Κάθε πού ζύγωνε 29 Μαΐου ό Γερο-Ζαχαρίας δεν είχε αναπαμό. Έπρεπε να ετοιμάσει το στάρι για το κόλλυβο των «Μαρτύρων της “Αλωσης». Ξάκρινε το καθαρό σπυρί – σπυρί και το ‘βαζε να βράσει ήσυχα μέχρι ν’ ανοίξει σαν το ρόδο.
Ύστερα το στέγνωνε κι έπιανε κατόπιν να το στολίζει χωρίς βιάση. Μάστορας δουλεμένος στην Αγιογραφία, έπιανε το χέρι του. Πάνω στη χιονάτη ζάχαρη θα ‘φτιαχνε το δικέφαλο αετό μέσα σε στολίδια απίστευτα.
«Μνήσθητι Κύριε ως αγαθός των δούλων Σου…», μονολογούσε καί τα δάκρυα του τρέχανε ποτάμι.
Μετά τη λειτουργία γίνηκε το τρισάγιο για τους κεκοιμημέμηνους».Κι άμα ο γέρο-Τρύφωνας πήρε να λέει το ”αιωνία η μνήμη” ό Γερο-Ζαχαρίας σήμανε μονοκάμπανο λυπητερό όπως αρμόζει. Μετά πήρε το δίσκο κι άρχισε να μοιράζει το στάρι. Πρώτα στους πατέρες, έπειτα στους λαϊκούς.
Άμάθητοι οι ξένοι από τέτοια έθιμα τον ρώτησαν για όλα τούτα τα παράδοξα.
Ό Γερο-Ζαχαρίας τους πήρε παράμερα στο μεγάλο χαγιάτι κι άρχισε να τους μιλάει για τη Μεγάλη Τρίτη του 1453, για το κούρσεμα της Πόλης καί τη θυσία του τελυταίου αυτοκράτορα.
Ένιωθε χρέος ό σεβαστός Γέροντας να τους μνημονεύει όλους μέσα στη Θ. λειτουργία καί να μιλά γι’ αυτούς σ’ όσους ρωτούσαν να μάθουν.
Κάθε τόσο ό παππούς έκοβε τη διήγηση στη μέση καθώς ή φωνή τσάκιζε από το κλάμα. Μα εκεί πού βαλάντωνε ό γέροντας ήταν όταν μιλούσε για την ιστορία του άρχοντα Λουκά του Νοταρά πού κρύφθηκε ή θυσία του γιατί τη σκέπασε εκείνη του Παλαιολόγου.
– Το λοιπόν… είπε ό Γερο-Ζαχαρίας. Μετά το τριήμερο κούρσεμα της Πόλης καί τη μοιρασιά των λαφύρων, ό σουλτάνος έκανε συμπόσιο για τη νίκη.
Κάποιος τότε μπιστικός του για να φανεί καλός, τον συμβούλεψε να ζητήσει από το Νοταρά να του στείλει πεσκέσι το δεκατετράχρονο γιο του στο παλάτι. Κι αν τον έδινε με τη θέληση του, θα ‘δινε ό Σουλτάνος στο Νοταρά θέση ζηλευτή. Αλλιώς θα παίρνε σ’όλους το κεφάλι.
Ποιος ήταν ό Λουκάς ό Νοταράς; Ήταν ό πρώτος Βυζαντινός άρχοντας, από τίς πιο μεγάλες μορφές στα τελευταία ελεύθερα χρόνια της Βασιλεύουσας.
Με ψυχή παιδιού, μα φρόνημα λιονταρίσιο. Ό Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κρίνοντας άξια, τον έκαμε Πρωθυπουργό, Ύπατο του Κράτους, λειτουργό καί Μέγα Δούκα. Νους λαμπερός ό Νοταράς είχε δει νωρίς τη λατινική απειλή καί αντιστάθηκε σθεναρά.
Τώρα ό γίγαντας αυτός ήταν φυλακισμένος.
Ό Νοταράς στην “Αλωση φρουρούσε τον Κεράτιο από το Πετρίο μέχρι την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας με 100 Ιππείς καί 500 σφενδονήτες καί τοξότες. Οί Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη, μα εκείνος αγωνιζόταν ακόμη.
Καί σαν τον κύκλωσαν ήρθε ή αιχμαλωσία. Οί δυο γιοι του είχαν πέσει στα τείχη υπερασπίζοντας τον τόπο κι εκείνος πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με την Κυρά του, την κόρη, τον γαμπρό του κι ελπίδα στερνή το δεκατετράχρονο βλαστάρι του.
Καί τώρα τούτο το αγγελούδι του το ζητούσε ό σουλτάνος.- Δεν είναι συνήθεια σε μας, απάντησε ό Βυζαντινός άρχοντας, να δίνουμε με τα χέρια μας τα παιδιά μας στίς ακολασίες σας. Θα ήταν καλύτερα ό ηγεμόνας να μας πάρει το κεφάλι.
Ό Νοταράς έστρεψε στοργικά το βλέμμα του στο παιδί του πού στεκόταν ήρεμο, γεμάτο εμπιστοσύνη καί σεβασμό προς τον πατέρα του. Ή σκέψη του άρχοντα έτρεξε μακριά. Καμάρωσε το γιο του μικρό καί τον φανταζότανε μεγάλο.
Μα δεν γινόταν αλλιώς, Για να ‘ναι σίγουρος πώς το παιδί του θα φύγει άκηλίδωτο ζήτησε το πρώτο αίμα να είναι του γιου του.
Ό πέλεκυς έπεσε. Ό Νοταράς στάθηκε μάρτυρας στο θάνατο του γιου του! Ακολούθησε ο γαμπρός του. Κι υστέρα εκείνος. Έλυσε την ασημένια πόρπη της χλαμύδας καί πρότεινε περήφανα τον τράχηλο πού στιγμή δεν είχε σκύψει στη ζωή του!
Ή φύτρα των Νοταράδων πέρασε στον Παράδεισο.Οί προσκυνητές στο άκουσμα της ιστορίας σταυροκοπήθηκαν. Ταπεινά φίλησαν το σεβάσμιο χέρι του Γέροντα κι έφυγαν.
Κι ό παππούλης πήρε δύο σπυριά για να συχωρέσει. Ό Θεός να σας αναπαύσει, αδέλφια μου, είπε.
ΠΗΓΗ
https://simeiakairwn.wordpress.com