Η ιατρική επιστήμη και η γέννηση του νοσοκομείου στο Βυζάντιο
Η Μονή Παντοκράτορος, όπου λειτουργούσε νοσοκομείο
του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο του 1204, H διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού
Ο ιστορικός της ιατρικής, καθηγητής Γ.Κ. Πουρναρόπουλος, σε ανακοίνωσή του στο 17ο Διεθνές Συνέδριο της Ιστορίας της Ιατρικής, το 1960, υποστήριξε πως «πολλές εγχειρήσεις της σύγχρονης χειρουργικής, ορθοπεδικής, γυναικολογικής και ωτορινολαρυγγολογικής επιστήμης καθώς και σύγχρονες γνώσεις υγιεινής, επιδημιολογίας, ανθρωπολογίας και φυσιολογίας, που θεωρούνται επιστημονική πρόοδος των τελευταίων χρόνων, αποτελούσαν γνώσεις των Ελλήνων ιατρών του Μεσαίωνα»[1].
Ήδη, κατά τον 4ο αιώνα, διακρίνεται ο γιατρός του αυτοκράτορα Ιουλιανού, Ορειβάσιος. Έργα του τα: Συναγωγαὶ Ἰατρικαί, Σύνοψις και ένα εκλαϊκευτικό βιβλίο, Εὐπόριστα, σε 4 τόμους, για την καταπολέμηση του τσαρλατανισμού. Τα συνοπτικά έργα μεταφράσθηκαν στη λατινική γλώσσα, όπως διαπιστώνεται από χειρόγραφα του 7ου, του 9ου και του 12ου αιώνα[2]. Άλλος συγγραφέας της ίδιας εποχής ήταν ο Νεμέσιος, επίσκοπος Εμέσης, το έργο του οποίου, Περὶ φύσεως ἀνθρώπου, μεταφράσθηκε τον 11ο αι. στα λατινικά από τον αρχιεπίσκοπο του Σαλέρνο, Alphanus. Τον 6ο αι. δραστηριοποιείται και ο Αλέξανδρος Τραλλιανός, αδελφός του αρχιτέκτονα της Αγίας Σοφίας, Ανθέμιου. Ο Αλέξανδρος δεν έμεινε προσκολλημένος αποκλειστικά στους αρχαίους συγγραφείς, θεωρούσε τη θεραπευτική εμπειρία ισάξια της θεωρητικής γνώσης, ενώ το έργο του Θεραπευτική, σε 12 βιβλία, χαρακτηρίζεται ως ιατρική εγκυκλοπαίδεια και σώζονται πολλές λατινικές, αραβικές, εβραϊκές και συριακές μεταφράσεις του[3].
Κατά τον 7ο αι., ο Θεόφιλος Πρωτοσπαθάριος, αρχίατρος του αυτοκράτορα Ηρακλείου, έγραψε Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς, Περὶ σφυγμῶν, Περὶ οὔρων, Περὶ διαχωρημάτων, Ἀποθεραπευτική… Τα έργα του χρησιμοποιήθηκαν από Λατίνους συγγραφείς τον 12ο και τον 13ο αιώνα. Την ίδια περίοδο μεσουρανούσε και ο Παύλος Αιγινήτης. Έργο του το πολύκροτο Περὶ Ἰατρικῆς Ἑπτὰ Βιβλία ή Ἐπιτομὴ ἰατρική, στο οποίο έχει καταγράψει και την προσωπική του πείρα. Στο Έκτο Βιβλίο, Περὶ χειρουργικῆς, περιγράφει τον καθετηριασμό και τη λιθοτριψία της ουροδόχου κύστεως. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κεφάλαιά του για το ανεύρυσμα[4] και τον καρκίνο. Η Ἐπιτομὴ μεταφράστηκε στη Δύση ήδη από τον 8ο αιώνα, ενώ οι χειρουργικές μέθοδοι για τη βουβωνοκήλη, την αμυγδαλεκτομή, την εκτομή του ηπατικού αποστήματος, τη λιθοτριψία και τον τρυπανισμό διατηρήθηκαν μέχρι τον 17ο αιώνα[5].
