Ένας Γέροντας είπε ότι υπήρχε κάποιος αναχωρητής, πού κατοικούσε στήν πιό βαθιά έρημο από αρκετά χρόνια κι είχε αποκτήσει χάρισμα διορατικό, ώστε νά συναναστρέφεται μέ τούς αγγέλους.
Καί συνέβη τό εξής:
Δυό αδελφοί μοναχοί άκουσαν τά σχετικά μ αυτόν καί είχαν τήν επιθυμία νά τόν γνωρίσουν καί νά ωφεληθούν.
Βγήκαν από τά κελιά τους καί πήγαιναν πρός αυτόν μέ εμπιστοσύνη στήν καρδιά. Καί αναζητούσαν τόν δούλο τού Θεού στήν έρημο.
Ύστερα από μερικές μέρες πλησίασαν στή σπηλιά τού Γέροντα. Από μακριά βλέπουν κάποιον σάν άνθρωπο ντυμένο στά λευκά νά στέκεται πάνω σέ έναν από τούς λόφους πού ήταν κοντά στόν όσιο σέ απόσταση περίπου τριών σημείων.
Τούς φώναξε:
«Αδελφοί, αδελφοί».
Αυτοί τόν ρώτησαν:
«Ποιός είσαι καί τί θέλεις;»
«Νά πείτε, τούς αποκρίθηκε, στόν αββά εκείνον πού θά συναντήσετε: θυμήσου αυτό πού σέ παρακάλεσα».
Οι αδελφοί ήρθαν, βρήκαν τόν Γέροντα, τόν χαιρέτισαν καί πέφτοντας στά πόδια τού παρακαλούσαν νά ακούσουν από τό στόμα του λόγο σωτηρίας. Πράγματι, διδάχτηκαν απ αυτόν καί ωφελήθηκαν πολύ.
Τού μίλησαν καί γιά τόν άνθρωπο πού είδαν καθώς έρχονταν, καί τήν παράκλησή του. Ο Γέροντας κατάλαβε ποιός ήταν, αλλά προσποιούνταν ότι δέν τόν ήξερε. Μάλιστα έλεγε: «Κανένας άλλος άνθρωπος δέν κατοικεί εδώ». Οι αδελφοί όμως βάζοντας συνέχεια μετάνοιες καί αγκαλιάζοντας τά πόδια του τόν υποχρέωναν νά πεί ποιός ήταν αυτός πού είδαν.
Ο Γέροντας τούς σήκωσε όρθιους καί τούς είπε:
«Δώστε μου τόν λόγο σας ότι δέν θά μιλήσετε επαινετικά σέ κανέναν γιά μένα σάν γιά κάποιον άγιο, μέχρι νά φύγω στόν Κύριο, καί τότε θά σάς μιλήσω καθαρά γιά τήν υπόθεση». Εκείνοι έκαναν όπως τούς ζήτησε. Τούς λέει λοιπόν:
«Αυτός πού έχετε δεί ντυμένο στά λευκά είναι άγγελος Κυρίου, πού ήρθε εδώ καί παρακαλεί εμένα τόν αδύναμο καί μού λέει: «Ικέτευσε τόν Κύριο γιά μένα, νά ξαναγυρίσω στόν τόπο μου, γιατί έχει πιά συμπληρωθεί η προθεσμία πού ορίσθηκε σέ βάρος μου από τόν Θεό». Στήν ερώτησή μου «ποιά είναι η αιτία τής ποινής σου;» απάντησε:
«Συνέβη σέ μία επαρχιακή πόλη πολλοί άνθρωποι νά παροργίζουν τόν Θεό μέ τίς αμαρτίες τους γιά μεγάλο χρονικό διάστημα, καί μ έστειλε νά τούς παιδεύσω μέ ευσπλαχνία. Εγώ όμως όταν τούς είδα πολύ νά ασεβούν, τούς επέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, μέ αποτέλεσμα πολλοί νά εξοντωθούν. Γι αυτό μού επεβλήθη η απομάκρυνσή μου από προσώπου τού Θεού πού μού είχε αναθέσει τήν αποστολή».
Όταν τού είπα «καί πώς είμαι άξιος νά παρακαλέσω τόν Θεό γιά έναν άγγελο;», εκείνος είπε:
«Άν δέν ήξερα ότι ο Θεός δέχεται τήν προσευχή τών γνήσιων δούλων του, δέν θά ερχόμουν καί δέν θά σέ ενοχλούσα».
Εγώ αναλογίσθηκα εκείνη τή στιγμή τό αμέτρητο έλεος τού Κυρίου καί τήν άπειρη αγάπη του πρός τόν άνθρωπο, πού τόν έκανε άξιο νά μιλάει μαζί του καί νά τόν βλέπει, επίσης οι άγγελοί του νά υπηρετούν τούς ανθρώπους καί νά έχουν επαφή μαζί τους, όπως έχει γίνει μέ τούς μακάριους δούλους του Ζαχαρία καί Κορνήλιο καί τόν προφήτη Ηλία καί τούς άλλους αγίους. Ένιωσα κατάπληξη μαυτά καί δόξασα τήν ευσπλαχνία του».
Μετά απ τό περιστατικό αυτό ο τρισμακάριστος πατέρας μας αναπαύτηκε. Οι αδελφοί τόν έθαψαν τιμητικά μέ ύμνους καί προσευχές. Κι εμείς άς επιδιώξουμε νά μιμηθούμε τίς αρετές αυτού τού Γέροντα μέ τή δύναμη τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, πού θέλει όλοι οι άνθρωποι νά σωθούν καί νά φτάσουν στήν επίγνωση τής αλήθειάς του».
Ένας Γέροντας έλεγε ότι δέν πρέπει κανείς νά μεριμνά γιά τίποτε παρά μόνο γιά τόν φόβο τού Θεού. Καί πρόσθετε:
«Κι άν αναγκασθώ νά φροντίσω γιά γήινη ανάγκη, ποτέ δέν τήν σκέφτομαι πρίν από τήν ώρα της».
Μέγα Γεροντικό