Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ

Οἱ ψαράδες τῶν παραλίμνιων χωριῶν στά παλιά χρόνια, ὅταν ἐπικρατοῦσε ὁμίχλη καί βρίσκονταν ἀνοιχτά τῆς λίμνης γιά ψάρεμα ἔχαναν τόν προσανατολισμό τους καί ἀδυνατοῦσαν νά ἐπιστρέψουν. Σέ τέτοιες περιπτώσεις οἱ ὑπόλοιποι κάτοικοι τῶν χωριῶν κτυποῦσαν τήν καμπάνα καί κατεύθυναν τίς βάρκες πρός τό μέρος τοῦ χωριοῦ. Ἔτσι ξανάβρισκαν τόν δρόμο τους.
Πόσοι ἄνθρωποι καί σήμερα δέν ταξιδεύουν στήν θάλασσα τῆς ζωῆς, μέσα σέ μιά πυχνή ὁμίχλη;
Ἔχασαν τό πιστεύω τους, ἔχασαν καί τόν προσανατολισμό τους. Ταξιδεύουν χωρίς νά ξέρουν ἀπό ποῦ ξεκίνησαν καί ποῦ θά καταλήξουν. Μιά «καταχνιά» σκεπάζει τήν σκέψη τους καί ἕνα πυκνό σκοτάδι περιβάλλει τήν καρδιά τους.
Ποιός γι’ αὐτούς θά κτυπήση τήν καμπάνα, νά τούς ἀφυπνίση καί νά τούς προσανατολίση; Ποιός θά κτυπήσει τήν καμπάνα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά τούς βοηθήση νά βροῦν τόν δρόμο τους;
Ἄν ἐσύ πού διαβάζεις αὐτές τίς γραμμές μπορεῖς, τότε γιάτί δέν τό κάνεις;
Ἄν ἐσύ βρῆκες τόν δρόμο σου γιατί δέν κτυπᾶς τήν καμπάνα καί γιά τόν ἀδελφό σου, ποῦ ζῆ μέσα στήν ἀντάρα τῶν παθῶν καί τήν ὁμίχλη τῆς ἀπιστίας;