Κατά την υστεροβυζαντινή εποχή, ο πολυπράγμων και «αναγεννησιακός» Μιχαήλ Ψελλός (1018-1096) έγραψε και ιατρικά έργα, όπως τα Πόνημα ἰατρικὸν ἄριστον δι’ Ἰάμβων, Περὶ καινῶν ὀνομάτων τῶν ἐν νοσήμασιν, Περὶ λουτροῦ…· Την ίδια εποχή, ο γιατρός και λόγιος Συμεών Σήθ, ο οποίος επικρίνει πολλές από τις απόψεις του Γαληνού, συνέγραψε το Λεξικὸν κατ’ ἀλφάβητον ἑρμηνεῦον ἀκριβῶς τὰς βοτάνας, όπου ακολουθεί μεν τον Διοσκουρίδη[6] αλλά εισάγει και νέες φαρμακευτικές ουσίες από τις αραβικές χώρες και την Ινδία[7].
Κατά τον 13ο αι., ο Δημήτριος Πεπαγωμένος χρημάτισε γιατρός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου, ενώ ο Νικόλαος Μυρεψός, γιατρός του αυτοκράτορα Βατάτζη στη Νίκαια στο Μέγα Δυναμερὸν –συλλογή 2.600 συνταγών φαρμάκων– συνοψίζει τις φαρμακολογικές γνώσεις μέχρι την εποχή του, ενώ «το όνομά του κατέστη ταυτόσημο με τη φαρμακολογία»[8]. Το βιβλίο μεταφράσθηκε τον 14ο αι. στα λατινικά , τυπώθηκε τον 16ο αι., και μέχρι τον 17ο αποτελούσε την επίσημη φαρμακολογία της Γαλλίας.
Τέλος, κατά τον 14ο αι., ο Ιωάννης Ζαχαρίας Ακτουάριος, μαθητής του φιλοσόφου Ιωσήφ Ρακενδύτη, συνέγραψε τα έργα Περὶ διαγνώσεως παθῶν, Περὶ συνθέσεως φαρμάκων, Ἰατρικὴ σύνοψις, Περὶ οὔρων, το οποίο έμεινε κλασικό μέχρι τον 17ο αι., ενώ ασχολήθηκε και με την αρτηριοσκλήρυνση και την επίπτωσή της στη λειτουργία της καρδιάς[9].
Στα πλαίσια της συνήθους υποτίμησης του βυζαντινού «σχολαστικισμού», έχει συχνά υποστηριχθεί πως οι Βυζαντινοί γιατροί δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να επαναλαμβάνουν τους αρχαίους Έλληνες και κυρίως τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό· και όμως, ο πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας της Ιστορίας της Ιατρικής, Γάλλος ακαδημαϊκός, Ζαν-Σαρλ Σουρνιά, εκφράζει μια διαμετρικά αντίθετη άποψη:
Οι συγγραφείς δεν ξαναγράφουν τα κείμενα των παλαιοτέρων, αλλά ο καθένας από αυτούς προσφέρει ένα καινούργιο στοιχείο περιγράφοντας μια καινοτόμο θεραπευτική πρακτική, προσθέτοντας ένα άγνωστο βότανο στη Φυσική Ιστορία του Πλινίου και συμπληρώνοντας τη φαρμακολογία του Διοσκουρίδη με μια καινούργια συνταγή που έμαθε στην Περσία ή την Ινδία και, τέλος, αποκαλύπτοντας νέες ανατομικές λεπτομέρειες που αγνοούσε ο Γαληνός, όπως οι σιελογόνοι αδένες ή το νεύρο από έναν μικρό μυ του χεριού. Όλοι συνεχίζουν έτσι την αθηναϊκή κλασική παράδοση και προσφέρουν ο καθένας το λιθαράκι του στο οικοδόμημα των γνώσεων που είχαν κατασκευάσει οι πρόγονοί τους[10].
