Η χαρά της Παναγίας από την Ανάσταση του Χριστού μας

Η Παναγία Παρθένος, ὅταν εἶδε τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της ὅτι ἀναστήθηκε, γέμισε ἀμέσως ἀπὸ τόση μεγάλη χαρὰ ὅσο μεγάλη ἦταν καὶ ἡ θλίψη ποὺ δοκίμασε στὰ Πάθη του.
Οἱ πόνοι καὶ οἱ θλίψεις της μετριοῦνται ἀπὸ τὴν ἀγάπη της σ’ αὐτόν, ὄχι μόνο σὰν Θεό, καὶ σὰν γέννημα τῶν σπλάγχνων της, ἀλλὰ σὰν μονογενῆ Υἱό της καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ μόνη ἦταν μητέρα του χωρὶς πατέρα. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἄφηναν τὴν ἀγάπη της νὰ μοιρασθεῖ σὲ ἄλλα πράγματα, ἀλλὰ τὴν πολλαπλασίαζαν μόνο στὸ γλυκὸ της Υἱό.
Ἐπειδὴ λοιπὸν τὸν γνώριζε περισσότερο, τὸν ἀγαποῦσε καὶ περισσότερο, ἀπ’ ὅσο τὸν γνώριζαν καὶ τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι οἱ ἄγγελοι στὸν οὐρανό. Ἑπομένως μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ Παναγία Παρθένος ἔπασχε στὸ Πάθος τοῦ Υἱοῦ της περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἔπασχαν ὅλα μαζί τα κτίσματα· κι ὅτι ἡ λύπη της δὲν συγκρίνεται μὲ καμιὰ ἄλλη, παρὰ μόνο τὴ λύπη, ποὺ δοκίμασε ὁ ἀγαπημένος τῆς Ἰησοῦς. «Καὶ τὴ δική σου ψυχὴ θὰ διαπεράσει ρομφαία» (Λουκ. 2,35).
Ἀφοῦ ὅμως αὐτὴ πρώτη πῆγε κατὰ τὸ μεσονύκτιο γιὰ νὰ δεῖ τὸν τάφο τοῦ Υἱοῦ της καὶ ἀφοῦ γι’ αὐτὴ καὶ μόνη ἔγινε ὁ σεισμὸς καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὁ συνήθης διακονητὴς καὶ τροφεὺς καὶ εὐαγγελιστής της, κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, κύλησε τὴν πέτρα ἀπὸ τὴ πόρτα τοῦ τάφου καὶ καθόταν πάνω σ’ αὐτὴν ἀστραπόμορφος καὶ λευκὸς σὰν τὸ χιόνι. Ἀφοῦ λέω, κατέβηκε ὁ θεῖος Γαβριήλ, ὢ , πῶς μετατράπηκε ἀμέσως σὲ ὑπερβολικὴ χαρὰ ἡ ὑπερβολική της λύπη! Ὢ πόσο ἀγαλλίασε τὸ πνεῦμα της, ὅταν εἶδε, ὅτι γι’ αὐτὴν μόνο ἀνοίχθηκε ὁ τάφος τοῦ Υἱοῦ της! Ὅπως γιὰ χάρη τῆς Θεοτόκου ἀνοίχθηκαν στοὺς ἀνθρώπους τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, ἔτσι καὶ γιὰ τὴ Θεοτόκο ἀνοίχθηκε ὁ ζωοποιὸς τάφος τοῦ Κυρίου, ὅπως λέει ὁ μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Αὐτὴ πρώτη εἶδε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ της! Ὢ πόσο εὐφράνθηκε, ὅταν πλησιάζοντας στὸν ἀγαπητό της Ἰησοῦ ἐπίασε μὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ ἀγάπη τὰ ἅγια πόδια του καὶ τὰ προσκύνησε! Κι ὅταν εἶδε γεμάτα ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς τῆς Ἀναστάσεως τὰ μέλη τοῦ γλυκύτατου Υἱοῦ της, τὰ ὁποῖα πρὸ ὀλίγου ἤσαν ὅλα καταξεσχισμένα, ἄτιμα καὶ ἄμορφα! Πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως πόσο χάρηκε, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸ θεῖο στόμα τοῦ Υἱοῦ της τὸν χαροποιὸ ἐκεῖνο λόγο, ποὺ τῆς εἶπε, τὸ «χαῖρε»· μολονότι καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀναφέρει, ὅτι ἦταν μαζί της καὶ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἐπίασε καὶ αὐτὴ τὰ πόδια τοῦ Κυρίου, καὶ ἄκουσε καὶ αὐτὴ τὸ χαῖρε, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν ἀμφισβητεῖται ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἂν τὴν μαρτυροῦσε μόνο ἡ Παναγία μητέρα του λόγω τῆς φυσικῆς οἰκειότητας, καθὼς τὸ ἀποδεικνύει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (καὶ ὁ Ξανθόπουλος στὸ συναξάρι τοῦ Πάσχα). Ποιὸς νοῦς μπορεῖ νὰ καταλάβει τί εἴδους τελειότητα ἀγάπης καὶ χαρᾶς ὑπῆρξε ἀνάμεσα στὴ Θεοτόκο καὶ στὸ Χριστό, ἀνάμεσά σε μιὰ τέτοια Μητέρα καὶ σ’ ἕνα τέτοιο Υιό;…
(Του οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)