Αγίου Νικολάου Καβάσιλα
Ο Σωτήρ βεβαίως γεννά μέσα εις τον ψυχικόν μας κόσμον την εν Χριστώ ζωήν. Η διατήρησις όμως της πνευματικής ζωής είναι και ιδικόν μας έργον.
Με την φροντίδα και την άγρυπνον προσοχήν θα διαφύγωμεν τον κίνδυνον του μαρασμού της ζωής αυτής, θα διαφυλάξωμεν την χάριν και θα φύγωμεν από τον κόσμον αυτόν, έχοντες σώον και ακέραιον τον θησαυρόν της εν Χριστώ ζωής…
Ένα χρέος έχουν όλοι, όσοι εκλήθησαν από τον Χριστόν, όλοι οι Χριστιανοί: να τηρούν τους θείους νόμους του και να ρυθμίζουν την ζωήν των σύμφωνα με το θέλημά του.
Το ιερόν αυτό χρέος βαρύνει τους ανθρώπους πάσης ηλικίας, όλων των επαγγελμάτων, εκείνους που μένουν εις τα πέρατα της γης και τας ερήμους, αλλά και τα πλήθη, που ζουν μέσα εις τον θόρυβον και την τύρβην των πόλεων.
Η εφαρμογή της χριστιανικής αληθείας δεν είναι έργον, που υπερβαίνει τας δυνάμεις του ανθρώπου, εφ’ όσον ούτος ενισχύεται και υπό της χάριτος. Αν ήτο κάτι ανώτερον από τας δυνάμεις μας, οι παραβάται των χριστιανικών νόμων δεν θα ετιμωρούντο από τον Θεόν.
Έπειτα δεν υπάρχει Χριστιανός, ο οποίος να μην έχη την συνείδησιν ότι είναι υποχρεωμένος να εκπληρώση εις την ζωήν του όλα τα χριστιανικά παραγγέλματα. Εκείνος που προσέρχεται εις τον Χριστόν έχει τον πόθον να τον ακολουθήση εις όλα και ο πόθος γίνεται δι’ αυτόν ιερά υπόσχεσις, με την οποίαν ισοβίως πλέον δεσμεύεται.
Όλα λοιπόν τα καθήκοντα, που απορρέουν από την διδασκαλίαν του Σωτήρος, είναι κοινά δι’ όλους τους πιστούς και κατορθωτά εις τους επιθυμούντες να τα εφαρμόσουν και τόσον αναγκαία, ώστε χωρίς αυτά είναι αδύνατον να συνδεθή κανείς με τον Χριστόν.
Ποίαν ωφέλειαν θα έχωμεν με το ότι εγεννήθημεν δια του Χριστού εις την πνευματικήν ζωήν, όταν λεγώμεθα μεν τέκνα του Θεού, είμεθα όμως γεμάτοι αμαρτίας ή παρουσιαζώμεθα ως μέλη του Χριστού και εις την πραγματικότητα είμεθα νεκρά μέλη;
Υπό τοιαύτας συνθήκας κινδυνεύαμεν να πάθωμεν ό,τι και τα κλήματα, τα όποια αποκόπτονται από την αληθινήν άμπελον και εις το τέλος ξηραίνονται και ρίπτονται εις το πυρ.
Εκείνος που επιθυμεί και έχει αποφασίσει να ζη εν Χριστώ, είναι ανάγκη να συνδέεται στενώτατα με την πνευματικήν καρδίαν και κεφαλήν του σώματος της Εκκλησίας, με τον Κύριον. Αυτόν τον σύνδεσμον, που αποτελεί το παν δια την πνευματικήν ζωήν, θα τον επιτύχωμεν, όταν επιθυμούμεν εκείνα που θέλει ο Χριστός.
Η γνώμη μας πρέπει να συμφωνή με την θέλησιν του Χριστού. Ακόμη θα ασκήσωμεν τον εαυτόν μας να χαίρη δι’ εκείνα μόνον, δια τα οποία χαίρει ο Χριστός. Όταν θέλωμεν να ανήκη η καρδία μας εις τον Κύριον, δεν επιτρέπεται κατ’ ουδένα λόγον να παρασυρώμεθα από αντιθέτους επιθυμίας.
