Γενέθλια της Πόλης των Ονείρων μας! 11 Μαΐου 330 μ.Χ.
Καθώς ο Μέγας Κωνσταντίνος χάραζε τα όρια που θα χτιζόταν η Νέα Ρώμη και είχε απομακρυνθεί πολύ από τα παλαιότερα όρια της πόλης του Βυζαντίου, οι αυλικοί και οι αρχιτέκτονες που τον ακολουθούσαν τον ρώτησαν πόσο ακόμη σκόπευε να προχωρήσει. Κι εκείνος απάντησε «ώσπου να σταματήσει αυτός που προπορεύεται εμού», ο Άγγελος του Θεού δηλαδή που τον οδηγούσε.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος περίμενε να ολοκληρωθούν τα βασικότερα έργα που θα έδιναν στη νέα πρωτεύουσα την αίγλη που της ταίριαζε, αλλά και να δοθούν οι κατάλληλοι οιωνοί από τους επίσημους μάντεις της αυτοκρατορικής αυλής. Τα επίσημα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας πραγματοποιήθηκαν στις 11 Μαΐου 330, με την κορύφωση των εορταστικών εκδηλώσεων που είχαν διαρκέσει 40 ημέρες.
Στην πραγματικότητα, όπως έχει δείξει ο G. Dagron, η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε μια μακρά διαδικασία πολλών ετών, την οποία προοδευτικά η παράδοση συνόψισε στην ημερομηνία αυτή. Η επιλογή της ημερομηνίας έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς 11 Μαΐου ήταν η γιορτή του αγίου Μωκίου, ο οποίος μαρτύρησε επί Διοκλητιανού στο Βυζάντιο. Ο άγιος Μώκιος, που κατά την πρώιμη περίοδο θεωρήθηκε προστάτης της πόλης, πριν από τη σταδιακή εξέλιξή της σε «Θεοτοκούπολη», είχε μαρτύριο στην Κωνσταντινούπολη από πολύ νωρίς. Η παράδοση μάλιστα απέδιδε στον Κωνσταντίνο Α΄ την ανέγερσή του στη θέση ενός ναού του Δία, αν και η πληροφορία αυτή είναι αδύνατο να ελεγχθεί.
Σύμφωνα με τις πηγές και την ιστορική ανασύνθεση, οι τελετές για τα εγκαίνια της νέας πόλης άρχισαν στις 2 Απριλίου 330. Ο αυτοκράτορας, συνοδευόμενος από τα μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, μετέβη στο κέντρο της νέας αγοράς που είχε χτιστεί (Φόρο του Κωνσταντίνου)· εκεί πραγματοποιήθηκε τελετή «αφιέρωσης» της στήλης, η οποία κατασκευάστηκε στο σημείο όπου, σύμφωνα με το θρύλο, ο Κωνσταντίνος είχε δει το θείο όραμα που τον καθοδήγησε να οριοθετήσει τη νέα πόλη.11 Έπειτα από σαράντα μέρες εορτασμών και επίδειξης της αυτοκρατορικής γενναιοδωρίας προς τους κατοίκους της πόλης, η αυλή επέστρεψε στο ίδιο σημείο για την τοποθέτηση του αγάλματος του αυτοκράτορα ως Ήλιου-Απόλλωνα στην κορυφή της στήλης. Η στήλη αυτή αποτελούσε στην ουσία ένα είδος φυλαχτού για την πόλη: τα επτά τύμπανα από πορφυρό γρανίτη είχαν μεταφερθεί από την Τροία, ενώ στα θεμέλιά της λεγόταν ότι είχαν τοποθετηθεί αντικείμενα ιδιαίτερης συμβολικής αξίας τόσο για τους χριστιανούς όσο και για τους εθνικούς. Συγκεκριμένα, είχε τοποθετηθεί εκεί η πέτρα την οποία είχε χτυπήσει ο Μωυσής για να αναβλύσει νερό στην έρημο, ψάθα από τα πανέρια με τα οποία οι μαθητές του Ιησού είχαν μεταφέρει τα ψωμιά και τα ψάρια στο θαύμα της Γαλιλαίας, αλλά και το Παλλάδιο, δηλαδή το άγαλμα της Αθηνάς που ο Αινείας είχε φέρει μαζί του στη Ρώμη από την Τροία. Το άγαλμα του Κωνσταντίνου ως Ήλιου12 ήταν καμωμένο από χρυσό. Παρά τους παγανιστικούς συμβολισμούς, επιχειρήθηκε, πιθανότατα σε ελαφρώς μεταγενέστερη φάση, η σύνδεσή του με τη χριστιανική παράδοση· έτσι θεωρήθηκε ότι περιείχε κομμάτι του Τίμιου Ξύλου και ότι οι επτά ακτίνες που αποτελούσαν το στέμμα του έφεραν πυρήνες από τα επτά καρφιά που είχαν χρησιμοποιηθεί στη Σταύρωση του Χριστού.
Αφού οι παρευρισκόμενοι παρακολούθησαν την τοποθέτηση του αγάλματος στην κορυφή της στήλης ψάλλοντας το «Κύριε», μετέβησαν στον Ιππόδρομο. Ο Κωνσταντίνος ήταν ντυμένος με μεγαλοπρέπεια και, κατά τα λεγόμενα, φόρεσε πρώτη φορά διάδημα στολισμένο με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια. Πριν από την έναρξη της αρματοδρομίας, στην αρένα μπήκε ένα άρμα με χρυσό άγαλμα του Κωνσταντίνου που έφερε μικρό άγαλμα της Τύχης. Το άρμα συνοδευόταν από τμήμα της αυτοκρατορικής φρουράς με τελετουργικές και λαμπρές ενδυμασίες. Σύμφωνα με πηγές, επί τουλάχιστον 200 χρόνια, το άγαλμα αυτό περιφερόταν κατά την επέτειο των εγκαινίων της πόλης μέσα στον Ιππόδρομο και όλοι οι μετέπειτα αυτοκράτορες προσκυνούσαν τον ιδρυτή της πόλης.
Μετά την πομπή αυτή, ο αυτοκράτορας μοίρασε χρήματα στο συγκεντρωμένο κόσμο. Ενδέχεται ειδικά για την περίσταση να είχαν κοπεί νομίσματα και αρκετοί μελετητές εικάζουν ότι επρόκειτο για τα νομίσματα με την προσωποποίηση της πόλης και τη Νίκη.13 Οι τελετές ολοκληρώθηκαν με τελετουργικές πομπές και παρελάσεις σε όλη την πόλη καθώς και με θρησκευτική λειτουργία που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Ειρήνη. Οι πηγές, στο μεγαλύτερο μέρος τους χριστιανικές, δεν αναφέρουν συγκεκριμένες παγανιστικές τελετές για τα εγκαίνια της πόλης, εκτός από την αφιέρωση της στήλης. Είναι μάλλον απίθανο να μην έγιναν, αλλά φαίνεται ότι δεν περιλάμβαναν θυσίες, αφού ο Κωνσταντίνος είχε ήδη φανερώσει την απέχθειά του προς αυτό το είδος θρησκευτικής τελετής.
Όσο κι αν οι περιγραφές για τα εγκαίνια της πόλης απέκτησαν σχεδόν μυθικές διαστάσεις και επενδύθηκαν με τελεολογικό χαρακτήρα, γεγονός είναι ότι ο τρόπος εορτασμού και οι συγκεκριμένες τελετουργίες δημιούργησαν ένα νέο πρότυπο. Φαίνεται ότι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ήταν πεπεισμένος για την ισχύ της προπαγάνδας που περνούσε στον κόσμο μέσα από τις υποβλητικές τελετουργίες. Αντίστοιχες τελετές με αυτές των εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης έγιναν και κατά τα εγκαίνια των εκκλησιών στους Άγιους Τόπους. Με αυτό τον τρόπο παγιώθηκε μια πρακτική που ήδη είχε αρχίσει από τα χρόνια του Διοκλητιανού και στόχευε στον τονισμό των στοιχείων εκείνων που έκαναν την αυτοκρατορική αυλή μοναδική, απομακρύνοντάς την παράλληλα από τον κόσμο της καθημερινότητας. Το πρότυπο αυτό ακολουθήθηκε από μεταγενέστερους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Ειδικά το ζήτημα της «προσκύνησης» του ιδρυτή της πόλης, όπως είδαμε, παρέμεινε σε ισχύ επί τουλάχιστον δύο αιώνες, ενώ η ίδια η πρακτική της προσκύνησης του αυτοκράτορα γενικότερα αποτέλεσε έκτοτε θεσμό.
Σε επίπεδο ιστορικής συνείδησης, από την άλλη μεριά, η τελετή των εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης προσέλαβε ένα ιδιάζον νόημα μέσα από τις μελέτες των ιστορικών. Για πολλούς σήμανε την έναρξη μιας νέας εποχής, την απομάκρυνση από το παλαιό κέντρο εξουσίας της αυτοκρατορίας, τη Ρώμη, και ίσως τη Δύση γενικότερα, και την ενδυνάμωση της «Νέας Ρώμης» και μαζί με αυτήν της Ανατολής. Φυσικά τέτοιος διαχωρισμός δεν έγινε πραγματικότητα παρά μόνο 65 χρόνια αργότερα, με την πολιτική διαθήκη του Θεοδοσίου Α΄· ακόμη και τότε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δε θεωρήθηκε ότι χωρίζεται σε δύο κράτη, απλώς ότι αποτελεί δύο επικράτειες. Αρκετοί ιστορικοί, όμως, αναζητώντας ορόσημα, θεώρησαν τη χρονολογία των εγκαινίων ως έναρξη της ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.15 Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα έκδηλη σήμερα και τείνει να αντικαταστήσει την προγενέστερη εκδοχή του 324, χρονολογία της έναρξης της βασιλείας του Κωνσταντίνου ως μόνου αυτοκράτορα.