Η λεμονιά του Θεού

«- Η μητέρα μου πάλι ‘λεγε αλλιώς. Οι ανθρώποι, λέει, μόλις γεννηθούνε άντρες και γυναίκες, ζούνε πάνω στη λεμονιά του Θεού. Γίνονται ανθοί της λεμονιάς. Μα άλλους ανθούς τους κρατάει η λεμονιά και τους δένει, κι άλλους τους πετάει…

Η θειά Λένη αναστέναξε:
– Γιατί τους ρίχνει τους μισούς; Γιατί δεν τους κρατάει όλους τους ανθούς της; Τη ρωτάμε΄απόκριση δε δίνει…. Μόλις κρατηθεί ο ανθός, αρχίζει να δένει. Να φουσκώνει. Να μεγαλώνει…. Μα δεν περνάει ποτές από του κηπουρού το μυαλό, που φύτεψε τη λεμονιά, πώς ένας άντρας μπορεί να ζήσει δίχως γυναίκα, η μια γυναίκα δίχως άντρα.

Ευτύς από την αρχή ελογάριασε κι είπε, πως το κάθε λεμόνι κρύβει ένα ταιριαστό ζευγάρι. Ένα ευλογημένο αντρόγυνο. Να ζήσουνε μαζί – μαζί. Να σογεράσουνε. Να γεννοβολήσουνε. Να κάμουνε καινούργιες λεμονιές….
Μα οι άνθρωποι δεν έχουνε νου. Μόλις καμωθεί το λεμόνι, παίρνουν το μαχαίρι και το κόβουν στα δυο! Χωρίζουν τα ταιριασμένα ζευγάρια! Γεμίζει χάμω η λεμονιά. Γεμίζει ο κόσμος όλος από μοιρασμένα λεμόνια, που ψάχνουνε μ’ορθάνοιχτα τα μάτια τους, που αγωνίζουνται μέσα στην ανακατωσούρα ν’ανακαλύψουνε τα ταιρια τους!… Δεν είναι εύκολο!

Μα και δεν απελπίζουνται…. Αυτό είναι το χειρότερο απ’όλα. Γιατί ξέρουνε στα σίγουρα, πως κει μέσα βρίσκεται το ταίρι τους. Καμία φορά, παραζαλισμένα από το ψάξιμο, ξεγελιούνται. Θαρρούνε πως το πέτυχαν! Βλέπουν πως το μπόι τους έρχεται ανάλογο, πως το χρώμα δεν παραλλάσσει και βαριεστημένοι από την τόση κούραση, τ’αρπάζουν και το κάνουν ταίρι τους.
Μα τι να κάμει το μπόι; Τι να σου κάμει το χρώμα; Αφού οι καρδιές δε μοιάζουν; Αφού τα σκελίδια δε συμφωνoύν; Αφού οι ψυχές δεν συνταιριάζουν;

Έπρεπε πρώτα να κοιτάξουν να δουν σοφυλλιάζουνται τα μέσα; Ύστερα να κοιτάξουν τα έξω. Μα είμαστε λιγόμυαλοι. Ξετάζουμε τις φιγούρες. Δυστυχισμένε άνθρωποι, με τις φλούδες θα φτιάξεις σπίτι; Με τις φλούδες θα περάσεις τη ζήση σου ή με την καρδιά;»