὴν ὁποία πάσχει λοιμωδῶς τὸ λοξὸ μέτωπο τοῦ δικαιωματισμοῦ ἡ θεραπεία δὲν βρίσκεται στὴν ἀνατροπὴ τῶν φυσικῶν νόμων, ἀλλὰ στὸ ψυχιατρεῖο ἢ βέλτιστα, δι’ ἡμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, στὴν καθοδήγηση τοῦ πνευματικοῦ.
Ὅσο κι ἂν ἐνίους τοὺς ἐνοχλεῖ ποὺ ἡ ὀπισθία ὀπὴ δὲν εἶναι ἐξοπλισμένη μὲ μῆτρα, σάλπιγγες καὶ ὠοθήκες πρὸς τεκνοποίηση, δὲν εἴμαστε ἀναγκασμένοι οὔτε νὰ ἀφουγκραστοῦμε τὸν παραλογισμὸ οὔτε νὰ ἐπιτάξουμε μὲ προεδρικὸ διάταγμα νὰ γεννῶνται παιδιὰ πρωκτικῷ τῷ τρόπῳ, γιὰ νὰ εὐαρεστήσουμε τοὺς ἀρνητὲς τῆς Φύσεως. Οἱ ἔννοιες τῆς μητρότητος καὶ τῆς πατρότητος, ὅπως καὶ τῆς οἰκογενείας δὲν ἐπιδέχονται σχετικοποίηση.
Ὁ Βαγγέλης δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ ὑποκαταστήσει τὴν ἀγκαλιά, τὴ θυσία καὶ τὸ τρυφερὸ χάδι τῆς φυσικῆς Μάνας, ἀκόμα κι ἂν αὐτοπυρποληθεῖ στὸ Σύνταγμα ὡς θῦμα τῆς ἀνισότητος, γιὰ νὰ τοῦ κάνει ἡ κυβέρνηση τὸ χατίρι, κι ἀντιστοίχως ἡ Μήτσενα δὲν θὰ καταφέρει ποτὲ νὰ μιμηθεῖ τὴν προστατευτικὴ παρουσία τοῦ πατέρα, ἀκόμα κι ἂν τύπτει ἐμμανῶς τὸ χρωματισμένο ἀπὸ μπογιές, στρᾶς καὶ χῶμα ἡμίγυμνο κορμί της στὸ ἀθηναϊκὸ πλακόστρωστο στὶς παρελάσεις τῆς ντροπῆς, ὑποδυομένη τὴν ἀδικημένη τῆς πατριαρχίας. […]
Λικνίζοντες μαντραχαλαῖοι καὶ ἀξύριστες μὲ βραχνιασμένη φωνή, ἅπαντες εὐαίσθητα διωκόμενα πλάσματα μιᾶς ὀπισθοδρομικῆς κοινωνίας ποὺ δὲν τοὺς καταλαβαίνει, ἰσχυρίζονται πὼς τὴν οἰκογένεια δὲν τὴν συνθέτουν τὰ στερεότυπα, ἀλλὰ ἡ αγάπη. Μόνο ποὺ τὰ παιδιὰ δὲν εἶναι κουτάβια καὶ χρειάζονται κάτι παραπάνω ἀπὸ χάδια στὸ κούτελο καὶ τροφή. Ἔχουν ἀνάγκη νὰ βιώσουν, νοιώσουν καὶ ἐμποτιστοῦν ἀληθινὰ μὲ τὴν φυσικὴ σύνδεση δύο γονέων ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῶν ὁποίων ἐξεπήδησαν καὶ μὲ τὴν αὐθεντική, ἀτόφια καὶ ἀμίμητη στοργὴ τῶν ὁποίων ἐσπαργανώθησαν. Ἡ ὄρεξη παιδικῆς σαρκὸς πρὸς ἱκανοποίηση διαστροφικῶν σεξουαλικῶν τάσεων δὲν μεταφράζεται σὲ ἀγάπη γιὰ τὰ παιδιά, πονηροί δικαιωματιστές, ἀλλὰ σὲ ὑποκρυπτομένη σκοπιμότητα βιασμοῦ ἐπὶ ψυχῶν καὶ σωμάτων μικρῶν παιδιῶν. […]»