Ἐμφανίσεις τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τοῦ Θαυματουργοῦ. Ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ βγῆκε ἕνας Γέροντας … φοροῦσε ἕνα ἐπανωφόρι, ποὺ ἔμοιαζε μὲ κάπα ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ βοσκοῦ τῶν βουνῶν, κι ἕνα στρογγυλὸ σκουφάκι στὸ κεφάλι του…
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1989 ὁ εὐλαβέστατος καὶ ἐνάρετος κ. Εὐάγγελος Κοσμᾶς, κάτοικος Τήνου, μᾶς διηγήθηκε ἕνα πολὺ συγκινητικὸ σύγχρονο θαῦμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, ποὺ ἔγινε στὸν ἴδιο, ὅταν ἦταν μικρὸ παιδί. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα διδάγματα τῆς διηγήσεως, τὴν ὁποία παραθέτουμε ἀπομαγνητοφωνημένη, ἐπισημαίνουμε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ὑπακοὴ ποὺ ὀφείλουν νὰ ἔχουν τὰ παιδιὰ στοὺς γονείς.
Ήμουνα μικρὸ παιδί, 5 ἐτῶν. Τότε μέναμε σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Τήνου ποὺ λέγεται Καθικάρος. Θυμᾶμαι ἕνα φθινοπωρινὸ πρωϊνὸ ποὺ ὁ πατέρας μου ἔφυγε ἀπὸ τὸ χωριὸ γιὰ νὰ πάη σὲ μιὰ κηδεία, σ᾿ ἕνα διπλανὸ χωριό, τὸ ὁποῖο ἀπέχει ἀπὸ τὸν Καθικάρο γύρω στὴν μισὴ ὥρα μὲ τὰ πόδια, στὸν Τριπόταμο. Ὁ πατέρας μου ὅμως δὲν μὲ πῆρε μαζί του. Ἐγὼ ἀγαποῦσα πολὺ τὸν πατέρα μου καὶ ἤθελα, ὅπου πηγαίνει νὰ μὲ παίρνη μαζί του, διότι μὲ ἔβαζε στοὺς ὤμους του, κι αὐτὸ μὲ εὐχαρι στοῦσε.
Εφ᾿ ὅσον δὲν μὲ πῆρε ὁ πατέρας μου μαζί του καὶ ἔφυγε, ἐγὼ ἀποφάσισα — κρυφὰ ἀπὸ τὴν μητέρα μου — νὰ πάω νὰ τὸν βρῶ στὸ χωριὸ ποὺ πῆγε, στὸν Τριπόταμο. Πῆρα τὰ μονοπάτια καὶ προχωρώντας ἔφθασα σ᾿ ἕνα σημεῖο, ὅπου ὑπῆρχε ἕνα ρεματάκι, στὸ ὁποῖο ἔτρεχε πολὺ νερό, διότι εἶχε βρέξει προηγουμένως καί, σὰν μικρὸς ποὺ ἤμουν, δὲν εἶχα τὴν δυνατότητα νὰ τὸ περάσω μονομιᾶς, μ᾿ ἕνα πήδημα (σάλτο). Καθόμουν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ ἔκλαιγα, διότι ἤμουν ἀνίκανος νὰ περάσω ἀπέναντι.
Ὄπως καθόμουν σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάστασι, παρατήρησα ὅτι ἀπέναντι ὑπῆρχε μία μικρὴ ἐκκλησούλα, τῆς ὁποίας ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας Γέροντας κατευθυνόμενος πρὸς ἐμένα. Φοροῦσε ἕνα βαρὺ μάλλινο ἐπανωφόρι, ποὺ ἔμοιαζε μὲ κάπα ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ βοσκοῦ τῶν βουνῶν, κι ἕνα στρογγυλὸ σκουφάκι στὸ κεφάλι του. ‘Ηρθε κοντά μου καὶ μοῦ λέει:
—Ποῦ πᾶς, καλό μου παιδί ;…Τοῦ λέω:
— Πάω στὸν Τριπόταμο νὰ βρῶ τὸν πατέρα μου, γιατὶ ἔφυγε καὶ δὲν μὲ πῆρε μαζί του, ἐνῶ ἐγὼ ἤθελα νὰ μὲ πάρη…
Μοῦ λέει:
— Τὸ ξέρει ἡ μητέρα σου ποὺ ἔφυγες ἀπ᾿ τὸ σπίτι;…
Λέω:
—Ὄχι !…
— Δὲν ἔκανες, μοῦ λέει, καλὰ ποὺ ἔφυγες ἀπ᾿ τὸ σπίτι, χωρὶς νὰ τὸ πῆς στὴν μητέρα σου. Τὰ καλὰ παιδιὰ ὅταν φεύγουν ἀπ᾿ τὸ σπίτι ἐνημερώνουν τὴν μητέρα τους. Τώρα θὰ σὲ βοηθήσω νὰ πᾶς στὸν Τριπόταμο, ἀλλὰ ἄλλη φορὰ νὰ μὴ τὸ ξανακάνης!...
