Εμφάνιση των ψυχών από την Αιωνιότητα κατά το Σαρανταλείτουργο των Χριστουγέννων. Συγκλονιστική διήγηση

Εμφάνιση των ψυχών από την Αιωνιότητα κατά το Σαρανταλείτουργο των Χριστουγέννων. Συγκλονιστική διήγηση

Εμφάνιση των ψυχών από την Αιωνιότητα κατά το Σαρανταλείτουργο των Χριστουγέννων. Συγκλονιστική διήγηση

Εμφάνιση των ψυχών από την Αιωνιότητα κατά το Σαρανταλείτουργο των Χριστουγέννων. Συγκλονιστική διήγηση

_Εἶχα πεῖ σέ ἕναν συγκεκριμένο ἱερέα, πού ὑπηρετεῖ σέ μία κοινότητα μέ λίγους κατοίκους, νά ἀρχίση νά κάνη τό Σαρανταλείτουργο τῶν Χριστουγέννων.
Καί ὁ καλός ἱερέας μοῦ λέει:
– Μά, Πανιερώτατε, τό χωριό μας ἔχει λίγους κατοίκους, ἐμεῖς δέν ἔχουμε καί ψάλτες τακτικούς, πῶς θα κάνω σαρανταλείτουργο;
– Βάλε μία γυναῖκα, τοῦ λέω, νά σοῦ λέη ἕνα Κύριε ἐλέησον, τό Ἀμήν καί τό Παράσχου Κύριε.
Ξεκίνησε ο ἱερέας αὐτός, ὄντως, Σαρανταλείτουργα πρίν ἀπό 4 χρόνια.
Την τρίτη χρονιά, περίοδο τῶν Χριστουγέννων, ἔρχεται συγκινημένος καί μοῦ λέει:
– Σέ εὐχαριστῶ, πού μέ ἔβαλες να κάνω Σαρανταλείτουργα, διότι ἔγινες ἡ ἀφορμή ἡ θεία Λειτουργία γιά μένα νά εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἀκουστική (βρῆκε και ψάλτες), ὄχι μόνο νά διαβάζουμε εὐχές (νά εἶναι ἀνάγνωσμα), ἀλλά ἔγινε καί ὁρατή… τήν εἶδα μέ τά μάτια μου!
– Κύριε ἐλέησον, τοῦ λέω. Τί εἶδες;
Καί μοῦ λέει:
–Τό πρωΐ μνημόνευσα 2.000 ὀνόματα στην Πρόθεση καί ξεκίνησα τή θεία Λειτουργία. Τήν ὥρα κατά τήν ὁποία εἶπα Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, καί ἄρχισε ὁ ψάλτης νά ψάλλει ἔξω τό Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον, ἄρχισε τό ἱερό, πού ξέρεις ὅτι εἶναι πολύ μικρό, νά ἀνοίγει, μέχρι πού ἔγινε μία τεράστια κερκίδα!
Πάνω σ’ αὐτή εἶδα ὄρθιους ὅλους ἐκείνους πού εἶχα μνημονεύσει στήν Πρόθεση. Ηταν καί ἄνθρωποι τούς ὁποίους ἐγώ ἔθαψα τά τελευταῖα χρόνια, ἀλλά καί ἄνθρωποι ἀπό ἄλλα χωριά, τούς ὁποίους γνώριζα κι ἔχω στά δίπτυχά μου. Μάλιστα ἔβλεπα καί τήν διάθεση τοῦ καθενός. Ἄλλο τόν ἔβλεπα φωτεινό, ἄλλο θλιμμένο, ἄλλο μαυριδερό, ἄλλο γκρίζο…
Ἦταν καί ὁ τάδε, πού πέθανε ἀπό καρκίνο νεότατος πρίν ἀπό λίγα χρόνια,
καί αὐτός ἔλαμπε τόσο πολύ, πού διέχεε φῶς καί στούς διπλανούς του!
Ἀπευθυνόμενος σέ ὅλους αυτούς, τούς ὁποίους ἔβλεπα, τούς εἶπα χαμηλοφώνως γιά νά μήν ἀκούση ἔξω ὁ ψάλτης:
-Τί θέλετε;
Καί ἔγειραν ὅλοι μέ μία ελαφρά κλίση καί μοῦ εἶπαν:
– Σέ ευχαριστούμε, πάτερ! καί έφυγαν._

Μόρφου Νεόφυτος