Βέβαια, η ιατρική δραστηριότητα των Βυζαντινών δεν αποτέλεσε αποκλειστικό τους προνόμιο· οι Άραβες θα κληρονομήσουν τη μεγάλη Αλεξανδρινή Σχολή της ιατρικής, και μετά τον 9ο αιώνα θα αναπτύξουν και θεσμούς ανάλογους με το βυζαντινό νοσοκομείο. Όμως, σύμφωνα με τον Τίμοθυ Μίλλερ, αυτό θα γίνει πολλούς αιώνες μετά τη γέννηση του σύγχρονου νοσοκομείου στο Βυζάντιο:
«Τα ιδρύματα αυτά ήσαν στην πραγματικότητα τα πρώτα πού προσέφεραν νοσοκομειακή περίθαλψι μετά βεβαιότητος στον Δυτικό, αν όχι σε ολόκληρο τον κόσμο. Ιστορικοί της Ιατρικής όπως ο Σίγκεριστ καί άλλοι [ ] συμφωνούν ότι οι πρόγονοι των συγχρόνων νοσοκομείων εμφανίσθηκαν στις ανατολικές επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά την διάρκεια του Δ’ αιώνος. Από εδώ, μετακινήθηκαν δυτικά στην Ιταλία και την Γαλατία, όπου προσπάθησαν να επιβιώσουν έως τον ΙΑ’ αιώνα. Τον ΙΒ’ αιώνα οι Σταυροφόροι επανεισήγαγαν τα νοσοκομεία από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην Δυτική Ευρώπη… ενώ οι Μουσουλμάνοι της Ανατολής εμπνεύσθηκαν τους φημισμένους τους bimaristans (οίκοι ασθενών)· οι Νεστοριανοί χριστιανοί μετέφεραν τα νοσοκομεία της Ανατολικής αυτοκρατορίας στην Περσία τον ΣΤ’ αιώνα και αργότερα τα συνέστησαν στους Αββασίδες χαλίφες της Βαγδάτης. Επομένως οι Βυζαντινοί Ξενώνες αντιπροσωπεύουν όχι μόνον τα πρώτα δημόσια ιδρύματα πού προσέφεραν Ιατρική φροντίδα σε ασθενείς, αλλά επίσης την κυρία πηγή αναπτύξεως των νοσοκομείων κατά τον Μεσαίωνα… Άρα, η ανίχνευσις της γεννήσεως και αναπτύξεως κέντρων ασθενών στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία ισοδυναμεί με την εγγραφή του πρώτου κεφαλαίου της Ιστορίας των Νοσοκομείων»[11].
Τα βυζαντινά νοσοκομεία συστηματοποίησαν την παράδοση που παρέλαβαν από τα αρχαία και ελληνιστικά Ασκληπιεία και από τα ρωμαϊκά valetudinaria (αναρρωτήρια) των σκλάβων – καθώς και από τα στρατιωτικά νοσηλευτήρια, τα οποία όμως δεν ήταν στην κυριολεξία νοσοκομεία, μια και δεν διέθεταν επαγγελματίες γιατρούς[12]. Σύμφωνα με τον Πουρναρόπουλο, τα βυζαντινά νοσοκομεία «ήταν από κάθε άποψη τέλεια και σχεδόν παρόμοια με σύγχρονα ιδρύματα αυτού του είδους, [ ] ήταν τα πρώτα τέλεια εξοπλισμένα ευρωπαϊκά νοσοκομεία»[13].
Η αρχαία ελληνική ιατρική ασκείτο κατ’ εξοχήν στο σπίτι, γι’ αυτό και τα νοσοκομεία προσέφεραν αρχικώς ιατρικές φροντίδες στους άπορους και σε άλλες ειδικές κατηγορίες. Σταδιακώς, όμως, το σώμα των νοσηλευόμενων ασθενών θα επεκταθεί αρχικώς προς τους «μέσους» και εν τέλει θα φθάσει ακόμα και στους αυτοκράτορες, ο οποίοι, μετά τον Κωνσταντίνο Θ’ τον Μονομάχο, που έκτισε το σχετικό συγκρότημα στα μέσα του 11ου αιώνα, νοσηλεύονταν στον «ξενώνα» των Μαγγάνων… Εκεί μεταφέρθηκε και ο Κωνσταντίνος πριν πεθάνει, το 1055, και ο Αλέξιος Κομνηνός όταν ασθένησε[14].
Οι αυτοκράτορες, καθ’ όλη τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας, φέρονται ως ιδρυτές πολυάριθμων νοσοκομείων. Μεταξύ άλλων ο Ιουστινιανός, ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος, ο Αλέξιος Α΄ και ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός. Ο Ιουστινιανός δίπλα στην εκκλησία της Θεοτόκου, στα Ιεροσόλυμα, κατασκεύασε νοσοκομείο για τους απόρους. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε εκατό κρεβάτια, αλλά αργότερα έγιναν διακόσια, ενώ το επιχορήγησε με ετήσιο εισόδημα 1.850 νομισμάτων.Τον 11ο αι., ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος έκτισε το νοσοκομείο των Μαγγάνων δίπλα από την εκκλησία του αγίου Γεωργίου στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Αλέξιος Κομνηνός έκτισε ένα νοσοκομείο όπου θεραπεύονταν οι συνήθεις ασθένειες και έβρισκαν περιποίηση τυφλοί, ανάπηροι και λεπροί[15].
Ωστόσο, ελάχιστα θα γνωρίζαμε για το βυζαντινό νοσοκομείο αν δεν διασώζονταν τα Τυπικὰ ορισμένων, όπως της Κοσμοσώτειρας, που ίδρυσε ο Ισαάκιος Άγγελος, του Λιβός, και προπαντός το Τυπικὸν του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού για το νοσοκομείο της μονής Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο και ίδρυσε το 1136:
«Η Αυτοκρατορική Μεγαλειότητά μου αποφάσισε την ίδρυση και ενός νοσοκομείου για πενήντα ασθενείς. Ορίζω τα εξής: Να υπάρχουν πενήντα άνετα κρεβάτια για τους εισαγόμενους· δέκα από αυτά τα πενήντα κρεβάτια να προορίζονται για ασθενείς με ανοιχτές πληγές ή κατάγματα, οχτώ για ασθενείς με οφθαλμικές, κοιλιακές ή άλλες σοβαρές παθήσεις, δώδεκα για γυναίκες ασθενείς και τα υπόλοιπα για τους συνηθισμένους αρρώστους.
Τα πενήντα κρεβάτια μοιράζονται σε πέντε πτέρυγες. Σε κάθε πτέρυγα να υπάρχει και ένα επικουρικό κρεβάτι, που να προορίζεται για επείγουσες περιπτώσεις. [ ] Εκτός από αυτά τα επικουρικά κρεβάτια, να υπάρχουν και άλλα έξι κρεβάτια με ένα άνοιγμα στο στρώμα για τους ασθενείς που δεν μπορούν καθόλου να κινηθούν, είτε επειδή η αρρώστια τους είναι πολύ επώδυνη είτε επειδή είναι εξαντλημένοι είτε εξ αιτίας της μακρόχρονης κατάκλισης. Για τους φτωχότερους ασθενείς και για όσους έχουν προσβληθεί από τις φοβερότερες παθήσεις, να υπάρχουν μονίμως 15-20 πουκάμισα και εσώρουχα, με τα οποία να ντύνονται μόλις εισάγονται στο νοσοκομείο. [ ] Κάθε χρόνο, τα φθαρμένα σεντόνια και εσώρουχα πρέπει να αντικαθίστανται, οι μαξιλαροθήκες πρέπει να αφαιρούνται, και το περιεχόμενό τους να ανανεώνεται. [ ]
Εφόσον τα πενήντα κρεβάτια είναι κατανεμημένα σε πέντε πτέρυγες, σε κάθε πτέρυγα να έχουν υπηρεσία δύο γιατροί, τρεις αρχινοσοκόμοι, δύο βοηθητικοί νοσοκόμοι και δύο υπηρέτες. Από το προσωπικό του νοσοκομείου, τέσσερις νοσοκόμοι και μία νοσοκόμα, δηλαδή ένα άτομο για κάθε πτέρυγα, πρέπει να διανυκτερεύουν κοντά στους αρρώστους. Στη γυναικεία πτέρυγα να έχουν υπηρεσία δύο γιατροί και μία γιατρίνα, επίσης τέσσερις αρχινοσοκόμες, δύο βοηθητικές νοσοκόμες και δύο υπηρέτριες. Από τους γιατρούς των διαφόρων πτερύγων οι δύο πρώτοι ονομάζονται πρωτομηνίτες. Σε κάθε πτέρυγα, να υπάρχουν και δύο πριμυκήριοι (διαχειριστικοί υπάλληλοι), ένας καθηγητής της ιατρικής, δύο λογιστές και για τα εξωτερικά ιατρεία άλλοι τέσσερις γιατροί – δύο χειρουργοί και δύο ειδικοί για εσωτερικές παθήσεις. Οι δύο χειρουργοί να εξυπηρετούν και τη γυναικεία πτέρυγα. [ ] Ολόκληρο το ιατρικό προσωπικό χωρίζεται σε δύο ομάδες: η μία ομάδα θα έχει υπηρεσία τον ένα μήνα, η άλλη ομάδα τον επόμενο.
