Γιατί τα Κύθηρα ποτέ δε θα τα βρούμε; Τι σημαίνει ο στίχος;
Γρηγόρης Κεντητός
Υπάρχουν φράσεις που ξεπερνούν το τραγούδι στο οποίο ανήκουν. Δεν είναι πια στίχοι· είναι ρωγμές στην καθημερινότητα, από τις οποίες περνάει ένα αλλιώτικο φως. Ο στίχος «Τα Κύθηρα ποτέ δε θα τα βρούμε» είναι ακριβώς αυτό. Μια πρόταση τόσο απλή, και ταυτόχρονα τόσο πικρά καθολική, που σε ακολουθεί ακόμα κι όταν τελειώσει η μουσική.
Το τραγούδι γράφτηκε το 1958 για την ταινία Το Τελευταίο Ψέμα του Μιχάλη Κακογιάννη, με στίχους του Ηλία Λυμπερόπουλου και μουσική του Γιώργου Κατσαρού. Ερμηνεύτηκε από την Έλλη Λαμπέτη, με εκείνη τη φωνή που δεν τραγουδούσε· αφηγούταν. Κι έτσι η φράση αυτή βγήκε από την ταινία και μπήκε στην ελληνική ψυχή σαν ψίθυρος που δεν έσβησε ποτέ.
Όμως δεν μιλάει για το νησί. Τα Κύθηρα είναι σύμβολο. Είναι ο προορισμός που ονειρεύεσαι. Το μέρος που, αν φτάσεις, όλα θα αλλάξουν. Θα ηρεμήσεις. Θα βρεις τον εαυτό σου. Θα ζήσεις κάτι αληθινό. Είναι το όνειρο της επιστροφής κάπου που δεν πήγες ποτέ, αλλά μέσα σου νιώθεις πως υπάρχει.
Η εικόνα αυτή δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα. Έρχεται από τη Γαλλία του 18ου αιώνα, από τους ποιητές και τους ζωγράφους που έπλασαν τον μύθο του ταξιδιού στα Κύθηρα ως ρομαντική ουτοπία. Ο Βατό, ο Μπωντλέρ, ο Ρεμπώ. Όλοι μιλούσαν για τα Κύθηρα — όχι ως τόπο, αλλά ως κατάσταση ψυχής.
Ο Ηλίας Λυμπερόπουλος πήρε αυτό το σύμβολο και το πέρασε μέσα από το πικρό φίλτρο της πραγματικότητας. Όχι, δεν θα τα βρούμε. Όχι, δεν θα φτάσουμε ποτέ. Όχι γιατί είμαστε ανίκανοι, αλλά γιατί τα Κύθηρα είναι πάντα λίγο πιο μακριά απ’ όσο φτάνει η ζωή μας.
Το τραγούδι δεν μιλά για απόγνωση. Μιλά για τη μελαγχολία της επίγνωσης. Το να ξέρεις ότι όσο κι αν ψάχνεις, υπάρχει κάτι που πάντα θα ξεφεύγει. Κι όμως συνεχίζεις να ψάχνεις. Εκεί είναι η ποίηση. Όχι στο να φτάσεις, αλλά στο να πιστεύεις πως ίσως, κάπως, κάποτε… μπορεί και να φτάσεις.
Αυτός είναι ο στίχος. Και γι’ αυτό, τα Κύθηρα ποτέ δε θα τα βρούμε — και ίσως γι’ αυτό δεν τα ξεχνάμε ποτέ.