Θυμᾶμαι ὅτι μ᾿ ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ σὰν νὰ πετάξαμε, βρεθήκαμε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ποταμάκι, ποὺ ἦταν ἀδύνατον γιὰ μένα προηγουμένως νὰ τὸ περάσω. Μὲ κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι σὲ μιὰ ἀπόστασι 400- 500 μέτρων. Φθάσαμε σ᾿ ἕνα σημεῖο, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Τριπόταμος διακρινόταν πλέον καθαρά, ὅπως καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ.
Τότε μοῦ λέει:
— Στὴν Ἐκκλησία ποὺ βλέπεις, εἶναι αὐτὴ τὴ στιγμὴ μέσα ὁ πατέρας σου. Θὰ πᾶς καὶ θὰ τὸν βρῆς.᾿
Ἐγὼ τὸν εὐχαρίστησα καὶ τοῦ φίλησα τὸ χέρι, γιατὶ ἡ μητέρα μας μᾶς εἶχε μάθει νὰ σεβώμαστε τοὺς γεροντότερους. Μόλις τοῦ φίλησα τὸ χέρι, μὲ χάϊδεψε στὸ κεφάλι καὶ μοῦ εἶπε:
— Πήγαινε στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὴν ξεχνᾶς: ὅταν φεύγης ἀπὸ τὸ σπίτι νὰ ἐνημερώνης τὴν μητέρα σου.
Μοῦ ξανατόνισε δηλαδὴ αὐτὴ τὴν συμβουλή του, κι ἄρχισα νὰ κατηφορίζω γιὰ τὸ χωριό.
Πρὶν καλὰ-καλὰ ξεκινήσω ὅμως, θέλησα νὰ ξαναδῶ τὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος ὑποτίθεται, ὅτι θὰ ἀνηφόριζε γιὰ νὰ ἐπιστρέψη στὸ μέρος ποὺ τὸν συνάντησα. Γύρισα τὸ κεφάλι μου, ἀλλὰ δὲν τὸν εἶδα — εἶχε ἐξαφανιστῆ… Αὐτό, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἤμουν τόσο μικρός, μὲ προβλημάτισε. Διότι ἦταν ἀδύνατον νὰ προλάβαινε ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἀνηφορίση τόσο δρόμο ποὺ ὑπῆρχε πίσω μου, σ᾿ ἕνα τόσο ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα. Καὶ ἐνῶ αὐτὴ ἡ ἀπορία μου μὲ βασάνιζε, κατευθύνθηκα πρὸς τὸ χωριό.
Πῆγα στὴν Ἐκκλησία, ὅπου πράγματι ἡ Ἀκολουθία τῆς κηδείας συνεχιζόταν ἀκόμη, καὶ ἀφοῦ ἔψαξα γιὰ λίγο, ἐντόπισα τὸν πατέρα μου, καθήμενο σ᾿ ἕνα στασίδι στὸ ἀριστερὸ μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Μόλις ὁ πατέρας μου μὲ εἶδε, ἀναστατώθηκε καὶ μὲ ρωτοῦσε, πῶς βρέθηκα ἐκεῖ πέρα. Ἐγὼ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν τοῦ διηγήθηκα τίποτε, ἁπλῶς τοῦ εἶπα ὅτι ἦρθα.