Οι γιατροί πρέπει να επισκέπτονται τακτικά το νοσοκομείο κάθε μέρα. Από την αρχή του Μαΐου ως τη γιορτή του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), πρέπει να το επισκέπτονται και τα βράδια. Μετά την προσευχή πρέπει να εξετάζουν τους ασθενείς με προσοχή και ευσυνειδησία, να κάνουν πλήρη και ακριβή διάγνωση της πάθησης του καθενός, να ορίζουν στον καθένα τα κατάλληλα φάρμακα και να δίνουν τις σωστές οδηγίες. Πρέπει να δείχνουν σε όλους ευσυνειδησία, γιατί κάποτε θα δώσουν λόγο γι’ αυτό στον Παντοδύναμο»[16].
Τότε έχουμε και την πρώτη αναφορά σε εξωτερικά ιατρεία. Σύμφωνα με το τυπικό του Παντοκράτορος, τέσσερις ιατροί, δύο ειδικευμένοι στη χειρουργική και δύο στην παθολογία, επικουρούμενοι από τέσσερις τακτικούς και τέσσερις έκτακτους βοηθούς ιατρών, αποτελούσαν το προσωπικό μιας κλινικής, θα λέγαμε, εξωτερικών ασθενών («ὑπὲρ τῶν ἔξωθεν ἀρρώστων»)[17].
Το νοσοκομείο θερμαινόταν από τρεις άρουλες (πυρεστίες) –μία μεγαλύτερη στο κοινών νοσημάτων και δύο μικρότερες στο χειρουργικό και το γυναικείο τμήμα–, διέθετε δύο αποχωρητήρια, ένα για άνδρες και ένα για γυναίκες, τα οποία έπρεπε να καθαρίζονται τακτικά και να φωτίζονται τις νύκτες, ενώ οι ασθενείς χρησιμοποιούσαν τον χώρο των λουτρών που διέθετε το μοναστήρι, όπου μπορούσαν να πλένονται δύο φορές την εβδομάδα κ.λπ. Επρόκειτο δηλαδή για πλήρες νοσοκομείο με τη σύγχρονη έννοια του όρου –εκτός βέβαια από τα σημερινά θεραπευτικά και τεχνικά μέσα– και η σχέση προσωπικού-κλινών (35 άτομα για 50 κλίνες) ήταν καλύτερη απ’ ό,τι στα σύγχρονα νοσοκομεία[18], ενώ διέθετε άνδρες και γυναίκες γιατρούς, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στη Δύση, μέχρι τον… 20ό αιώνα[19].
Ο Ιουστινιανός είχε ήδη μεριμνήσει και για την εκπαίδευση των νέων γιατρών, αφού στον κώδικά του (J. Cod. 10.53.6) οι αρχίατροι των πόλεων επιφορτίζονταν με αυτό το έργο ενώ, ανάγκασε τους εξέχοντες ιατρούς να συμμετέχουν στο νοσοκομειακό προσωπικό. Έτσι, οι ξενώνες επί Ιουστινιανού έγιναν και χώρος μελέτης της ιατρικής. Υπέρ αυτού συνηγορούν οι βιβλιοθήκες των ξενώνων και τα χειρόγραφά τους. Μετά τον 6ο αι. οι πηγές αναφέρουν τα χειρόγραφα ιατρικών κειμένων ως νοσοκομειακά («ξενωνικά»)[20].
ardin-rixi.gr
1] Γ.Κ. Πουρναρόπουλου, «Hospital and Social Welfare Institutions in the Medieval Greek Empire (Byzantium)», XVII Congrès International d’ histoire de la médecine, I, Αθήναι 1960, σ. 357. Βλ. του ιδίου, Ιστορία Βυζαντινής Ιατρικής, Αθήναι 1942.
