Η Αγία Φωτεινή. Ο ωραιότερος κι ο πιο εντυπωσιακός ναός της Σμύρνης
Η Αγία Φωτεινή ήταν η Μητρόπολη, αλλά και ο ωραιότερος κι ο πιο εντυπωσιακός ναός της Σμύρνης. Ξεχώριζε για το πανύψηλο καμπαναριό, τις φανταχτερές του καμπάνες, τις μεγαλοπρεπείς τοιχογραφίες και το χρυσό σταυρό, που έλαμπε στον ήλιο. Οι Σμυρναίοι ευλαβούνταν πολύ την Αγία Φωτεινή και γι’ αυτό το όνομα Φωτεινή ήταν συχνό στις Σμυρνιές και εν γένει στις Μικρασιάτισσες. Μάλιστα, ήταν από τα δημοφιλέστερα.
Ο μεγάλος Μητροπολιτικός ναός της Αγίας Φωτεινής με το μεγαλοπρεπές και εξαίρετης τέχνης μαρμάρινο κωδωνοστάσιο, κτίσθηκε τον 17ο αιώνα, καταστράφηκε από σεισμό το 1688, ανοικοδομήθηκε το 1690 και επανοικοδομήθηκε το 1692 ύστερα από πυρκαγιά που σημειώθηκε.
Αποτελούσε τον ναό όπου τελούνταν στη μικρή περίοδο της απελευθέρωσης (1919-1922) όλες οι επίσημες λειτουργίες και εθνικές τελετές. Τόσο ο ναός όσο και το κωδωνοστάσιο ανατινάχτηκαν με δυναμίτιδα από τους Τούρκους μετά την καταστροφή.
Το καμπαναριό
Το αρχιτεκτόνημα, είχε πάντοτε χαμηλό ύψος, ώστε να μην προκαλεί τους Τούρκους μέχρι το 1856, όπου τότε αποφασίζεται να ανεγερθεί ένα καμπαναριό το οποίο έμελλε να γίνει ένα ιστορικό κειμήλιο όλου του Ορθοδόξου κόσμου. Ο Σμυρνιός αρχιτέκτονας Ξενοφώντας Λάτρης δημιουργεί ένα περίτεχνο καμπαναριό ύψους 30 μέτρων, πραγματικά ορόσημο και σύμβολο της πόλης. Ηταν χτισμένο σε πολλαπλά επίπεδα, με το χαμηλότερο από αυτά ισόγειο. Ανάμεσα απ’ την καμάρα του περνούσε ο κεντρικός ο δρόμος.
Η κύρια καμπάνα του ζύγιζε πάνω από τέσσερις τόνους και ήταν δώρο του πρίγκιπα Νικολάου και της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας. Ένα ηλιακό ρολόι στο επάνω μέρος του, από τη Βαυαρία έφερε την επιγραφή «Ηλίου άτερ σιγώ» δηλαδή «Απουσίας ήλιου, σιωπώ» και ολόκληρο στην κορυφή κατέληγε σε έναν ολόχρυσο σταυρό.
Το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής δέσποζε επάνω από την πόλη, από οποιοδήποτε σημείο της ήτανε άμεσα ορατό, ενώ τα πλοία που ερχότανε να πιάσουνε λιμάνι, το έβαζαν για σημάδι.
Στα 1922 η Σμύρνη καίγεται. Το στολίδι της Αγίας Φωτεινής, του Κάτω Μαχαλά, ακολουθεί την μοίρα των Ελλήνων και ανατινάζεται από τον όχλο.
«Το καμπαναριό της αγίας Φωτεινής! Πάνω από τα ερείπια της Σμύρνης. Πάνω από την αγριάδα και τη φρίκη. Πάνω από τους καπνούς και τις φλόγες. Πάνω από το σπαραγμό και την εξόντωση. Πάνω από τους χειμάρρους του αίματος. Σαν άγρυπνο μάτι του Θεού. Παρατηρητήριο της Φυλής. […] Ακίνητα τα σχοινιά του. Βουβές οι καμπάνες! Δεν μένει χέρι να τις χτυπήσει. Δεν μένει εκκλησιά να λειτουργηθεί! Και φέρνουν χαλαστάδες και φέρνουν γκρεμιστάδες και φέρνουν δυναμίτη. Οι Τούρκοι γκρεμίζουν το καμπαναριό, που τους βαραίνει τα στήθια σαν βουνό … […]».
Στη Νέα Σμύρνη
Οι Σμυρνιοί πρόσφυγες, που έφεραν κάτι από την αύρα και το λεπτό εκείνο άρωμα της αλησμόνητης πατρίδας, όπου και αν εγκαταστάθηκαν ευθύς έχτισαν εκκλησίες της Αγίας Φωτεινής.
Στο εσωτερικό του, υπάρχουν αυθεντικά κειμήλια. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ο επισκοπικός θρόνος και ο άμβωνας προέρχονται από τον Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σμύρνη, ο οποίος χτισμένος σε ένα κάπως δύσβατο ύψωμα. Για άγνωστους λόγους, σχεδόν από θαύμα, κατάφερε να γλυτώσει από τον εμπρησμό και από τη σύληση εκείνων των μαύρων ημερών.
