(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
[…] Ονομάζομαι Μ. Δ.*. Ήταν Αύγουστος του 1977, όταν μια μέρα γυρίζοντας στο σπίτι μου αντίκρισα ένα φοβερό θέαμα, είδα την μητέρα μου στην αυλή του σπιτιού μου να καίγεται ολόκληρη. Είχε βάλει φωτιά στα ρούχα της. Είχε ψυχολογικά προβλήματα, ήταν ορφανή από μητέρα που είχε πεθάνει στην γέννα και μεγάλωσε με πολύ κακιά μητριά. Προσπάθησα να την σώσω σβήνοντας την φωτιά αλλά μάταια το κακό είχε γίνει.
Την πήγαμε στο νοσοκομείο που εφημέρευε το Κ.Α.Τ Κηφισιάς. Οι γιατροί, μας είπαν ότι είχε πάθει τρίτου βαθμού έγκαυμα και ήταν πολύ δύσκολο να την σώσουν, έκαναν ότι μπορούσαν με ορούς και φάρμακα. Δυστυχώς μάταια όλα αυτά, γιατί το απόγευμα ξεψύχησε.
Μετά από πέντε μέρες, πήγα στην εκκλησία της γειτονιάς μου για να της κάνω σαρανταλείτουργο να σώσω την ψυχή της, γιατί αυτό ήταν αυτοκτονία. Ρώτησα τον παπά πόσο θα μου στοίχιζε και μου είπε 100.000 χιλ. δρχ. Δεν μπορούσα να δώσω τόσα λεφτά, γιατί είχα δώσει για την κηδεία αρκετά λεφτά.
Τότε μου είπε μία φίλη μου, η Ο.Μ, «να πας στον Άγιο Παντελεήμονα στην Πεντέλη που είναι ένας πολύ καλός παππούλης ο π. Σίμων» [Γέροντας, π. Σίμων Αρβανίτης]. Την επομένη μέρα πήγα αμέσως και τον βρήκα. Μόλις του είπα τι είχε συμβεί, μου είπε:
– Παιδί μου η μητέρα σου ήταν εκτός εαυτού.
Και αμέσως σας φώναξε πατέρα Ζωσιμά να γράψετε σαρανταλείτουργο για την ψυχή της μητέρας για να σωθεί λέγοντάς σας:
– Αμέσως π. Ζωσιμά αύριο να αρχίσει το σαρανταλείτουργο.
Έτσι και έγινε.
Τον ρώτησα:
– Πατερούλη πόσο θα μου κοστίσει;
Και μου απάντησε:
– Τι λες παιδί μου, δεν θέλουμε λεφτά, την ψυχή της να σώσουμε θέλουμε.
Μου είπε ο π. Σίμων:
– Ότι σε δέκα έξι μέρες θα την ονειρευτείς και θα σου δείξει την ανακούφισή της. Τρεις φορές θα την δεις, έτσι και έγινε.
Την πρώτη νύχτα είδα μία κυρία και μου έφερε ένα χαρτί με πολλούς δρόμους.
Της είπα:
– Δεν καταλαβαίνω τι μου λες, εάν ήταν η μαμά μου, θα το έφτιαχνε.
Γυρίζω ξαφνικά πίσω και βλέπω την μητέρα μου.
Φορούσε ένα παλτό μπεζ και της λέω:
– Καλά που ήρθες να το φτιάξεις
Και μου λέει:
– Πάμε να φύγουμε και βγήκαμε έξω.
Την δεύτερη φορά βλέπω πως ήμουνα σε ένα βουνό και ανέβαινε η μητέρα μου και κρατούσε ένα πανέρι γεμάτο ψωμιά την ρώτησα:
– Πού τα πηγαίνεις αυτά;
Και μου απάντησε:
– Να φάνε, να φάνε.
Ήταν τα πρόσφορα του σαρανταλείτουργου.
Την τρίτη φορά την ξαναείδα ξαπλωμένη πάνω στο κρεββάτι με άσπρα σεντόνια και την ρώτησα:
– Τι είναι αυτά μαμά;
Σηκώθηκε από το κρεββάτι, φορούσε άσπρα ρούχα, μου έκανε μεγάλη εντύπωση και την ξαναρώτησα:
– Τι είναι αυτά που φοράς και είσαι τόσο χαρούμενη;
– Παιδί μου με τα φάρμακα, που μου έδωσες, έγινα καλά.
Τότε την πήρα αγκαλιά και την γύριζα γύρω-γύρω.
Αυτό οφείλεται στον Άγιο πατέρα Σίμωνα που έκανε το σαρανταλείτουργο και σώθηκε η ψυχή της.
* Ολόκληρα τα ονόματα είναι γραμμένα στο πιο κάτω βιβλίο.
Από το βιβλίο “Μοναχός Ζωσιμάς (1937-2010), Υποτακτικός του Ιερομονάχου Σίμωνος Αρβανίτη”, των εκδόσεων η Μελέτη, Αθήναι