Μέσα εις μίαν και την αυτήν καρδίαν δεν συμβιβάζονται τα αντίθετα. Διότι ο πονηρός άνθρωπος από τον πονηρόν θησαυρόν της καρδίας του τίποτε άλλο δεν εξάγει εκτός από το πονηρόν, ενώ αντιθέτως ο αγαθός εξάγει αγαθά από τον αγαθόν θησαυρόν της καρδίας του.
Οι πρώτοι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων εφλέγοντο όλοι από τας αυτάς υψηλάς και ιεράς επιθυμίας, δια τούτο «του πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία» (Πράξ. δ΄ 32).
Ο Χριστιανός, που δεν φρονεί τα του Χριστού και δεν ρυθμίζει την ζωήν του σύμφωνα με την αλήθειαν του Κυρίου και δεν εξαγιάζει την καρδίαν του, κατ’ ανάγκην θα προσκολλήση την καρδίαν του εις άλλα κατώτερα και φθαρτά. Ο Θεός εύρε τον προφήτην Δαυίδ «άνθρωπον κατά την καρδίαν» του.
Αλλ’ ο Δαυίδ δεν ελησμονούσε τας εντολάς του Θεού: «Οδόν αληθείας ηρετισάμην, γράφει, και τα κρίματά σου ουκ επελαβόμην» (Ψαλμ. ριη΄ 30). Χωρίς να εξαρτώμεθα από την αιωνίως ζώσαν καρδίαν, από τον Χριστόν, πώς είναι δυνατόν να ζήσωμεν την πνευματικήν ζωήν;
Δια να έχωμεν αυτήν την εξάρτησιν, που μεταδίδει ζωήν, είναι ανάγκη να θέλωμεν ό,τι θέλει ο Χριστός, να αγαπώμεν ό,τι αγαπά ο Χριστός. Μόνον τότε θα ημπορέσωμεν να έχωμεν και την χαράν του Χριστού. Κάθε πράξεως προηγείται η επιθυμία και της επιθυμίας η σκέψις.
Πάση θυσία, λοιπόν, πρέπει να απομακρύνωμεν την ψυχήν μας από κάθε μάταιον λογισμόν, να φροντίζωμεν δε πάντοτε, ώστε η καρδία μας να είναι γεμάτη από πόθους ανωτέρους και ιερούς, ώστε να μη υπάρχη εις αυτήν καθόλου τόπος δια τας πονηράς εννοίας και επιθυμίας.
Η ψυχή ημπορεί να απορροφηθή από πολλά πράγματα. Και ο νους εύκολα εντρυφά και διατρίβει τώρα εις τούτο και έπειτα εις άλλο ζήτημα. Το πλέον όμως ευχάριστον και ωφέλιμον δι’ ημάς είναι να σκεπτώμεθα και να ομιλούμεν δια τα δώρα της χάριτος και δια τον πλούτον, που απολαμβάναμεν από την χάριν του Θεού.
Ποίοι είμεθα δηλαδή προτού γνωρίσωμεν τον Χριστόν, ποίας πνευματικάς ευεργεσίας απηλαύσαμεν, όταν εφωτίσθημεν από το άπλετον φως της αληθείας του, ποία η δουλεία της αμαρτίας κάτω από τον ζυγόν της οποίας άλλοτε επερνούσαμεν τυραννικήν ζωήν, ποία η πνευματική ελευθερία και η βασιλεία εις την οποίαν καλούμεθα, ποία πνευματικά αγαθά εγεύθημεν έως τώρα και ποία θα απολαύσωμεν εις το μέλλον, ποίος μεταδίδει εις ημάς όλον τον πλούτον των αγαθών αυτών, ποίον είναι το αιώνιον πνευματικόν κάλλος του, ποία η χρηστότης και η αγάπη του προς ημάς τους ανθρώπους.
Όταν όλαι αυταί αι σκέψεις καταλάβουν την διάνοιάν μας και κυριαρχήσουν μέσα εις την ψυχήν μας, δεν είναι εύκολον πλέον ο λογισμός να στραφή εις άλλα αμαρτωλά και ένοχα. Διότι αι πνευματικαί δωρεαί, τας οποίας θα σκεπτώμεθα, με το πλήθος και το μέγεθος των θα νικούν κάθε άλλην κατωτέραν σκέψιν και δεν θα μας αφίνουν να παρασυρώμεθα από ματαίους και επιβλαβείς λογισμούς.