Η Κυριακή της Ορθοδοξίας και η εικόνα της Ορθοδοξίας

Η Κυριακή η λεγόμενη της Ορθοδοξίας είναι μια ιδιαίτερη, δογματική εορτή που σχετίζεται με την ιστορική πορεία της Εκκλησίας μας. Ήδη από τα μέσα του 9ου αιώνα, ο εορτασμός της καθιερώθηκε να τελείται την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, σε ανάμνηση της θριαμβευτικής και οριστικής αποκατάστασης της λατρείας των ιερών εικόνων από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, στις 11 Μαρτίου 843.

Ιστορική ανασκόπηση

Η Σύνοδος συνήλθε με τη σθεναρή πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, χήρας του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (829-842), και επιτρόπου του ανήλικου ακόμα διαδόχου Μιχαήλ Γ΄. Προεδρεύοντος του σκόπιμα επιστρατευμένου από την Θεοδώρα εικονόφιλου πατριάρχη Μεθοδίου, η Σύνοδος του 843 επικύρωσε πανηγυρικά τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου σχετικά με την αναστήλωση και προσκύνηση των εικόνων, που είχε συγκαλέσει στη Νίκαια, το 787, μία άλλη αυτοκράτειρα, η Ειρήνη η Αθηναία, δίνοντας έτσι οριστικό τέλος στην περίοδο της εικονομαχίας. Μία περίοδο οξείας πολιτικής και θεολογικής έριδας που, για 100 περίπου χρόνια (729-787, 815-843), κλόνισε και δίχασε τους κόλπους της Εκκλησίας, αλλά και την πολιτική, πνευματική και κοινωνική ζωή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με φυλακίσεις, διωγμούς, εξορίες και εξοντώσεις των εικονοφίλων, κλείσιμο μοναστηριών, προμαχώνων της εικονόφιλης μερίδας και γι αυτό κύριος στόχος των εικονομάχων, απομάκρυνση των εικόνων από τις εκκλησίες και συστηματικές καταστροφές παντός είδους αγιογραφιών (εικ. 1). Εξαίρετα έργα τέχνης κατάστραφηκαν δια παντός, ενώ το νέο εικονογραφικό πρόγραμμα των εκκλησιών περιελάμβανε γεωμετρικά μοτίβα, αναπαράσταση φυτών και ζώων (εικ. 2).

Δογματικές αιτίες και η πρώτη αποκατάσταση

Ποικίλοι ήσαν οι λόγοι εξαπόλυσης πολέμου εναντίον των εικόνων, με πρωτεργάτη τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ και αμείλικτο υπέρμαχο τον γιό του, Κωνσταντίνο Ε΄. Το κύριο όμως επιχείρημά της ήταν πνευματικής και δογματικής φύσεως, συγκεκριμένα ο κίνδυνος ειδωλολατρείας στην οποία οδηγούσε τους πιστούς η προσκύνηση της απεικόνισης των ιερών προσώπων και των λειψάνων αγίων, με την παρεκτροπή τής απόδοσης λατρείας από το αρχέτυπο, δηλαδή τον Θεό και τους Αγίους του, στην εικαστική αναπαράστασή τους και το ξύλο της ίδιας της εικόνας. Για τους εικονομάχους, η μόνη αποδεκτή εικόνα του Χριστού είναι εκείνη του «ζωοποιού σώματός» του, η οποία ενυπάρχει στη Θεία Ευχαριστία, και η οποία, μαζί με το σημείο του σταυρού και τον χώρο της εκκλησίας, αποτελεί τον μόνο δίαυλο πνευματικής επικοινωνίας του πιστού με τον Θεό (εικ. 3).

Ειρήσθω εν παρόδω πως, αν και τον 8ο αιώνα η καθιέρωση των εικόνων και της προσκύνησής τους είχε γενικευθεί, αντιρρήσεις επί του δογματικού θέματος της αναπαράστασης του Θεού Λόγου είχαν ήδη εκφραστεί τον 4ο αιώνα από τον Ευσέβιο Καισαρείας και ακόμα τον 7ο αιώνα και στις αρχές του 8ου από ορισμένους επισκόπους της Φρυγίας και της Καππαδοκίας.