[2] Βλ. Herbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994, τόμ. Γ΄, σ. 117.
[3] Βλ. Jean-Charles Sournia, Histoire de la médecine, La Découverte, Παρίσι 1997, σσ. 59-60· H. Hunger, ό.π., τόμ. Γ΄, σ. 122.
[4] Ο Francis Adams, στη μετάφραση του έργου του Αιγινήτη στην αγγλική γλώσσα, το 1847, παρατηρεί ότι πρώτος ο Γαληνός χρησιμοποίησε θεραπευτική μέθοδο για το ανεύρυσμα. Βλ. Δ. Καραμπερόπουλος, «Βυζαντινή θεραπευτική». Πρακτικά Συνεδρίου, Βυζάντιο – Βενετία – Νεώτερος Ελληνισμός. Μια περιπλάνηση στον κόσμο της επιστημονικής σκέψης (7-9/11/2003), ΕΙΕ, Αθήνα 2004, σσ. 91-100.
[5] Βλ. H. Hunger, τ. Γ΄, σσ. 127-129, και Καραμπερόπουλος, ό.π.
[6] Το έργο του Διοσκουρίδη, Περὶ ὕλης ἰατρικῆς (Μίλητος, Αθήνα), γραμμένο γύρω στα 77-78 μ.Χ., αποτελούσε βασική πηγή της βυζαντινής ιατρικής.
[7] Βλ. H. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, ό.π., τόμ. Γ΄, σσ. 135-137.
[8] J Sournia, Histoire…,ό.π., σ. 62.
[9] Βλ. H. Hunger, Βυζαντινή…, ό.π., τόμ. Γ΄, σσ. 141-143· Σταύρου Κουρούση, Το επιστολάριον Γεωργίου Λακαπηνού – Ανδρονίκου Ζαρίδου (1299-1315 ca.) και ο ιατρός-ακτουάριος Ιωάννης Ζαχαρίας (1275 ca -1328/;), Αθήνα 1984-1988, σσ. 358-361.
[10] Sournia, Histoire…, ό.π., σ. 60.
[11] T.S. Miller, Η γέννησις του νοσοκομείου, ό.π.,σ. 4.
[12] T.S. Miller, Η γέννησις του νοσοκομείου, ό.π.,σσ. 49-50.
[13] Γ.Κ. Πουρναρόπουλου, ό.π., σ. 378.
[14] Τ.S. Miller, Η γέννησις του νοσοκομείου, ό.π.,σσ. 195-197.
[15] Δημήτριος Κωνσταντέλος, Βυζαντινή…, ό.π., σ. 221.
[16] «Τυπικόν» του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού για το νοσοκομείο της Μονής Παντοκράτορος, εκδ. Α. Dmitrievskij, Τυπικά, Κίεβο 1895, σσ. 556-702. Πρτθ. από τον H.-G Beck, H Βυζαντινή…, ό.π., στο παράρτημα του βιβλίου, σσ. 456-457.
[17] T.S. Miller, Η γέννησις…, ό.π., σ. 19.
[18] T.S. Miller, Η γέννησις…, ό.π.,σσ. 19-25· Δ. Κωνσταντέλος, Βυζαντινή…, ό.π., σσ. 230-237.
[19] Βλ. Καλλιόπη Μπουρδάρα, «Η άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος από τη γυναίκα στο Βυζάντιο και η νομική της κατοχύρωση», στο Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Α΄ Διεθνές Συμπόσιο, ΕΙΕ/ΚΒΕ, Αθήνα 1989, σσ. 121-134.
[20] T.S. Miller, Η γέννησις…, ό.π.,σ. 207.