Πῶς, λοιπόν, ἀφοῦ ἁπαλλαγοῦμεν ἀπὸ τὸν καταστρεπτικὸν ὄγκον τῆς ὑπερηφανείας, θὰ φθάσωμεν εἰς τὴν σωτήριον ταπεινοφροσύνη;
Ἐὰν ἀσκούμεθα εἰς αὐτὴν μὲ ὅλα τὰ μέσα καὶ δὲν παραμελοῦμεν τίποτε μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι παρὰ ταῦτα δὲν θὰ βλαβοῦμεν.
Διότι ἡ ψυχὴ ὁμοιώνεται πρὸς αὐτὰ ποὺ σπουδάζει καὶ λαμβάνει τὸν τύπον αὐτῶν ποὺ πράττει καὶ συμμορφώνεται πρὸς αὐτά.
Ἂς εἶναι εἰς σὲ καὶ ἡ ἐμφάνισις καὶ τὸ ἔνδυμα καὶ τὸ περπάτημα καὶ τὸ κάθισμα καὶ ἡ δίαιτα καὶ ἡ ἑτοιμασία τοῦ κρεβατιοῦ καὶ τὸ σπίτι καὶ τὰ οἰκιακὰ σκεύη ὅλα ἐξησκημένα πρὸς τὴν ταπείνωσιν.
Ἀκόμη καὶ ὁ λόγος καὶ τὸ ἄσμα καὶ ἡ συναστροφὴ μὲ τὸν πλησίον καὶ… αὐτὰ νὰ ἀποβλέπουν πρὸς τὴν ταπεινοφροσύνην μᾶλλον, παρὰ πρὸς τὴν ὑπερηφάνειαν.
Νὰ μή, παρακαλῶ, κάμνης λόγους σοφιστικούς, μήτε νὰ ψάλλης μὲ ὑπερβολικὰ γλυκείαν φωνήν, μήτε νὰ διαλέγεσαι ὑπερήφανα καὶ ἀλαζονικά, ἀλλὰ εἰς ὅλα νὰ περικόπτης ἀπὸ τὸ μέγεθος.
Νὰ εἶσαι καλὸς πρὸς τὸν φίλον, μαλακὸς εἰς τὸν ὑπηρέτην, ἀνεξίκακος πρὸς τοὺς θρασεῖς, φιλάνθρωπος πρὸς τοὺς πτωχούς.
Νὰ παρηγορῆς τοὺς πάσχοντας, νὰ ἐπισκέπτεσαι αὐτοὺς ποὺ εὑρίσκονται εἰς θλίψιν· νὰ μὴ περιφρονῆς κανένα ποτέ.
Νὰ εἶσαι γλυκὺς εἰς τᾶς συνομιλίας, φαιδρὸς εἰς τᾶς ἀπαντήσεις, πρόθυμος, εὐκοπλησίαστος εἰς ὅλους.
Νὰ μὴν κάμνης ἐγκώμια τοῦ ἑαυτοῦ σου, οὔτε νὰ παρακινῆς ἄλλους νὰ λέγουν· νὰ μὴ δέχεσαι ἀπρεπὴ λόγια καὶ νὰ σκεπάζης ὅσα εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὰ προτερήματά σου.
Νὰ κατηγορῆς τὸν ἑαυτόν σου διὰ τὰ ἁμαρτήματα καὶ νὰ μὴ περιμένεις τοὺς ἐλέγχους τῶν ἄλλων, διὰ νὰ γίνης ὅμοιος πρὸς τὸν δίκαιον ὁ ὁποῖος πρῶτος αὐτὸς κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του, διὰ νὰ ὁμοιάσης τὸν Ἰώβ, ὁ ὁποῖος δὲν ἀπέφυγε τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως, προκειμένου νὰ ἐξομολογηθῆ εἰς αὐτοὺς τὸ ἁμάρτημά του.
Νὰ μὴν εἶσαι αὐστηρὸς εἰς τᾶς ἐπιτιμήσεις καὶ νὰ ἐλέγχης γρήγορα καὶ μὲ ἐμπάθειαν (διότι αὐτὸ εἶναι αὐθάδεια)· μήτε νὰ καταδικάζης τὸν ἄλλο διὰ μικρὰ σφάλματα, ὡσὰν ὁ ἴδιος νὰ εἶσαι ἀκριβοδίκαιος.
Νὰ περιμαζεύης αὐτοὺς ποὺ πέφτουν εἰς παραπτώματα καὶ νὰ τοὺς διορθώνης πνευματικά, ὅπως συμβουλεύη καὶ ὁ ἀπόστολος, λέγων· «νὰ προσέχης τὸν ἑαυτόν σου μήπως καὶ σὺ πέσης εἰς πειρασμόν».
Καὶ ὅταν φροντίζης τόσον διὰ νὰ μὴν δοξάζεσαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅσον ἄλλοι φροντίζουν διὰ νὰ δοξάζωνται, νὰ ἐνθυμῆσαι βέβαια τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι ἡ ἀκούσιος δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἡ διάπραξις τοῦ καλοῦ διὰ νὰ φανῆ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ζημιώνουν τὸν μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι αὐτοί, λέγει, «ἔχουν πάρει τὸν μισθό τους».
Νὰ μὴ ζημιώνης λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου μὲ τὸ νὰ θέλης νὰ φαίνεσαι εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι μέγας θεατής, νὰ φιλοδοξήσης νὰ φαίνεσαι εἰς τὸν Θεόν. Διότι αὐτὸς ἀποδίδει λαμπρὸν μισθόν.
Ἔχεις καταξιωθῆ μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς προεδρίας καὶ σὲ περιβάλλουν πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ σὲ δοξάζουν; Νὰ ἐξισωθῆς μὲ τοὺς ὑπηκόους· «νὰ μὴ κυριαρχῆτε, λέγει, ἐπάνω εἰς αὐτοὺς πού σᾶς ἔλαχε νὰ ποιμαίνετε» οὔτε νὰ ἐξουσιάζετε, ὅπως οἱ κοσμικοὶ ἄρχοντες.
Διότι ὁ Κύριος διέταξε· «αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, πρέπει νὰ εἶναι δοῦλος ὅλων».
Καὶ διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν γενικά, ἔτσι νὰ ἐπιδιώκης τὴν ταπεινοφροσύνην, ὡσὰν νὰ τὴν ἔχης ἐρωτευθῆ. «Νὰ τὴν ἀγαπήσης καὶ αὐτὴ θὰ σὲ δοξάση».
Ἔτσι θὰ βαδίσης σωστὰ πρὸς τὴν ἀληθινὴν δόξαν, τὴν ἀγγελικήν, τὴν θείαν.
Ὁ Θεὸς θὰ σὲ ὁμολογήση ὡς πραγματικὸν μαθητὴν του ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀγγέλους καὶ θὰ σὲ δοξάση, ἐὰν μιμηθῆς εἰς τὴν ταπεινοφροσύνη αὐτόν, ποὺ λέγει· «μάθετε ἀπὸ ἐμὲ ὅτι εἶμαι πράος καὶ ταπεινὸς κατὰ τὴν καρδίαν καὶ θὰ εὔρητε ἀνάπαυσιν εἰς τᾶς ψυχᾶς σας».
Εἰς αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα καὶ δύναμις εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων.