Ἕνα πρᾶγμα θέ νά σᾶς φανερώσω, χριστιανοί μου. Τό ἠξεύρω πώς θέ νά σᾶς καύσω τήν καρδίαν, φοβερόν εἶναι καί λυπηρόν, τρέμει ἡ καρδία μου νά τό εἰπῶ, μά τί νά κάμω ὁπού μέ λέγει ὁ Χριστός μας πώς, ἀνίσως καί δέν τό φανερώσω, μέ θανατώνει καί μέ βάνει εἰς τήν Κόλασιν.
Μᾶς φανερώνει ἡ θεία Γραφή, τό ἅγιον Εὐαγγέλιον πώς εἰς τόν ὄγδοον αἰῶνα θέ νά γένη τό τέλος τοῦ κόσμου καί μέλλει νά χαλάση ἐτοῦτος ὁ κόσμος καί θέ νά στείλη ὁ Θεός τόν προφήτην Ἠλίαν νά διδάξη τούς χριστιανούς νά φυλάγουν τήν πίστιν τους καί τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ καί ὕστερα μέλλει νά ἔλθη ὁ Ἀντίχριστος νά διδάξη τούς χριστιανούς νά ἀρνηθοῦν τήν πίστιν τους.
Ὁ Ἀντίχριστος, ἀδελφοί μου, εἶναι ἄνθρωπος ὁπού ἔχει κακήν γνώμην, κακήν προαίρεσιν καί κατοικάει μέσα ὁ Διάβολος εἰς τήν καρδίαν του καί λέγει πώς εἶναι Θεός καί ὁ Ἀντίχριστος θέ νά θανατώση τόν προφήτην Ἠλίαν.
Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἐξετάζοντας ἔμαθα καί ἐκατάλαβα πώς ὁ προφήτης Ἠλίας ἦλθε καί ὁ Ἀντίχριστος ἦλθε καί ἐθανάτωσε τόν προφήτην Ἠλίαν.
Ὁ προφήτης Ἠλίας, χριστιανοί μου, εἶναι ζωντανός τόσες χιλιάδες χρόνους καί ἠξεύρει ὁ Θεός πού τόν ἔχει φυλαγμένον ἕως τήν σήμερον. Ἀν ίσως καί θέλετε νά μάθετε ποῦ εὑρίσκεται, ἐδῶ κοντά εἶναι καί αὐτός: τά λόγια ὁπού σᾶς λέγω ἐκεινοῦ εἶναι.
Ὁ προφήτης Ἠλίας ὅταν ἔλθη νά διδάξη, δέν ἔχει νά φανερωθῆ εἰς τόν κόσμον, καθώς λέγει τό Ἅγιον Πνεῦμα «ἵνα μή ἐλθών πατάξη τήν γῆν ἄρδην», Ἤτοι, λέγει τό Πνεῦμα τό ἅγιον, διά νά μήν φοβίσω καί ταράξω τόν κόσμον, τήν γῆν, δέν θέλει τόν φανερώσω εἰς ἐσᾶς τούς χριστιανούς. Ἀμή τί ἔχει νά φανερωθῆ, παιδιά μου;
Ὁ ζῆλος του καί ἡ διδασκαλία του. Αὐτά τά δύο μέ ἀξίωσεν ὁ πανάγαθος Θεός ἐμένα διά τήν εὐσπλαγχνίαν του καί μοῦ τά ἐχάρισε καί μή καρτερεῖτε ἄλλον Ἠλίαν νά σᾶς διδάξη. Ἀμή τί καρτεροῦμεν;
Λυπηρόν εἶναι νά σᾶς τό εἰπῶ, σήμερον αὔριον καρτεροῦμεν δίψες, πεῖνες μεγάλες, ὁπού νά δίνωμε χιλιάδες φλωρία καί νά μή εὑρίσκωμε κομμάτι ψωμί καί νερό. Σήμερον αὔριον καρτεροῦμεν θανατικά, ἀσθένειες μεγάλες, ὁπού νά μή προφθάνουν οἱ ζωντανοί νά θάπτουν τούς ἀποθαμένους.
Σεισμός παγκόσμιος θέ νά γένη νά πέσουν ὅλα τά ὀσπίτια καί ὅλα τά βουνά, νά γένη ἕνας κάμπος ὅλος ὁ κόσμος, ἡ θάλασσα νά ἀσηκωθῆ ὑψηλά ἀπό τά ὑψηλότερα βουνά ὁπού νά εἶναι εἰς τόν κόσμον, δεκαπέντε πῆχες, τά ἄστρα νά πέσουν ἀπό τόν οὐρανόν, ὁ ἥλιος καί τό φεγγάρι νά σκοτεινιάσουν. Ὁ οὐρανός ὁπού φαίνεται, ἡ γῆ καί τά πάντα θέ νά καοῦν καί ὅλος ὁ κόσμος θέ νά ἀποθάνη.
Πότε θέ νά γένουν αὐτά; Ὁ Χριστός μοῦ λέγει ἐζύγωσαν τώρα κοντά, τώρα ὀγλήγορα, ἔγγιξε τό μαχαίρι εἰς τό κόκκαλον. Ἔξαφνα θέ νά γένουν, ἠμποροῦν νά γένουν καί ἀπόψε. Τάχα νά μήν εἶναι καί τώρα ἀρχές;
Δέν εἴδετε πῶς ἐχάθηκαν /τά γεννήματά σας; τά σπαρτά, ἐστρέφεψαν οἱ βρύσες, τά ποτάμια; Σήμερον μᾶς στερίζει τό ἕνα, αὔριον τό ἄλλο καί ἀπό ὀλίγον ὀλίγον μᾶς τά δίνει ὁ Θεός καί ἡμεῖς ὡς ἀναίσθητοι δέν τά στοχαζόμεσθεν.
Τοῦτο σᾶς λέγω πάλιν καί σᾶς παραγγέλλω: κἄν ὁ οὐρανός νά κατέβη κάτω κἄν ἡ γῆ νά ἀνέβη ἀπάνω κἄν ὅλος ὁ κόσμος νά χαλάση καθώς μέλλει νά χαλάση σήμερον αὔριον, νά μή σᾶς μέλη τί ἔχει νά κάμη ὁ Θεός.
Τό κορμί σας ἄς σᾶς τό καύσουν, ἄς σᾶς τό τηγανίσουν, τά πράγματά σας ἄς σᾶς τά πάρουν, μή σᾶς μέλη, δῶστε τα, δέν εἶναι ἐδικά σας. Ψυχή καί Χριστός σᾶς χρειάζεται.
Ἐτοῦτα τά δύο ὅλος ὁ κόσμος νά πέση, δέν ἠμπορεῖ νά σᾶς τά πάρη, ἔξω ἄν τύχη καί τά δώσετε μέ τό θέλημά σας. Αὐτά τά δύο νά τά φυλάγετε νά μήν τύχη καί τά χάσετε.
᾽Ιωάννου Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Διδαχές (καί Βιογραφία), ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθήνα 1979, σσ. 238-240.