Μέρος 2ο
Η συγκλονιστική συνέχεια του «Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ. Όταν οι τούρκοι έχασαν την Κωνσταντινούπολη.»
Επιμέλεια Γιώργος Θαλάσσης
1453
Χύθηκαν απ’ όλες τις διευθύνσεις οι κατακτηταί στην Πόλη, με το μαχαίρι και την φωτιά. Έσβυσε κάθε αντίστασι στα Τείχη και στους Πύργους. Οι στερνές απεγνωσμένες προσπάθειες των πολιορκημένων πνίγηκαν στο αίμα των ηρώων.
Εκεί, κατά τον περίβολο προς την Ωραία Πύλη, λίγοι ναύτες Κρητικοί κατέφυγαν στους πύργους του Τείχους, που έφερναν ακόμα τα ονόματα των Αυτοκρατόρων Βασιλείου, Λέοντος και Αλεξίου, αποφασισμένοι να πληρώσουν ακριβά τη ζωή τους. Αμέτρητα έπεσαν επάνω τους τα στίφη του Πορθητή. Οι Κρητικοί ακλόνητοι σκορπούσαν γύρω τους τον θάνατο, προσμένοντες με την σειρά τους και το δικό τους, παρά να παραδοθούν. Την ηρωική τους αντίστασι την έμαθε και ο Πορθητής Σουλτάνος κι από θαυμασμό στην αντρεία τους, τους πρότεινε να παραδοθούν «και θα τους αφήση ελεύθερους να επιστρέψουν με τα καΐκια τους στην πατρίδα τους». Κι έτσι έγινε.
1920
Στο ίδιο μέρος, εκεί στο ακρωτήρι του Σεράι-Μπουρνού –τον τόπο του Φάρου του Παληού Σεραϊού– έγινεν η επιβίβασις του Ελληνικού Τάγματος στα βαπόρια που θα το έφερναν στο Βόσπορο.
Σε κάποια περιστατικά βλέπει κανείς το χέρι του Θεού…
Νυν απολύεις τον δούλο σου, Δέποτα…
Της μοίρας τα γυρίσματα και ο Τούρκος πλοίαρχος.
Στις 11 π.μ. άρχισεν η επιβίβασις του τάγματος στα βαπόρια, που θα το έφερναν στο Βόσπορο.
Ο διοικητής και οι αξιωματικοί του τάγματος μπήκαν στο εστιατόριο του σταθμού να φάνε.
Πανδαιμόνιο. Αποκόπηκε η κυκλοφορία. Τα πιάτα περνούσαν από χέρι σε χέρι για να φτάσουν στα τραπέζια των αξιωματικών.
Ένας γέρος, με μαλλιά κάτασπρα, με σεβάσμια φυσιογνωμία, στάθηκεν σε μιαν άκρη κι έβλεπε. Και δεν μιλούσε και δεν ζητωκραύγαζε. Λες και μαρμάρωσε. Ο ταγματάρχης Βλαχόπουλος τον πρόσεξε και τον προσκάλεσε κοντά του, να πιή ένα ποτήρι σαμπάνια. Ο γέρος πλησίασε, πήρε το ποτήρι και φέρνοντάς το στα χείλη, ψιθύρισε:
– Νυν απολύοις τον δούλο σου, Δέσπ…
Δεν πρόφτασε να τελειώση και σωριάστηκε αναίσθητος κάτω…
Καπετάνιος ενός πλοίου τουρκικού της εταιρίας Σιρκέτι Χαϊριέ απ’ αυτά που έφερναν το Ελληνικό Τάγμα στο Βόσπορο ήταν πρώην αξιωματικός του τουρκικού στόλου κι ένας απ’ αυτούς που αποτελούσαν το επιτελείο του περίφημου καταδρομικού «Χαμηδιέ», που στον πόλεμο του ’12, με κυβερνήτη τον Ρεούφ έκαμε τη γνωστήν έξοδο από τα Στενά και την κωμικοτραγική διαδρομή στο Αιγαίον!
Οι φαντάροι μας ανέβασαν στο πρωραίο κατάρτι μια πελώρια Ελληνική σημαία.
Ο Τούρκος καπετάνιος δεν μιλούσε. Μια νεκρίλα χύθηκε στο πρόσωπό του. Θα σκεφτότανε τα γυρίσματα του τροχού της Μοίρας, που τον έφεραν καπετάνιο του πλοίου, που έφερνε το τμήμα του πρώτου Ελληνικού Στρατού, που ερχόνταν στην Πόλη ύστερα από 467 χρόνια.
(…) Οι ναύται των Ελληνικών πολεμικών που βρίσκονται αγκυροβολημένα προ των Ανακτόρων του Ντολμά Μπαχτσέ εκσπούν σε ενθουσιώδεις ζητοκραυγές και η Μουσική του θωρηκτού «Αβέρωφ» παίζει εθνικά εμβατήρια. Όλα τα σπίτια των λόφων που αποτελούν το Πέραν, σημαιοστόλιστα. Το ίδιο κι οι ακρογιαλιές του Βοσπόρου δεξιά κι αριστερά. Από ταράτσες και μπαλκόνια και παράθυρα ένας κόσμος έξαλλος κινούσε μανδήλια και λευκά μεγάλα πανιά. Κύματα κόσμου κατέβαιναν από παντού στις παραλίες. Χιλιάδες ατμάκατοι και βάρκες πλημμύρισαν τον Βόσπορο. Φωνές χαρούμενες, κραυγές θριάμβου, ζητοκραυγές που σκέπαζαν κάθε θόρυβο άλλο της πολύβοης Πόλης.
Οι σάλπιγγες μέσ’ από τα μεταγωγικά πλοία σαλπίζουν το «Εγερτήριο». Το Ελληνικό τάγμα αποβιβάζεται στην ασιατική όχθη του Βοσπόρου, στο Τσιμπουκλή.
Πάνω στ’ ανάκτορα του Σουλτάν Αζίζ, στον Βόσπορο, κολπίζεται η Γαλανόλευκη στις βοσπορίτισσες αύρες.
Αντίκρυ στο Παλάτι αυτό, στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου, υψώνεται το Παλάτι του Καλενδέρ. Μέσα σ’ αυτό η Τουρκία υπέγραψε την ανεξαρτησία της Ελλάδος στην πίεσι του σπαθιού του ’21.
Ευλογημένος Εκείνος που ώθησε με την δυνατή πνοή Του ως εδώ την Ελλάδα.
Κι έτρεχεν η Πόλη όλη στον Βόσπορο να καμαρώση τους Έλληνας πολεμάρχους. Από τα χαράματα ως την βαθειά νύχτα ο γιαλός άσπριζεν από πανιά. Σα σε προσκύνημα όλη η Πόλη έτρεχε στο Βόσπορο.
Στο βάθος η Αγιά Σοφιά πρόσμενε ν’ ανοίξει τις θύρες… και μέσ’ τη ψυχή των Ελλήνων της Πόλης, κι όλου του Ελληνισμού, έκραζεν η παληά προφητεία:
«Πάλε με χρόνους και καιρούς, πάλε δικά μας θάνε».
Μέρος πρώτο ΕΔΩ