Η αποκατάσταση των εικόνων και η αποκρυστάλλωση του δόγματος

H Ζ´Οικουμενική Σύνοδος, που αποκατέστησε την τιμή των εικόνων, με βάση τα θεολογικά κείμενα του Ιωάννη Δαμασκηνού, διασαφήνισε τη τυπική λειτουργία των εικόνων ως γέφυρα πνευματικής επικοινωνίας του πιστού με το αρχέτυπο της εικόνας, που (πρέπει να) είναι και ο μόνος αποδέκτης της λατρείας του: «… ἀνατίθεσθαι τὰς σεπτὰς καὶ ἁγίας εἰκόνας ἐν ταῖς ἁγίαις τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαις…καὶ …ταύταις ἀσπασμὸν καὶ τιμητικὴν προσκύνησιν ἀπονέμειν, οὐ μὴν τὴν κατὰ πίστιν ἡμῶν ἀληθινὴν λατρείαν, ἣ πρέπει μόνῃ τῇ θείᾳ φύσει …Ἡ γὰρ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει καὶ ὁ προσκυνῶν τὴν εἰκόνα προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τὴν ὑπόστασιν».

Θέτοντας τέλος στην εικονομαχική περίοδο, η σύνοδος του 843 έθεσε ουσιαστικά τέλος και στις χριστολογικές έριδες, δηλαδή τις συζητήσεις και τις αιρετικές τοποθετήσεις ως προς την υπόσταση, τις δύο φύσεις του Χριστού και το μυστήριο της θείας ενσάρκωσης, που από τον 4ο αιώνα η Εκκλησία, με την υποστήριξη των αυτοκρατόρων, χρειάστηκε να αντιμετωπίσει και να καταπολεμήσει, διατυπώνοντας προοδευτικά, μέσα από θεολογικές συζητήσεις και τις αποφάσεις επτά οικουμενικών συνόδων, το ορθόδοξο δόγμα οπως το πρεσβεύουμε και το κηρύττουμε σήμερα.

Έτσι, αν η λατρεία των εικόνων ταυτίζεται τελικά με την ίδια την έννοια της Ορθοδοξίας, δηλαδή το ορθό δόγμα/ορθή πίστη, είναι γιατί συνοψίζει την αναγνώριση του θεμέλιου θεολογικού δόγματος της ενσάρκωσης του Κυρίου και της αχώριστης και αδιαίρετης θεανθρώπινης φύσης του : ως τέλειος άνθρωπος που υπήρξε, η «εικονική ανατύπωσις » της ανθρώπινης μορφής του, και κατ´έπέκταση εκείνη των Αγίων, των αθλητών της πίστεως, είναι δυνατή και επιθυμητή, « εὐαπόδεκτον καὶ εὐάρεστόν ἐστιν ἐνὠπιον τοῦ Θεοῦ». Αντιστρόφως, η άρνηση της εικαστικής αναπαράστασης του Κυρίου ισοδυναμεί με άρνηση της θεολογίας της ενανθρώπησής του και της σωτηριολογικής σημασίας της για τον άνθρωπο.

Στο εξής, η όποια υπόνοια αμφισβήτησης της λατρείας των εικόνων ή φιλοσοφικής προσέγγισης της θεανθρώπινης φύσης του Ιησού Χριστού αντιμετωπίστηκε ως σοβαρή απειλή για την σταθερότητα και την ειρήνη της ίδιας της αυτοκρατορίας και κατά συνέπεια πάραυτα καταδικαστέα. Έτσι, το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, που περιλαμβάνει τις αποφάσεις των επτά οικουμενικών συνόδων της Εκκλησίας και την ονομαστική καταδίκη των αιρετικών που αμφισβήτησαν το δόγμα, συμπληρώθηκε ακόμα τον 11ο και 12ο αιώνα και για τελευταία φορά τον 14ο αιώνα (ησυχαστική έριδα) με τον αφορισμό εκείνων των οποίων η διδασκαλία, τα κείμενα ή η δραστηριότητα κρίθηκε αιρετική και συνεπώς άξια αναθέματος.

Η εικόνα της Ορθοδοξίας

Αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, η εικόνα με τίτλο « Η Ορθοδοξία » εμφανίστηκε στην χριστιανική τέχνη μόνο έξι αιώνες αργότερα (!), και πιο συγκεκριμένα στα μέσα του 15ου αιώνα. Το παλαιότερο σωζόμενο δείγμα βυζαντινής περιόδου, που σήμερα φυλάσσεται στο Βρεταννικό Μουσείο, μπορεί να χρονολογηθεί μετά το 1436 (εικ. 4).
Η εικονογραφική σύνθεση είναι οργανωμένη σε δύο οριζόντιες ζώνες και η καθεμία, γύρω από μία κεντρική εικόνα που περιβάλλουν δύο διακριτές ομάδες πιστών. Στην επάνω ζώνη, στο κέντρο, δύο άγγελοι παραστάτες πλαισιώνουν μία εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, τοποθετημένη σε βάθρο καλυμμένο με βαρύτιμο κεντητό ύφασμα. Αριστερά, στέκονται με ευλάβεια η αυτοκράτειρα Θεοδώρα και ο ανήλικος γιός της, Μιχαήλ Γ΄, και δεξιά, ο πατριάρχης Μεθόδιος, ένας επίσκοπος και δύο μοναχοί, τα ονόματα των οποίων έχουν σβηστεί. H κάτω ζώνη της σύνθεσης απεικονίζονται οι Άγιοι Ομολογητές (της πίστεως), έντεκα υπέρμαχοι των εικόνων που διώχθηκαν ή μαρτύρησαν κατά τη διάρκεια της εικονομαχικής περιόδου. Μεταξύ αυτών, στο κέντρο, ο Θεόδωρος Στουδίτης και ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, κρατώντας ανάμεσά τους μία εικόνα του Χριστού, οι αδελφοί Θεόδωρος και Θεοφάνης Γραπτός, ο άγιος Ιωαννίκιος και, αριστερά, η αγία Θεοδοσία, κρατώντας μία εικόνα.

