Η χρήση του όρου: Ισραήλ στην εκκλησιαστική ορολογία δεν έχει καμία σχέση με το εβραϊκό κράτος του Ισραήλ

Εξ αφορμής της Δεσποτικής Εορτής της Υπαπαντής του Σωτήρος Χριστού, ας διευκρινίσουμε μια σχετική με την εορτή λεπτομερεια, ως προς την λέξη Ισραήλ, η οποία επιστέφει τη δοξολογική αποφώνηση του Θεοδόχου Συμεών.
Η χρήση του όρου: Ισραήλ.στην εκκλησιαστική ορολογία δεν έχει καμμία σχέση με το εβραϊκό κρατος του Ισραήλ.

Ισραήλ είναι το όνομα με το οποίο ονόμασε ο Θεός τον Ιακώβ, (όπως καταγράφεται στον 28ο στίχο του 32ου κεφαλαίου του Βιβλίου της Γενέσεως στην Παλαιά Διαθήκη) και κατά κυριολεξία σημαίνει εκείνον που αναδεικνύεται δυνατός εν σχέσει προς τον Θεό. Σε μία πιο ελεύθερη μετάφραση είναι το όνομα του λαού του Θεού, του λαού δηλαδή που είναι ισχυρός με την χάρη και την δύναμη του Θεού.

Οι Εβραίοι είχαν την ευκαιρία να συνεχίσουν να είναι ο λαός του Θεού, αλλά έχασαν αυτό το δικαίωμα, επειδή σταύρωσαν τον Χριστό και δεν Τον αναγνώρισαν ως Μεσσία. Κάτι το οποίο πολλές φορές επεσήμανε ο Κύριος ομιλώντας προς αυτούς.
Έκτοτε ως Ισραήλ, ως λαός του Θεού δηλαδή, θεωρείται ο λαός που πιστεύει στον Χριστό ως Θεό Σωτήρα και Λυτρωτή ανεξαρτήτως φυλής, έθνους, γλώσσας ή άλλης ιδιότητας.

Όσες φορές χρησιμοποιείται η λέξη Ισραήλ στην Εκκλησιαστική ζωή, σε ύμνους, αναγνώσματα, κηρύγματα κ.ά. σημαίνει το πλήρωμα της Εκκλησίας, τον ευσεβή Λαό του Θεού. Όπως κι όταν χρησιμοποιείται η λέξη Ιερουσαλήμ αφορά στην Παναγία και συνεκδοχικά στην Εκκλησία, ως το Σώμα του Χριστού κι όχι στην πόλη της Ιερουσαλήμ με τον στενό γεωγραφικό προσδιορισμό.

Το ό,τι οι Εβραίοι οταν ανασυνέστησαν το κράτος τους το 1948 το ονόμασαν Ισραήλ, τούτο είναι προς τιμήν τους διότι αποτίουν σεβασμό και τιμή στις προγονικές τους καταβολές. Αλλά αν σκεφτούμε πως η Εκκλησία χρησιμοποιεί τον όρο Ισραήλ ήδη απο την εποχή της Καινής Διαθήκης, δηλαδή 1900 χρόνια πριν ονομαστεί το νεοσύστατο τότε εβραϊκό κράτος “Ισραήλ”, καταλαβαίνουμε πλέον ξεκάθαρα ότι ο ορος Ισραήλ αφορά στο ευσεβή λαό του Θεού και όχι σε εβραϊκό κράτος ή έθνος.
Με αυτήν την έννοια κι ο Θεοδόχος Συμεών το αναφέρει όταν υποδέχεται τον Χριστό στον Ναό.
Fdimitrios Athanasiou