Εμφάνιση της Υπερμάχου Στρατηγού, Μητροπολίτου Παντελεήμονος Φωστίνη
Ο Στρατηγός Στανωτάς με δάκρυα μας εβεβαίωσε: «Είδαμε το Θεό με τα μάτια μας σ’ αυτό τον πόλεμο. Μια ομάς από στρατιώτας μας διηγείτο: ‘Ήταν πολύ άγρια εκείνη η νύχτα. Ένα ξεροβόρρι, μας περνούσε ως τα κόκκαλα. Ήμεθα διπλοσκοποί. Ξαφνικά κάποιος περπατάει κοντά μας. – Αλτ! τις ει; μια σκιά ζυγώνει και μια γλυκειά φωνή μας φέρνει ρίγη.
Είδαμε ολοκάθαρα μια γυναίκα μαυροφορεμένη.
– Εγώ είμαι παιδιά μου, η Παναγία. Ήλθα να σας πω να μη φοβηθήτε. Σήμερα θα επιτεθούν εναντίον σας. Είμαι εγώ μαζύ σας. Τώρα το νου σας. Ανεβαίνουν από τη χαράδρα τώρα, νάτοι… το νου σας, παιδιά… Είμαι εγώ μαζύ σας…
Η Παναγία έγινε άφαντος. Μας πήραν τα κλάμματα. Εκάμαμε ανατριχιασμένοι το Σταυρό μας και εστρέψαμε την προσοχή μας προς τη χαράδρα. Ιταλοί στρατιώται έρχονταν να μας κάνουν αιφνιδιασμό. Εμείς ερριχθήκαμε πάνω τους.
– Εις τα όπλα!
Γενικός συναγερμός του στρατού μας. Είχε αρχίσει η επίθεσις του Μαρτίου του Μουσσολίνι και η συντριβή και ο εξευτελισμός του στρατού του Ιταλικού ‘Ιμπέριο’!
Ο πόλεμος εναντίον των Ιταλών στα βουνά της Αλβανίας, δεν ήταν πόλεμος για την Ελλάδα, ήταν μια αληθινή Μυσταγωγία, ένα ψυχικό λουτρό, μια εποποιία, ένα θαύμα, μια δόξα, μια εκτυφλωτική ακτινοβολία της ελληνικής ψυχής».
***
Στο Ανταρτικό, το ηρωικό χωριό της Καστοριάς, επήραμε το πρώτο εθνικό λουτρό. Οι χωριατοπούλες με τα τσαπιά και τα φτυάρια μια ώρα κρίσιμη ανοίγουν το δρόμο σκεπασμένο με δυο τρία μέτρα χιόνι. Οι στρατιώται μας κλαίνε από συγκίνησι.
Άφθαρτοι ηρωισμοί, μα και ζωντανή η βοήθεια του Θεού. Ο Ταγματάρχης Γεώργιος Τσαπέρας πρέπει να περάση το γεφύρι. Ο Ιταλοί από απέναντι θερίζουν την περιοχή με τα πολυβόλα, όλμους, κανόνια. Καίεται το παν. Ωστόσο ο Τσαπέρας περνά το γεφύρι και πιάνει αιχμαλώτους Ιταλούς. Οι απώλειές του ένα μουλάρι, που εγλύστρησε και έπεσε μέσα στο ποτάμι και επνίγηκε!
Ένας αξιωματικός Ιταλός αιχμάλωτος θέλει να λύση το μυστήριο.
– Μα, πώς περάσατε το γεφύρι; έρωτά σαστισμένος, τόσες χιλιάδες μολύβια [σφαίρες, βόμβες] τι έγιναν; τα εφάγατε;
Και οι έλληνες στρατιώται απαντούν.
– Μας οδηγούσε η Παναγία.
– Μα, και εμείς πιστεύουμε την Παναγία, να, σαν δεν πιστεύετε -βγάζει από τον κόρφο τον μια μικρή εικονίτσα της Παναγίας και την δείχνει- γατί εμάς δεν βοηθεί η Παναγία;
Οι Έλληνες και πάλι απαντούν.
