Η Κυριακή της Τυρινής ήταν ημέρα συγχώρεσης!

Οι νοικοκυρές έφτιαχναν τυρόπιτες και τις μοίραζαν στη γειτονιά και στα συμπεθέρια, μαζί με ένα κομμάτι χαλβά, για τις ψυχές αυτών που έφυγαν… Παρομοίως και τα συμπεθέρια των αρραβωνιασμένων θα αντάλλασσαν επισκέψεις και δώρα στα σπίτια της νύφης και του γαμπρού. Τη μέρα αυτή, μικροί μεγάλοι, τηρούσαν το «προστάβανι», με μεγάλη ευλάβεια και σεβασμό. Με ένα πορτοκάλι στο χέρι θα περνούσαν από το σπίτι των παππούδων να ζητήσουν συγχώρεση οι μικρότεροι από τους μεγαλύτερους. Από τον μεγαλύτερο μέχρι τον μικρότερο, με σειρά ηλικίας, θα έδιναν ένα πορτοκάλι, θα φιλούσαν το χέρι του παππού και της γιαγιάς και ύστερα όλη η οικογένεια θα αγκαλιάζονταν, ζητώντας συγχώρεση για ό,τι άσχημο είπαν ή έκαναν τη χρονιά που πέρασε. Μετά, σειρά είχαν οι κουμπάροι και οι νούνοι, ο καλητάτας και η καλημάνα. Θα πήγαιναν στο σπίτι τους για το «προστάβανι», να δώσουν το πορτοκάλι και να πάρουν συγχώρεση, να κεραστούν και να σχολιάσουν τα νέα της οικογένειας και του χωριού. Έτσι, αφήνοντας πίσω τους τυχόν κακίες και παρεξηγήσεις, με καθαρή καρδιά και ψυχή, ετοιμάζονταν για τη Σαρακοστή που ξεκινούσε και για τη μεγάλη γιορτή της Πασχαλιάς και της Ανάστασης του Θεανθρώπου που ακολουθεί. Η επιλογή του πορτοκαλιού στη διενέργεια του εθίμου, δεν ήταν φυσικά τυχαία. Το πορτοκάλι δυσεύρετο και ακριβό την εποχή εκείνη για ένα ορεινό χωριό της Μακεδονίας, αλλά ταυτόχρονα εντυπωσιακό σε χρώμα και γλυκό σε γεύση, αποτελούσε ένα πολύτιμο δώρο προσφοράς προς τα τιμώμενα πρόσωπα, που στην παραδοσιακή κοινωνία της Όσσας δεν ήταν άλλα από τους παππούδες και τους κουμπάρους, πρόσωπα σεβάσμια που απολάμβαναν ιδιαίτερης τιμής και σεβασμού.
Από νωρίς το απόγευμα, αντιλαλούσαν οι μαχαλάδες και τα σοκάκια του χωριού από τα παιχνίδια, τις φωνές και τα τρεχαλητά των παιδιών. Τα μεγαλύτερα αγόρια, από καιρό μάζευαν πουρνάρια, ξύλα και τσάκνα ανά γειτονιές, φυλάγοντάς τα νυχθημερόν και σε βάρδιες, μην τους τα κλέψουν τα παιδιά από τους άλλους μαχαλάδες, ώστε νωρίς το πρωί της Δευτέρας -αξημέρωτα ακόμη- να τα ανάψουν στη γειτονιά τους, συναγωνιζόμενοι ποια γειτονιά θα έχει την τρανύτερη «σίρνιτσα»! Αφού έπεφτε η φωτιά, πηδούσαν από πάνω «για να φύγουν οι ψύλλοι»…δείγμα κι αυτό κάθαρσης των ψυχών και των σωμάτων…
Οι πιο ηλικιωμένοι κάθονταν στα καφενεία, με λίγο μεζέ κι ένα ούζο στο χέρι. Κάποιοι πιο μερακλήδες και καλήφωνοι θα έπιαναν και το τραγούδι…με εκείνα τα βαριά αργόσυρτα τραγούδια της τάβλας, με το βυζαντινό ηχόχρωμα και ύφος, που τραγουδιούνταν στα ντόπια ορεινά χωριά του Βερτίσκου και του Παγγαίου και που οι ιστορίες τους χάνονται στα βάθη των αιώνων… Οι σύγχρονοι λαογράφοι και εθνομουσικολόγοι τα κατατάσσουν στις «Παραλογές». Τραγούδια σπάνια και πολύτιμα, τραγουδισμένα παραμύθια με στοιχεία από αρχαίους μύθους, μέσα από τα οποία ο λαός μπόρεσε να ενώσει το πραγματικό με το υπερφυσικό και να αφηγηθεί ιστορίες που συνέβησαν ή θα μπορούσαν να συμβούν…
Το ίδιο βράδυ, όλοι θα έβγαιναν στις δύο πλατείες, στην Πάνω και στην Κάτω Αγορά και στα πολυάριθμα καφενεία του χωριού. Αντάλλασσαν ευχές, έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευαν με φίλους και παρέες, άλλοτε με καμιά λατέρνα κι άλλοτε με καμιά μικρή ορχήστρα που θα βρίσκονταν εκεί ή στη χειρότερη με τον ήχο από το jukebox. Οι ελεύθεροι αντάλλασσαν και καμιά κρυφή ματιά με τα όμορφα κορίτσια του χωριού, που εκείνη την ημέρα θα φορούσαν τα καλά τους και θα έβγαιναν κι αυτές στο σεργιάνι… Φυσικά, δεν έλειπαν τα χωρατά και τα πειράγματα ή τα αυτοσχέδια μασκαρέματα με ό,τι έβρισκε ο καθένας από ρούχα, καπέλα κλπ.
Η Καθαρά Δευτέρα θα τους έβρισκε όλους μονιασμένους κι αγαπημένους γύρω από το σαρακοστιανό τραπέζι με τη φασολάδα, αλλά και με το «κουσάφι», ένα είδος κομπόστας που τρώγεται είτε ζεστή, είτε κρύα και περιέχει μήλο, κυδώνι, σύκα, σταφίδες, αχλάδι, δαμάσκηνο, ζάχαρη, σουσάμι, κανέλα και γαρύφαλλο.
Έτσι, πέρναγε η Αποκριά στην Όσσα, με μικρούς και μεγάλους, απαλλαγμένους για λίγο από τις σκοτούρες του καθημερινού μόχθου και βίου, με καθαρή τη συνείδηση, χαρούμενοι, αγαπημένοι και έτοιμοι για τον ερχομό της άνοιξης και με τη σκέψη στο γλυκό καλοκαιράκι που θα ακολουθούσε!
Καλή Σαρακοστή!
Χρόνια πολλά και σ’χωρεμένα!

Γράφει ο Άγγελος Μήτσας

Θεσσαλονίκη σήμερα, τώρα | Εκδηλώσεις, Νέα | Guide