Η ΑΓΙΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ Η ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ —

«Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το άγιον,… όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας». «Χαίρετε Πατέρων ο μελισσών, οι τα εαυτών σώματα κατατήξαντες… τον νουν θείω έρωτι επτερώσατε…». Από την Υμνογραφίαν.

Η Αγία Πεντηκοστή είναι και αυτή «εορτή εορτών και πανήγυρις πανηγύρεων». Καθότι το Πνεύμα το άγιον, επιδημήσαν τοις αγραμμάτοις μαθηταίς, εθεμελίωσε και συνεκρότησε την παγκόσμιον χριστιανικήν Εκκλησίαν πεντήκοντα ημέρας μετά την ένδοξον του Κυρίου Ανάστασιν. Είναι, επομένως, η γενέθλιος ημέρα της αγίας Εκκλησίας μας και η «Μητρόπολις των εορτών», ως καλεί αυτήν ο θείος Χρυσόστομος. Διότι «σήμερον αι δια του πυρός πηγαί της Χάριτος εξέβλυσαν και φλοξ διατρέχουσα, τας αύρας αφίησι του Πνεύματος». Κατά τον Υμνογράφον άγιον Κοσμάν τον Αγιοπολίτην, η Πεντηκοστή είναι «η μεθέορτος και τελευταία εορτή… επαγγελίας συμπλήρωσις και προθεσμίας…», κλείουσα τρόπον τινά τον κύκλον των διαφόρων φάσεων και γεγονότων της θείας του Χριστού επί γης παρουσίας.

«Εν ταύτη (γαρ) το πυρ του Παρακλήτου ευθύς, κατέβη επί γης ώσπερ εν είδει γλωσσών…», όπερ Πνεύμα «πάντα χορηγεί, βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους εδίδαξε σοφίαν, αλιείς θεολόγους ανέδειξε και όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας». Εις το β΄ κεφάλαιον των Πράξεων των Αποστόλων, ο ευαγγελιστής Λουκάς, αφηγείται την κάθοδον του Παναγίου Πνεύματος, του μεγαλυτέρου γεγονότος εν τη ιστορία του κόσμου, με μίαν ασύγκριτον λιτότητα, ήτις διακρίνει τον κάλαμόν του τον θεοκίνητον: «Και εν τω συμπληρούσθαι την ημέραν της Πεντηκοστής ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν επί τω αυτό. Και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον ου ήσαν καθήμενοι. Και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών. Και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι…». Είναι γνωστόν, ότι την εορτήν της Πεντηκοστής παρελάβομεν από των εβραϊκών Βιβλίων. Και όπως εκείνοι, τιμώντες τον έβδομον αριθμόν, και μετά το Πάσχα διελθόντες τας πεντήκοντα ημέρας έλαβον τον Μωσαϊκόν Νόμον, ούτω και ημείς μετά το άγιον Πάσχα, πεντήκοντα ημέρας εορτάζοντες, λαμβάνομεν το άγιον Πνεύμα, κατά την επαγγελίαν της «θείας και φίλης και γλυκυτάτης φωνής» του Κυρίου Ιησού. Η Εκκλησία εθεμελιώθη επί της ενδόξου Αναστάσεως του Χριστού και επί της αγίας Πεντηκοστής, δια του κηρύγματος των αγίων Αποστόλων εν όλω τω τότε γνωστώ κόσμω. Πάντες οι άγιοι Πατέρες αφιέρωσαν ύμνους και εγκώμια εις την ημέραν του αγίου Πνεύματος και λόγοι εγράφησαν και υπό καλάμων της θύραθεν σοφίας, δια το υπερφυές γεγονός της Πεντηκοστής, καθ’ ην αρχίζει να διαφαίνεται η αρτιπαγής και νεοσύστατος αγιωτάτη Εκκλησία μας. Ό,τι μέγα νόημα, συντελούν εις έξαρσιν και αίνον της αποκαλυπτικής αυτής ημέρας, καθ’ ην γεννάται η Εκκλησία, εξαντλούν από την θεοφόρον καρδίαν και τον πνευματοκίνητον νουν των οι ιεροί ασματογράφοι άγιος Κοσμάς και Ιωάννης Αρκλάς. Τελούντες εν ιερά μέθη από τας ενεργείας