Στην παλαιολόγεια περίοδο, η λατρεία των αδελφών Γραπτών, του αγ. Ιωαννικίου και κυρίως της Αγίας Θεοδοσίας, που σύμφωνα με τη παράδοση μαρτύρησε το 729, προσπαθώντας να εμποδίσει την απομάκρυνση της εικόνας του Χριστού από την πόρτα του παλατιού κατ´εντολή του αυτοκράτορα, γνώρισε μία αναζωπύρωση. Πιο συγκεκριμένα, η αναβίωση της λατρείας της αγίας συνδέθηκε με τη θαυματουργή επέμβασή της, το 1436, στην θεραπεία του γηραιού πατριάρχη Ιωσήφ Β´( 1416-1439), έτσι που η παρουσία της στην εικόνα να αποτελεί κριτήριο χρονολόγησης του εικονογραφικού αυτού θέματος.

Το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο

Η χρονική στιγμή της εμφάνισης της εικόνας σε συνδυασμό με τα εικονιζόμενα πρόσωπα καθιστά σαφές ότι ο χαρακτήρας της σύνθεσης δεν είναι αναμνηστικός ή εορταστικός του ιστορικού γεγονότος του 9ου αιώνα, αλλά ότι εγγράφεται στο κλίμα της πνευματικής και κοινωνικής κρίσης που προκάλεσε η καισαροπαπική πολιτική των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων υποστηρίζοντας την ένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία : αν η Ένωση ήταν η μόνη ελπίδα των Παλαιολόγων να εξασφαλίσουν την συμμαχία του Πάπα απέναντι στις κατακτητικές βλέψεις Λατίνων μοναρχών, και αργότερα των Οθωμανών, ο κλήρος και ο λαός του Βυζαντίου ήταν αποφασισμένος να μην υποκύψει στις απαιτήσεις του καθολικού ποντίφηκα, που ζητούσε υποταγή της Ανατολικής εκκλησίας στην εξουσία του. Εκτός από τις δογματικές και λειτουργικές διαφορές που χώριζαν τις δύο Εκκλησίες, η καχυποψία, αν όχι η εχθρότητα, του λαού απέναντι στους Δυτικούς μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, βάραινε ιδιαίτερα στην αδιάλλακτη στάση της ανθενωτικής πλειοψηφίας.

Τις παραμονές της συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας (1437-1441), στην οποία ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος βάσιζε τις τελευταίες του ελπίδες για μια κοινή άμυνα του χριστιανικού κόσμου απέναντι στο Ισλάμ, με αντίτιμο την υποταγή της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης στην εκκλησία της Ρώμης, οι Οθωμανοί βρίσκονταν ήδη προ των πυλών της Βασιλεύουσας. Σε αυτό το πλαίσιο, η σύνθεση της εικόνας της Ορθοδοξίας προβάλλει σαν λάβαρο ομολογίας πίστεως.

Ηχεί ως έκκληση για σύμπνοια και σύμπραξης πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας για την προάσπιση του ορθοδόξου δόγματος, όπως άλλοτε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα και ο πατριάρχης Μεθόδιος.

Υπενθυμίζει στα μέλη της βυζαντινής αποστολής στη Φερράρα– με αρχηγό τον ανθενωτικό πατριάρχη Ιωσήφ Β΄, που θεράπευσε η αγία Θεοδοσία – πως οι αγώνες και οι θυσίες των Αγίων της στήριξαν το πνευματικό κύρος της χιλιόχρονης ιστορικής πορείας της ανατολικής Εκκλησίας.

Και δεν θα ήταν ίσως υπερβολή να πούμε πως διακηρύσσει την Ορθοδοξία ως σύμβολο της ιστορικής, πνευματικής και πολιτιστικής ταυτότητας ενός « βυζαντινού » έθνους εν γενέσει.

πηγή