«Η επόμενη πανδημία θα ”ξεσπάσει” λόγω της ανθεκτικότητας των μικροβίων» (Ηλίας Μόσιαλος)
Αναφορά στις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο κλάδος της υγείας στην Ευρώπη, αλλά και σε ενδεχόμενο νέας πανδημίας, έκανε ο καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Brian Abel-Smith και επικεφαλής του τμήματος δημόσιας υγείας στο LSE, Ηλίας Μόσιαλος, στο πλαίσιο του 1st SFEE Summit που διοργανώνει ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) με κεντρικό θέμα «Επαναπροσδιορίζοντας την Αξία».
Ο καθηγητής αρχικά εξέφρασε την εκτίμηση πως η επόμενη πανδημία θα είναι το πρόβλημα της μικροβιακής αντοχής λόγω της ανθεκτικότητας των μικροβίων αλλά και του γεγονότος ότι στην Ευρώπη δεν υπάρχει «αρκετό οπλοστάσιο στα αντιβιοτικά».
«Χρειάζονται μεγαλύτερες συμπράξεις δημόσιου -ιδιωτικού τομέα, με την προϋπόθεση ότι υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, αλλά και μία σοβαρή επιδημιολογική παρακολούθηση σε παγκόσμιο επίπεδο με επενδύσεις σε παγκόσμια κέντρα που θα παρακολουθούν τις εξελίξεις στις οικογένειες των μικροβίων. Θα χρειαστούν περισσότερα κεφάλαια, ώστε αν υπάρξει νέα πανδημία να έχουμε εμβόλιο πολύ πιο σύντομα», ανέφερε ο ίδιος, ενώ έκανε λόγο και για την χρήση και τις δυνατότητες που δίνει η Τεχνητή Νοημοσύνη στον τομέα της υγείας:
«Η Τεχνητή Νοημοσύνη έχει έρθει. Στην Ελλάδα έχει συσταθεί μία συγκεκριμένη επιτροπή για το θέμα αυτό, ωστόσο σε αυτή την Επιτροπή δεν μετέχει κανένας εκπρόσωπος από τον τομέα της υγείας, παρότι το 30% των συνολικών δεδομένων στην ΤΝ προέρχεται από τον χώρο της υγείας».
«Η Ελλάδα χρειάζεται μία εθνική βιοτράπεζα»
Ο Ηλίας Μόσιαλος υποστήριξε στη συνέχεια πως η Ελλάδα «θα μπορούσε να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στον τομέα της αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης στον τομέα της υγείας και να βρίσκεται στην πρωτοπορία των επενδύσεων», καθώς διαθέτει ένα ενιαίο ασφαλιστικό ταμείο (τον ΕΟΠΥΥ) κι έναν κοινό φορέα κοινωνικής ασφάλισης (ΗΔΙΚΑ), που συγκεντρώνουν τα ιατρικά δεδομένα από το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού.
Μάλιστα, υπογράμμισε πως η Ελλάδα χρειάζεται παράλληλα και μία εθνική βιοτράπεζα. «Σε συνεργασία με ένα ερευνητικό κέντρο που θα επεξεργάζεται αυτά τα δεδομένα, με ιδιωτικούς φορείς και με τις εφαρμογές υγείας των πολιτών, τα δεδομένα αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν μία πολύτιμη δεξαμενή που θα μπορούσε να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, καθώς οι εταιρείες θέλουν να έχουν δεδομένα», σημείωσε, ενώ αναφέρθηκε στην ανάγκη, η Ελλάδα να αξιοποιήσει το σημαντικό μέρος του ιατρικού προσωπικού που έχει μεταναστεύσει στο εξωτερικό την περίοδο της κρίσης, αναπτύσσοντας συνέργειες με τους επιστήμονες και τα ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού όπου απασχολούνται.
«Πρέπει να φροντίσουμε να προβλέψουμε την ανάπτυξη συννοσηρότητας στις νεότερες ηλικίας»
Μάλιστα, έκανε λόγο για την αυξημένη πιθανότητα να υπάρχουν συννοσηρότητες ή πολλαπλά νοσήματα όχι μόνο στις μεγάλες ηλικίες, αλλά κυρίως στον εργαζόμενο πληθυσμό. «Αυτό πρέπει να το επικοινωνήσουμε στην πολιτική ηγεσία. Η υγεία μπορεί να είναι σημαντικός παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης. Πρέπει να φροντίσουμε να προβλέψουμε την ανάπτυξη συννοσηρότητας στις νεότερες ηλικίας με προγράμματα προληπτικής ιατρικής που πρέπει να επεκταθούν πέρα από τους καρκίνους σε περιπτώσεις όπως για παράδειγμα της νεφρικής νόσου», υποστήριξε, ενώ εξήγησε πως μεγάλες προκλήσεις για την υγεία συνιστούν επίσης η κλιματική κρίση, αλλά και η μεταναστευτική κρίση η οποία θα οδηγήσει σε ανάπτυξη μεγαλουπόλεων, χωρίς σωστούς υγειονομικούς σχεδιασμούς:
«Δημιουργούνται εκρηκτικές καταστάσεις με συνύπαρξη πολλών ανθρώπων σε μικρούς χώρους και συνύπαρξη με ζώα. Οι πιθανότητες για μία νέα πανδημία πολλαπλασιάζονται».
Κλείνοντας, ο καθηγητής επεσήμαν πως στην Ευρώπη υπάρχει μία «πολιτική κόπωση» σε ό,τι αφορά στα θέματα προστασίας της δημόσιας υγείας μετά την πανδημία. Παρόλα αυτά, τον Ιανουάριο του 2025 ξεκινά στην Ευρώπη η «κοινή κλινική αξιολόγηση καινοτόμων θεραπειών», με την αρχή να γίνεται με προϊόντα που έχουν σχέση με τον καρκίνο.
«Η χώρα μας θα πρέπει να βρίσκεται στην πρωτοπορία αυτής της διαδικασίας. Πρέπει να αναβαθμιστούν τα αρμόδια θεσμικά όργανα σε επίπεδο δεξιοτήτων με παράλληλη αξιοποίηση των Ελλήνων που βρίσκονται στο εξωτερικό ώστε να μην είμαστε ο φτωχός συγγενής και να συμμετέχουμε και οι ίδιοι στη διαδικασία των αξιολογήσεων», κατέληξε.