της παρουσίας του αγίου Πνεύματος, που μεν αποδίδουν το βάθος του υπερφυεστάτου μυστηρίου δια στίχων ηρωελεγείων, που δε γεραίρουν το «ακτιστοσυμπλαστουργοσύνθρονον» Πνεύμα δια στροφών ειρμολογικών. Ω, το πανάγιον Πνεύμα, το κτίζον καρδίας καθαράς! Οποία νοήματα χορηγεί εις τους «λάμποντας αστράπτοντας, ηλλοιωμένους», τους πάσχοντας «οθνείαν αλλοίωσιν ευπρεπεστάτην» ιερολογούντας αγίους υμνογράφους. Με πόσην ανέκφραστον αρμονίαν δονεί την παναρμόνιον λύραν του θεολήπτου Κοσμά. Με ποίαν υπερούσιον και χερουβικήν τέχνην η του «Παρακλήτου φωσφόρος χάρις» μελωδεί, δια του Αρκλά τα «ξένα ρήματα, ξένα δόγματα, ξένα διδάγματα της αγίας Τριάδος». Και αι διθυραμβικαί φράσεις των ηρωελεγείων και ιάμβων, και αι αιθέριαι και υψηλόηχοι λέξεις, και τα σχήματα τα αρτιώτατα, και τα νοήματα, που αναβλύζουν ως από διαυγεστάτας εδεμικάς πηγάς, από τα συμπεπυκνωμένα τροπάρια των ειρμολογικών Κανόνων! Πως ανυψώνουν, θερμαίνουν, ηδύνουν την ψυχήν, μεταρσιώνουν τον νουν, κινούν εις θείον έρωτα, εμβάλλουν εις εξαγνιστικόν φόβον του Θεού, γεννούν υπερκοσμίους θεωρίας, καθιστούν την καρδίαν ωραίαν, συμπαθητικήν, αγαπώσαν. Πάντα ενεργεί το πανάγιον Πνεύμα, το χορηγούν «πνεύμα σοφίας και συνέσεως» εις τους Πατέρας της Εκκλησίας, το «συγκροτούν όλον τον θεσμόν της Εκκλησίας». Αυτό το ίδιον Πνεύμα, το οποίον ελάβομεν δια του αγίου Βαπτίσματος, και το οποίον «κράζει εν ταις καρδίαις ημών, αββά ο Πατήρ», αυτό, δι’ ου «στενάζομεν στεναγμοίς αλαλήτοις». Το «αλλόμενον ύδωρ εις ζωήν αιώνιον». Το δι’ ου «λέγομεν Κύριον Ιησούν», και άνευ του οποίου ουδεμία ελπίς αιωνίου ζωής υπάρχει. Δια της πλουσιωτάτης εις σημασίαν υμνολογίας της αγίας Πεντηκοστής, εκτός των άλλων περί Εκκλησίας πηγών, σχηματίζομεν σαφεστάτην αντίληψιν περί της θέσεως του παναγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία, περί του τρόπου ενεργείας δια των αγίων Πατέρων, πως κατευθύνει εις «πάσαν την αλήθειαν» δια των Ι. Συνόδων, δια των οποίων αποκτώμεν ασφαλέστατα κριτήρια περί της εν τη Εκκλησία αληθείας.

Ως Χριστιανοί, ως «τέκνα φωτός», τα οποία, ως εις «οστράκινα σκεύη», κρύπτομεν τον θησαυρόν της Χάριτος, πόσην ανελάβομεν ευθύνην, αφ’ ης στιγμής εκλήθημεν να γίνωμεν πολίται των ουρανών, «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού»! Κάθε στιγμή του βίου ημών έκτοτε, έχει την αναφοράν και το βάρος προς την αιωνίαν ημών μοίραν, ή προς το ανέσπερον φως ή προς το ατελεύτητον σκότος. Η μεγαλυτέρα απόδειξις του αιωνίου χαρακτήρος των αμοιβών ή των κολάσεων, είναι αυτός ούτος ο πλουτισμός της ανθρωπίνης φύσεως, δια της Χάριτος του Θεού εν Χριστώ Ιησού. Η Πεντηκοστή, καθ’ ην εβαπτίσθημεν «εν πνεύματι αγίω και πυρί», δεν αποτελεί μόνον την απαρχήν της σωτηρίας ημών, αλλά και γεγονός υποχρεούν όπως διαφυλάξωμεν την δωρεάν του παναγίου Πνεύματος, «περιπατούντες εν καινότητι ζωής». Δια τούτο οφείλομεν να επικαλούμεθα εν τοις πνευματικοίς πολέμοις την συμμαχίαν του Παρακλήτου, δια του Ιδιομέλου εκείνου: «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας…», το οποίον από δώδεκα και επέκεινα αιώνων, έμεινεν εν τοις ιερείς Ναοίς