Ἀφοῦ τέλειωσε ἡ κηδεία, πήραμε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ὅταν φθάσαμε στὸ ρεματάκι, κι ἀντικρύσαμε τὴν ἐκκλησούλα, τοῦ εἶπα ὅ,τι ἀκριβῶς μοῦ εἶχε συμβῆ. Τότε μὲ πῆρε ὁ πατέρας μου καὶ μπήκαμε μέσα στὴν ἐκκλησούλα, λέγοντάς μου:
— Ἄν δῆς τὸν Γέροντα, θὰ τὸν γνωρίσης; ᾿
Ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα καταφατικά. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ μοῦ δείχνη τὶς εἰκόνες, ἐρωτώντας με, ἐὰν ἦταν κάποιος ἀπὸ τοὺς εἰκονιζομένους.
Στὴν ἀρχὴ μοῦ ἔδειξε τοῦ Χριστοῦ, μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου. Ἐγὼ ἔγνεφα ἀρνητικά. Μοῦ ἔδειξε καὶ τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα. Ἐγὼ ξαφνιάστηκα…
— Νά, αὐτὸς εἶναι ὁ Γέροντας, ἔτσι ἀκριβῶς ἦταν μὲ τὸ σκουφάκι του...
Τότε ὁ πατέρας μου γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Ἀνάψαμε τὸ κανδήλι, θυμιάσαμε καὶ ἀφοῦ προσκυνήσαμε, ἐπιστρέψαμε στὸ σπίτι μας.
‘Ὄλα αὐτὰ τὰ διηγήθηκα καὶ στὴν μητέρα μου. Οἱ γονεῖς μου θεώρησαν, ὅτι προστάτης μου Ἅγιος, εἶναι ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας. Ἀπὸ τότε πηγαίναμε κάθε χρόνο στὴν Θ. Λειτουργία, στὴν μνήμη του, ἐνῶ κάθε Σάββατο, ἀνάβαμε τὰ κανδήλια καὶ περιποιούμασταν τὸ ἐκκλησάκι. Μέχρι σήμερα θεωρῶ τὸν Ἅγιο προστάτη μου…
Περιοδικό «Ἅγιος Κυπριανός», ἀριθ. 233/Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1989, σελ. 125-126.
***
«π. Σωφρόνιε, δεν θα πεθάνεις τώρα, θα ζήσεις αρκετά χρόνια ακόμη… »
Ιερά μονή του Αγίου Σπυρίδωνος εν Ιεροσολύμοις
Στην Ελληνορθόδοξη Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα του Τριμυθούντος που βρίσκεται στη χριστιανική συνοικία της Ιερουσαλήμ (στην Παλιά Πόλη, δίπλα στην Πύλη της Δαμασκού και πρόσκειται στο τείχος της Ιερουσαλήμ ) συνέβη ένα θαύμα στις 2 Ιουνίου 1994.
Ο π. Σωφρόνιος, που υπηρετούσε εκείνη την εποχή στη Μονή ως Ηγούμενος, αρρώστησε πολύ βαριά και ετοιμαζόταν να καλέσει τα πνευματικά του παιδιά να τα αποχαιρετήσει. Ξαφνικά, του εμφανίζεται ο Άγιος Σπυρίδων και του λέει: «δεν θα πεθάνεις τώρα, θα ζήσεις αρκετά ακόμη χρόνια». Και με αυτά τα λόγια βγαίνει, όχι από την πόρτα, αλλά από το παράθυρο. Η ασθένεια υποχώρησε ο π. Σωφρόνιος έγινε εντελώς καλά και υπηρέτησε στο μοναστήρι για περίπου ακόμη δέκα χρόνια, ώσπου να έρθει η ώρα του και τώρα αναπαύεται με τον Κύριο.
Λίγη ώρα μετά τη θαυματουργή επίσκεψη του Αγίου, ο π. Σωφρόνιος παρατήρησε ότι το παράθυρο είχε θολώσει. Κοίταξε καλά και παρατήρησε ένα θαυμαστό γεγονός. Το πρόσωπο του Αγίου Σπυρίδωνος, αποτυπώθηκε στο τζάμι από το οποίο φεύγοντας πέρασε ο Άγιος. Το τζάμι με την εικόνα του Αγίου, αφαιρέθηκε προσεκτικά και τοποθετήθηκε στην εικονοθήκη. Το φόντο της θαυματουργής εικόνας είναι βυσσινί βελούδο και το πρόσωπο του Αγίου διακρίνεται καλύτερα όταν κοιτάμε το γυαλί , υπό γωνία περίπου 30 μοιρών.”