Ο Άγιος Ιωάννης βρισκόταν στη συνοικία Ικίτσεσμελικ, στον Πάνω Μαχαλά πίσω από το Διοικητήριο (Κονάκ). Σύμφωνα με το Ίδρυμα Levantine Heritage, στη θέση της ελληνικής εκκλησίας ανεγέρθηκε και λειτουργεί το Δημοτικό Σχολείο İsmet Paşa. Από το ελληνικό σχολείο που λειτουργούσε μαζί με το ναό διασώζεται το οίκημα των δασκάλων με τη διπλή μετόπη, ενώ έχουν παραμείνει η αναθηματική πλάκα του κωδωνοστασίου και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου χτίστηκε το 1700, επεκτάθηκε το 1773 και ανοικοδομήθηκε το 1804. Τότε περίπου φιλοτεχνήθηκαν και τα περίφημα ξυλόγλυπτα κειμήλια, δωρεά των αδερφών Μουρούζη. Ο ναός διασώθηκε από την πυρκαγιά του 1922 χάρη στη γειτνίασή του με τον τουρκικό μαχαλά.Το κτηριακό συγκρότημα με το σχολείο, μέρος της εκκλησίας και το καμπαναριό σώζονται σε ταχυδρομικό δελτάριο της 1ης Αυγούστου του 1859.
Το 1938 ο αρχιμανδρίτης πατήρ Γραπέτης έγινε εφημέριος της εκκλησίας του ελληνικού προξενείου Σμύρνης. Σε περιήγησή του στον εγκαταλελειμμένο ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, ο Γραπέτης ανακάλυψε με συγκίνηση ότι το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ο άμβωνας και ο επισκοπικός θρόνος είχαν διασωθεί από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1922. Τα ιερά κειμήλια, αν και καλυμμένα με παχύ στρώμα σκόνης, είχαν παραμείνει στη θέση τους σχεδόν άθικτα.
Ο πρόεδρος Αθανάσιος Καρύλλος ζήτησε από τον Κ. Κοτζιά, υπουργό Διοικήσεως Πρωτευούσης, να μεσολαβήσει, ώστε η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά να διεκδικήσει αυτά τα τόσο σημαντικά αντικείμενα.
Είκοσι οκτώ κιβώτια
Όμως ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Ρουστού Αράς, όταν τον Φεβρουάριο του 1939 επισκέφτηκε την Αθήνα, απέφυγε να δώσει απάντηση. Την ίδια στάση τήρησε και ο πρόεδρος της Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ. Παρ’ όλα αυτά και μεσούντος του πολέμου, ο πατήρ Γραπέτης κατάφερε να αποσπάσει την άδεια του βαλή της Σμύρνης για την απομάκρυνση των κειμηλίων. Τα περίτεχνα ξυλόγλυπτα αποσπάστηκαν και συσκευάστηκαν επιμελώς σε 28 κιβώτια, προκειμένου να μεταφερθούν στη νέα πατρίδα. Αυτό έγινε μόλις έξι ημέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς.
Όταν τα κειμήλια έφτασαν στον Πειραιά, τα παρέλαβε το Βυζαντινό Μουσείο και στη συνέχεια το Ταμείο Κοινοτικών και Ανταλλάξιμων Περιουσιών. Τα διεκδίκησαν η Νέα Σμύρνη και η Νέα Φιλαδέλφεια. Τελικά η Επιτροπή του Ταμείου Κοινοτικών και Ανταλλάξιμων Περιουσιών αποφάνθηκε υπέρ της Νέας Σμύρνης, με την υποχρέωση ο Δήμος να καταβάλει το ποσό των 400.000 δραχμών για τα έξοδα μεταφοράς των κιβωτίων από την Τουρκία.
Επιπλέον, η Επιτροπή εξέφρασε την ευχή να παραχωρηθεί στον ναό της Αγίας Παρασκευής Νέας Σμύρνης το μαρμάρινο τέμπλο, δωρεά του Νικόλαου Βερνίκου, το οποίο ήταν έτοιμο να τοποθετηθεί στην Αγία Φωτεινή.
Τα έξοδα της μεταφοράς και τοποθέτησης του τέμπλου στην Αγία Φωτεινή ανέλαβε ένας σημαντικός Μικρασιάτης, ο Ηλίας Κοκκώνης. Η αρχική τοποθέτηση δεν κρίθηκε επιτυχής από τον αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο, διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, και τον καθηγητή
Βυζαντινολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Τζανή Παπαδόπουλο. Την ίδια άποψη εξέφρασε και ο Αντώνιος Μπενάκης. Και οι τρεις άνδρες αποφάνθηκαν ότι τα κειμήλια ταίριαζαν απόλυτα στον ναό.
Εν τέλει η Ανώτατη Τεχνοκρατική Επιτροπή για την αναστήλωση των κειμηλίων καθόρισε τον τρόπο τοποθέτησης των ξυλόγλυπτων. Παράλληλα, η Ομοσπονδία Μικρασιατικών και Θρακικών Οργανώσεων Αμερικής, ύστερα από έρανο, πρόσφερε το τεράστιο για την εποχή ποσό των 10.000 δολαρίων για τα έξοδα των εργασιών τοποθέτησης. Η Ανώτατη Τεχνοκρατική Επιτροπή, αποτελούμενη από τον Αναστάσιο Ορλάνδο, τους αρχιτέκτονες μηχανικούς Κ. Κιτσίκη και Βασ. Κασσάνδρα, τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Π. Μιχελή, τον διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων Φυτράκη και τον καθηγητή Δημήτρη Πικιώνη, ανέθεσε στον ειδικό μηχανικό και ξυλογλύπτη Θ. Νομικό τη συναρμολόγηση και την τοποθέτηση του τέμπλου, του άμβωνα και του επισκοπικού θρόνου