μας, ως εναρκτήριος προσευχή των ικετηριών των θείων Συνάξεων προς το «πανσθενουργόφωτον άφθιτον σέλας», προς τον Παράκλητον, ως υπερκόσμιον προανάκρουσμα εις τας νοεράς επικοινωνίας μας μετά του Θεού της Αγάπης. Η ψυχή μας έχει τόσην ανάγκην του αγίου Πνεύματος, όσην ανάγκην έχει το σώμα μας από τον άρτον. Η ζωή της ψυχής είναι η ενέργειά του. χωρίς το Πνεύμα αποθνήσκομεν πνευματικώς. «Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται, τη τριαδική Μονάδι ιεροκρυφίως», ψάλλει η αγία Εκκλησία μας. Όταν αναλογισθώμεν την ατίμητον αξίαν του αγίου Πνεύματος, το οποίον λαμβάνομεν εν τω Βαπτίσματι, θα πρέπη να κλαίωμεν από χαράν και φόβον όλην μας την ζωήν. Δια τούτο έκλαιον αδιαλείπτως οι άγιοι Πατέρες. Έχαιρον δια την χάριν του Θεού και έκλαιον μη εκπέσουν της θείας κλήσεώς των. Εντεύθεν ο κλαυθμός των θεοφιλών ψυχών. Εντεύθεν αποδεικνύεται ότι, την ημέραν, καθ’ ην δεν κλαίομεν δια τας αμαρτίας μας ή εκ μετανοίας προς ανάκλησιν της φυγαδευομένης χάριτος εκ των πονηρών ημών έργων, ή εξ’ αγάπης προς ένα Θεόν δι’ ημάς παθόντα, την ημέρα εκείνην η ψυχή μας είναι νεκρά. Είναι φοβερόν το πράγμα, αλλ’ αληθές. Τι άλλο σημαίνει ο λόγος του Κυρίου, «άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς;». Ας προσευχώμεθα αδιαλείπτως. Η προσευχή είναι η ψυχή της ψυχής μας, είναι η παρουσία του αγίου Πνεύματος, ως βεβαιοί ο θείος Παύλος: «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ειμή εν Πνεύματι αγίω». Και μη λησμονώμεν το θεόπνευστον εκείνο, κατά το οποίον «το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών· το γαρ τι προσευξόμεθα καθό δει, ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις». Η πλέον αρμόζουσα προσευχή μας προς τον Παράκλητον είναι ο «Οίκος» της Πεντηκοστής, τον οποίον πολλάκις επιβάλλεται να επαναλαμβάνωμεν καθ’ ημέραν. «Ταχείαν και σταθεράν δίδου παραμυθίαν τοις δούλοις σου Ιησού, εν τω ακηδιάσαι τα πνεύματα ημών· μη χωρίζου των ψυχών ημών εν θλίψει, μη μακρύνου των φρενών ημών εν περιστάσεσιν, αλλά αεί ημάς πρόφθασον. Έγγισον ημίν, έγγισον ο πανταχού· ώσπερ και τοις Αποστόλοις σου πάντοτε συνής, ούτω και τοις σε ποθούσιν ένωσον σαυτόν οικτίρμον, ίνα συνημμένοι σοι, υμνώμεν και δοξολογώμεν το πανάγιόν σου Πνεύμα». Με την εορτήν της αγίας Πεντηκοστής είναι συνδεδεμένη και η μνήμη των αγίων Πατέρων και των αγίων Πάντων. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν δύναται να νοηθή χωρίς τους αγίους Πατέρας. Μετά τον αποκεκαλυμμένον λόγον του ιερού Ευαγγελίου, έχομεν τους Πατέρας, τα «φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας», τα οποία αποτελούν το έτερον σκέλος, όπερ συνιστά την Ορθόδοξον του Χριστού Εκκλησίαν. Το ιερόν Ευαγγέλιον, ως λόγος υπέρ νουν και έννοιαν, ως λόγος Θεού, υπερβαίνει την ανθρωπίνην διανοητικότητα, τας νοητικάς του ανθρώπου δυνάμεις, και μόλις—παρομαρτούντος κινδύνου πλανήσεως από της αληθείας—δυνάμεθα να πλησιάσωμεν προς την ευαγγελικήν αλήθειαν, δια των οργάνων εκείνων, τα οποία ονομάζομεν ηθικήν συνείδησιν, ηθικόν νόμον, πνευματικήν υπόστασιν. Ο λόγος του Θεού, ως δυσέφικτον ύφος πνευματικόν, ως βάθος