***
Από διήγηση του π. Γερασίμου Φωκά
Ξέρετε, μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι άγαμοι βρίσκονται υψηλότερα στην κλίμακα της αγάπης του Θεού.
Δίπλα μου ήταν ένα βιβλίο για τη ζωή του Αγίου Σπυρίδωνα, και σκεπτόμενος τον Άγιο έγγαμο, πάλι αυτός ο λογισμός πήρε θέση στη σκέψη μου, οπότε νιώθω ένα χαστούκι στο μάγουλο. Σηκώνω τα μάτια και τότε βλέπω τον Άγιο Σπυρίδωνα ζωντανό και θυμωμένο μπροστά μου, αυστηρά να με ρωτάει πώς και το πιστεύω αυτό; Ο ίδιος δεν ήταν έγγαμος, ο Απόστολος Ανδρέας δεν ήταν έγγαμος; Ο Απόστολος Πέτρος δεν ήταν έγγαμος;
Όταν συνήλθα από αυτή την ψυχρολουσία, άνοιξα το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω για τη ζωή του Αγίου Σπυρίδωνα. Έφτασα στο σημείο που έλεγε ότι ο Άγιος πάντα είχε μεγάλη αγάπη και συμπάθεια στους αμαρτωλούς. Όταν κάποιοι κλέφτες πήγανε μία νύχτα να κλέψουνε πρόβατα απὸ τη μάνδρα του, που τη συντηρούσε για να βοηθά τους πεινασμένους, τυφλωθήκανε και δεν μπορούσανε να φύγουνε, και πιάσανε και φωνάζανε να τους ελεήσει και ο Άγιος, όχι μόνο τους ξανάδωσε το φως τους, αλλὰ τους χάρισε κ᾿ ένα κριάρι, γιατί, όπως τους είπε, είχανε κακοπαθήσει όλη τη νύχτα. Και τελικά, αφού τους νουθέτησε νάναι καλοὶ άνθρωποι, τους έστειλε στα σπίτια τους, χωρὶς να μάθει τίποτα η εξουσία για την κλεψιὰ που θέλανε να κάνουνε.
“Αποκλείεται, δεν το πιστεύω”, είπα. “Μα να τους χαρίσει και κριάρι, γιατί είχανε κακοπαθήσει όλη τη νύκτα”;
Άφησα το βιβλίο και ανέβηκα στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου. Εκεί μια σπουδαία μοναχή, η Βερονίκη, που για χρόνια είχε δουλέψει ως νοσοκόμα στην κλινική Αλεβιζάτου στην Ομόνοια, όπου εφημέριος ήταν ο Γέροντας Πορφύριος, μου πρότεινε να περπατήσουμε λίγο. Ήταν η εποχή που τα γύρω αμπέλια του μοναστηριού έγερναν γεμάτα ώριμα σταφύλια, έτοιμα για τρύγο.
“Σκύψε, Γεράσιμε, σκύψε, να μην αναστατώσουμε τους ανθρώπους”, μου λέει.
Γυρίζω και βλέπω δύο χωρικούς να κλέβουν σταφύλια από το αμπέλι του μοναστηριού.
Η Βερονίκη δεν φώναξε, δεν πρόσβαλε, δεν έδιωξε τους κλέφτες, αλλά μου είπε να σκύψω να μην μας δουν και αναστατωθούν.
Από τη Βερονίκη μού ήρθε λοιπόν απάντηση πώς φέρονται οι άνθρωποι του Θεού. Πριν λήξει η μέρα, η αμφισβήτησή μου για ό,τι έπραξε ο Άγιος Σπυρίδωνας με τους κλέφτες, διαλύθηκε.
Άγιος Σπυρίδων Τριμυθούντος, ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν. Ο Χριστός φέρνει την ουράνια ειρήνη του, σαν κάποιο ουράνιο βάλσαμο, σ’ εκείνους που ειλικρινά πιστεύουν σ’ Αυτόν.
πηγή