– Γιατί εμείς έχουμε το δίκηο. Γιατί θέλατε να μας σκλαβώσετε; είσθε πιο πολιτισμένοι σεις από μας;
***
Κάποιος άλλος με ανατριχιασμένο το κορμί μου περιγράφει ένα θαύμα της Παναγίας: «Περνούσαμε ψόφιοι της δίψας από μια πλαγιά. Τόσες ώρες δρόμο, δεν είχαμε συναντήσει νερό. Δεν υπάρχει νερό εδώ πέρα»; Ελέγαμε σκασμένοι ο ένας στον άλλο. Αυτή τη στιγμή μια πεντάμορφη, χωριάτισσα γυναίκα δεν ξέρω και εγώ πώς βρέθηκε μπροστά μας μόνη της.
– Τι θέλετε παιδιά; μας ρώτησε σαν νάτα μάνα μας.
– Νερό, κυρά μου, της είπαμε, εσκάσαμε για νερό. Δεν υπάρχει νερό σ’ αυτόν τον τόπο;
Και εκείνη μας οδήγησε σε μια καθαρή βρυσούλα πιο κάτω με άφθονο νερό και δροσισθήκαμε όλοι. Σε λίγο έφθασε και άλλο ένα τμήμα διψασμένο κι’ αυτό για νερό και τους εδείξαμε τη βρύσι. Μα βρύσι δεν βρισκόταν εκεί.
Κυτταχθήκαμε μεταξύ μας σαστισμένοι και ανατριχιάσαμε. Τότε θυμηθήκαμε όλοι μας, ότι είχαμε χάσει από μπροστά μας την πεντάμορφη γυναίκα, χωρίς να δούμε τι έγινε.
Εκάναμε τον σταυρό μας και αρχίσαμε όλοι να κλαίμε. Η Παναγία είχε παρουσιασθή μπροστά μας!
Και ήταν πράγματι η Παναγία, γιατί την ίδια μέρα οι αιχμάλωτοι, που πιάσαμε, μας διηγούντο, ότι, την ώρα της μάχης, μια γυναίκα ωδηγούσε την επίθεσι μας και τους έπιασε τρόμος και σήκωσαν τα χέρια τους και παρεδόθησαν!
***Συμπεριφορά μελλοθάνατου
Στο Νοσοκομείο της Κορυτσάς νοσηλεύεται ένας βαρύτατα πληγωμένος. Περνάει τις τελευταίες του στιγμές. Εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Γύρω του είνε μαζεμένοι συνάδελφοί του στρατιώται για να του δώσουν δύναμι. Σε μια στιγμή ο πληγωμένος ρίχνει το βλέμμα γύρω του και λέει στα παιδιά: «Παιδιά, εγώ πεθαίνω. Το πορτοφόλι μου και το ωρολόγι μου και ό,τι έχω πάνω μου, να τα στείλετε στη γυναίκα μου να τάχη ανάμνησι το παιδί μου άμα μεγαλώση.
Σεις, παιδιά, συνεχίστε τον αγώνα μας. Παιδιά, ζήτω η Ελλάς. Φωνάξτε όλοι παιδιά, ζήτω η Ελλάς». Επήραν τα κλάμματα όλους και έτσι κλαμμένοι για να μη χαλάσουν το χατήρι του αδελφού των εφώναξαν ανακατεμμένα με λυγμούς. «Ζήτω η Ελλάς!» Ισια-ίσια αυτή τη στιγμή και το παλληκάρι παρέδωσε το πνεύμα στον αγωνοθέτη Χριστό!
Στο ίδιο Νοσοκομειο ένας άλλος στρατιώτης έχει το πόδι του κομμένο. Προσπαθώ να τον παρηγορήσω. Μα, εκείνος με αποστομώνει.
Σεβασμιώτατε, τι λέτε; άλλα παιδιά προσφέρουν τη ζωή τους για την Πατρίδα, και εγώ να στενοχωρηθώ γιατί προσέφερα το ένα μου πόδι; Χαλάλι της και η ζωή μου ακόμα, όχι ένα πόδι»!