αγιότητος δυσθεώρητον, ως μήκος αμηχάνου ηθικού κάλλους, και ως πλάτος αχανές και άπειρον υπερκοσμίων μυστηρίων, είναι φύσει και θέσει αδύνατον να γίνη εις ημάς προσιτός, άνευ ειδικών χαρισμάτων υπό του παναγίου Πνεύματος χορηγουμένων, άτινα εδόθησαν τοις διδασκάλοις και Πατράσι της Εκκλησίας, προς οικοδομήν του πληρώματος αυτής. Οι άγιοι Πατέρες, από της απόψεως αυτής, είναι τα μόνα κατάλληλα όργανα προσεγγίσεως του κεκρυμμένου εις το γράμμα του ευαγγελίου πνεύματος του Θεού. Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι αδύνατον να κρατηθή εις το ύψος της θείας αυτής περιωπής, άνευ της των αγίων Πατέρων ολοκληρούσης παρουσίας, ή με μειωμένον προς αυτούς και την αυθεντίαν των σεβασμόν. Εκκλησία, η οποία απεξενώθη από την συζυγίαν των αγίων Πατέρων, υπέστη τον καταθρυμματισμόν αυτής εις αναριθμήτους κατατετμημένας χριστιανικάς Ομολογίας. Ωσαύτως, Εκκλησία, αποτολμήσασα να υποκαταστήση τους αγίους Πατέρας δια πτωχοτάτων ανθρωπίνων συλλογισμών, κατωλίσθησεν εις αφεύκτους αιρετικάς περιπετείας, με αντιφάσεις και απαραδέκτους υπερβολάς. Και η μεν πρώτη περίπτωσις, πιστούται δια του ποικίλου Προτεσταντισμού. Η δε Δευτέρα, κείται ημίν εις εκφραστικώτατον παραδειγματισμόν, δια του Ρωμαιοκαθολικισμού, καθ’ ον εις άνθρωπος διεκδικεί υπέρ εαυτού εις το διηνεκές το Αλάνθαστον, κατευθύνων δια της αρχής αυτής, κατά κληρονομικόν δίκαιον μεταβιβαζομένης και εις τους διαδόχους αυτού, ολόκληρον Εκκλησίαν εκατομμυρίων πιστών!

Αν η Ορθόδοξος Εκκλησία ίσταται μέχρι σήμερον εν τη αδιαβλήτω πίστει, από δογματικής απόψεως, τούτο οφείλεται εις την αναγνώρισιν του αναντικαταστάτου κύρους των Πατέρων της Εκκλησίας. Πατέρες λέγοντες, Ορθοδοξίαν νοούμεν. Ορθοδοξίαν ομολογούντες, Πατέρας διακηρύττομεν. Χάρις εις αυτούς, χάρις εις τας πνευματικάς ακτίνας των «πολυφώτων τούτων αστέρων του νοητού στερεώματος», εμάθομεν την αμώμητον και αδαμαντίνην Ορθοδοξίαν, εις ην, χάριτι Θεού, στήκομεν εδραίοι και αμετακίνητοι. Οι Πατέρες είναι οργανικώς εν τη Εκκλησία οι Ποιμένες και Διδάσκαλοι, ους έθετο το Πνεύμα το άγιον. Αναστήματα μεγάλα ηθικής και πνευματικής ζωής, τέλειοι τύποι εν Χριστώ, ψυχαί καθαρθείσαι δια προσευχών, νηστειών και αγρυπνιών. Καρδίαι αγιασθείσαι δια της αγάπης του Θεού και του πλησίον. Πνεύματα έξοχα, πλατυνθέντα και φωτισθέντα δια Πνεύματος αγίου. Ο Χριστιανισμός, ως αποκεκαλυμμένη αλήθεια, είχεν ανάγκην ερμηνείας απλανούς, δια κύρους εν αγίω Πνεύματι πιστουμένου. Το έργον τούτο ανετέθη εις τους Πατέρας. Οι Πατέρες, εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, αποτελούν την συμπλήρωσιν της αγίας Γραφής. Χωρίς αυτούς, τα χριστιανικά δόγματα και αι ύψισται αλήθειαι του Ευαγγελίου της ειρήνης, θα ήσαν άγνωστα πράγματα, «κήπος κεκλεισμένος και πηγή εσφραγισμένη». Εις το σκότος της αγνοίας θα εφερόμεθα και υπό των ακανθών των αμφιβολιών θα εκεντούμεθα. Χάρις εις τους Πατέρας, κατ’ ιδίαν εκλαμβανομένους, και ως σύνολον εν ταις Ι. Συνόδοις εννοουμένους, έσχομεν την απόλυτον βεβαιότητα της υπερφυούς εν τη Εκκλησία αληθείας, την δε ζωήν των την αγίαν, ως υπόδειγμα προσανατολισμού και μιμήσεως.

Το θέμα των αγίων Πατέρων μας φέρει εις την μνήμην τους ασυγκρίτους ήρωας της χριστιανικής πίστεως, οι οποίοι κατενίκησαν δι’ αγώνων τας εμπαθείς ροπάς της χαμόθεν ανθρωπίνης φύσεως και κατέστησαν εαυτούς δεκτικούς των θείων αποκαλύψεων. Τας οποίας, ως θεοείκελον διδασκαλίαν, ως αγνήν και ειρηνικήν σοφίαν του παναγίου Πνεύματος, διεπόρθμευσαν εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Όλοι υπήρξαν τέκνα και βλαστοί των ερήμων. Όλους τους εκυοφόρησεν ο φόβος του Θεού και τους ωδίνησεν η αγάπη του Χριστού. Όλοι εβαπτίσθησαν εις τα νάματα της χριστιανικής τελειότητος. Έδωκαν κόπους, ιδρώτας, θλίψεις εν Κυρίω. Έζησαν εις την έρημον και έφαγαν τον πικρόν άρτον της ασκήσεως. Εκίρνων το πόμα των δια των δακρύων της μετανοίας και της αγάπης του Κυρίου. Έζησαν τον χριστιανισμόν εις όλας του τας παραλλαγάς. Από τα θλιβερά υποχθόνια της επιγνώσεως της ανθρωπίνης ατελείας και αμαρτωλότητος, αφήκαν ως στεναγμόν τους αιμάσσοντας στίχους του «ελέησόν με ο Θεός…». Και από τα δυσπρόσιτα εις τους πολλούς ύψη των υπερφυών ελλάμψεων του Θαβωρίου όρους, επανέλαβον εν πνευματική εκστάσει τους λόγους του Αποστόλου Πέτρου: «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι…». Ό,τι χαρακτηρίζει την έξοχον βιωτήν των, είναι η οικείωσις του βίου του Χριστού. Ο Χριστός εν τω δημοσίω αυτού βίω, κατά την θεανδρικήν υπόστασίν του, υπήρξε δια τους Πατέρας ο υπέρτατος ηθικός κανών, όστις ερρύθμισε την ζωήν των. Όπως ο μέγας Παύλος έζησε την ζωήν του Χριστού, ούτω και οι Πατέρες οι θείοι έζησαν την ζωήν του, εις όλας τας εκδοχάς της εσωτερικώς και εξωτερικώς. Εκοινώνησαν προς το άγιον Πάθος του και μετέσχον απ’ εντεύθεν εισέτι της Αναστάσεώς του. Δεν έζων αυτοί, αλλ’ εν αυτοίς ο Χριστός. Η βούλησίς των ενώ διετήρει την αυτοτέλειάν της, είχεν υποταχθή εξ ολοκλήρου εις το θέλημα του Θεού εν Χριστώ, δυνάμει της προς αυτόν αγάπης των. Εσκέπτοντο και ησθάνοντο εν Χριστώ. Απελάμβανον της γλυκυτάτης ηθικής και πνευματικής ελευθερίας, όντερς εκουσίως και ολοκλήρως δεδουλωμένοι εις τον Χριστόν. Διελέγοντο μετά του Χριστού «ως λαλεί τις προς τον εαυτού φίλον». Το πνεύμα των και η καρδία των εκυριαρχούντο τόσον υπό της Χάριτος, ώστε δεν έζων αυτοί δι’ εαυτούς, αλλά ο Χριστός, η παρουσία του οποίου επλήρου αυτούς, εις τρόπον, ώστε να λέγουν έκαστος: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».

Δια την Εκκλησίαν μας οι άγιοι Πατέρες είναι οι τηλαυγείς φάροι, οίτινες διασχίζουν τα πυκνά του κόσμου ερέβη και αποκαλύπτουν τα κάλλη του ουρανού. Η διδασκαλία των είναι ανεπίδεκτος αμφιβολιών. Ό,τι είπον, προσυπεγράφη υπό του παναγίου Πνεύματος. Ό,τι απεφήναντο εν Συνόδοις, έσχεν οριστικόν ανά τους αιώνας κύρος, τόσον, ώστε οιαδήποτε Οικουμενική Σύνοδος πειρωμένη να ανατρέψη ή απλώς να αλλοιώση τα καλώς υπ’ αυτών δεδογμένα, αυτομάτως να εκπίπτη της ορθοδόξου στάσεως. Δια τούτο και το κύρος των Ι. Συνόδων αντλείται εκ της εναρμονίσεως των αποφάσεών των με τας αποφάσεις προγενεστέρων Ι. Συνόδων.

Σκεύη όντες του παναγίου Πνεύματος οι άγιοι Πατέρες, δεν εθεμελίωσαν μόνον την Εκκλησίαν επί της αληθείας. Αλλά δια της βιώσεως του Ευαγγελίου ως υπερτάτης ηθικής, κατέλιπον εις ημάς, δια των συγγραμμάτων των, την ιδιάζουσαν πνευματικότητά των, ήτις εν αναλύσει εκφράζει τον τρόπον, δι’ ου έζησαν και αντιμετώπισαν τα ποικίλα προβλήματα, άτινα εμφανίζονται εις τον άνθρωπον. Από της απόψεως αυτής οι Πατέρες χρησιμεύουν ως πρότυπα χριστιανικού βίου, τα οποία αρκεί να μιμηθώμεν δια να εύρωμεν την λύσιν των θεωρητικών κυρίως προβλημάτων μας. Πάντα εν τω χριστιανισμώ πλέουν εις φως άπλετον. Αρκεί, λοιπόν, να ζήσωμεν με συνέπειαν εντός των πλαισίων του Ευαγγελίου, δια να ελλαμφθώμεν και φωτισθούν ή μάλλον εξαφανισθούν τα προβλήματά μας, τα οποία αρχίζουν να γεννώνται, από τότε που την εξ ακακίας απλότητα της ψυχής μας διαδέχεται η σύγχυσις και η πολυμέρεια εκ των παθών μας. τα πάθη δημιουργούν τα προβλήματα και αυτά προκαλούν την αγωνίαν, εν τη εκλογή της λύσεως, ή εν τη διαμορφώσει των θεωριών μας. Οι Πατέρες, επομένως, αποτελούν την οδόν της χαροποιού πορείας μας προς την ηθικήν νίκην. Οι Πατέρες όμως όχι ως θεωρία, αλλ’ ως πράξις, διότι ό,τι ως θεωρίαν κατέλιπον, το έζησαν προηγουμένως. Διο και είναι ακαταγώνιστοι ως εκ του συνδυασμού της αγίας βιωτής και της εν αγίω Πνεύματι αποκεκαλυμμένης θεωρίας. Η σημερινή πραγματικότης της Ορθοδοξίας μας, ριπιζομένης υπό Προτεσταντικών ρευμάτων, οφείλεται εις την λήθην, εις την οποίαν ερρίψαμεν τους Πατέρας. Εντεύθεν προήλθεν η Βαβέλ των σημερινών τάσεων των «δοκούντων στύλους είναι της Εκκλησίας». Εγκαταλείψαντες τους Πατέρας, οίτινες εν παντί είναι περιβεβλημένοι με αυθεντίαν και κύρος, προσεφύγαμεν εις τους μυρίους θεούς λατρεύοντας Προτεστάντας. Αυτούς τιμώμεν και μεταφράζομεν και καλούμεν να μας φωτίσουν, σκότος αυτοί υπάρχοντες, ως απορρίψαντες τους θεοφόρους Πατέρας και το κύρος των Ι. Συνόδων. Είναι φρικτά ταύτα και μόνον ακουόμενα. Ας στραφώμεν προς τους αγίους Πατέρες μας, τα μόνα κεφάλαια μετά Θεόν εν τη Εκκλησία. Αυτοί είναι η «θεία περεμβολή, οι θεηγόροι οπλίται παρατάξεως του Κυρίου, αστέρες πολύφωτοι του νοητού στερεώματος, τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου, τα πάγχρυσα στόματα του λόγου, οι ακαθαίρετοι πύργοι, της οικουμένης αγλάϊσμα». Η αγία Πεντηκοστή έδωκε το άγιον Πνεύμα εις την Εκκλησίαν και οι Πατέρες εις τους πιστούς, ως αλήθειαν και λόγον και δόγμα και ζωήν.