Πήγαν κάποιοι στον Αββά Σισώη, για να ακούσουν απ’ αυτόν ωφέλιμο λόγο και τίποτε δεν τους είπε. Πάντα δε έλεγε: «Συγχωρήστε με». Βλέποντας δε τα ζεμπίλια του, είπαν στον μαθητή του Αβραάμ»: «Τί τα κάνετε αυτά τα ζεμπίλια;». Και εκείνος είπε: «Εδώ και εκεί τα ξοδεύουμε». Ακούοντας δε ο γέρων, είπε: «Και ο Σισώης από εδώ και από εκεί τρώγει». Και εκείνοι, ακούοντας, πολύ ωφελήθηκαν. Και έφυγαν με χαρά, οικοδομημένοι από την ταπείνωσή του.
Συμβουλεύθηκε ο Αββάς Αμμών της Ραϊθώ τον Αββά Σισώη: «’Όταν διαβάζω κάτι στη Γραφή, ο λογισμός μου με σπρώχνει να φιλοτεχνήσω σχετικό λόγο, για να τον έχω αν με ρωτήση τινάς». Του λέγει ο γέρων: «Δεν χρειάζεται. Καλύτερα είναι από την καθαρότητα του νου να αποχτήσης και την αμεριμνησία και τον λόγο».
Πήγε κάποτε ένας λαϊκός με τον γυιό του στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου. Και στον δρόμο, συνέβη να πεθάνη ο γυιός του. Και δεν ταράχθηκε, αλλά τον πήρε και τον έφερε στον γέροντα με πίστη. Και πρόσπεσε με τον γυιό του, σαν να έκαναν μετάνοια, για να ευλογηθούν από τον γέροντα. Σηκώνεται κατόπιν ο πατέρας, αφήνει το παιδί στα πόδια του γέροντος και βγαίνει έξω. Ο δε γέρων, νομίζοντας ότι του έκανε ακόμη μετάνοια, του λέγει: «Σήκω, πήγαινε έξω». Γιατί δεν ήξερε ότι πέθανε. Και ευθύς σηκώθηκε και βγήκε. Και βλέποντάς το ο πατέρας του, σάστισε. Εισέρχεται λοιπόν, προσκυνά τον γέροντα και του ανακοινώνει το γεγονός. Ακούοντας δε ο γέρων, λυπήθηκε. Γιατί δεν ήθελε να γίνη αυτό. Του παρήγγειλε δε ο μαθητής του, να μη το πη σε κανέναν, ώσπου να εκδημήση ο γέρων.
Συμβουλεύθηκε ο Αββάς Αμμών της Ραϊθώ τον Αββά Σισώη: «’Όταν διαβάζω κάτι στη Γραφή, ο λογισμός μου με σπρώχνει να φιλοτεχνήσω σχετικό λόγο, για να τον έχω αν με ρωτήση τινάς». Του λέγει ο γέρων: «Δεν χρειάζεται. Καλύτερα είναι από την καθαρότητα του νου να αποχτήσης και την αμεριμνησία και τον λόγο».
Πήγε κάποτε ένας λαϊκός με τον γυιό του στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου. Και στον δρόμο, συνέβη να πεθάνη ο γυιός του. Και δεν ταράχθηκε, αλλά τον πήρε και τον έφερε στον γέροντα με πίστη. Και πρόσπεσε με τον γυιό του, σαν να έκαναν μετάνοια, για να ευλογηθούν από τον γέροντα. Σηκώνεται κατόπιν ο πατέρας, αφήνει το παιδί στα πόδια του γέροντος και βγαίνει έξω. Ο δε γέρων, νομίζοντας ότι του έκανε ακόμη μετάνοια, του λέγει: «Σήκω, πήγαινε έξω». Γιατί δεν ήξερε ότι πέθανε. Και ευθύς σηκώθηκε και βγήκε. Και βλέποντάς το ο πατέρας του, σάστισε. Εισέρχεται λοιπόν, προσκυνά τον γέροντα και του ανακοινώνει το γεγονός. Ακούοντας δε ο γέρων, λυπήθηκε. Γιατί δεν ήθελε να γίνη αυτό. Του παρήγγειλε δε ο μαθητής του, να μη το πη σε κανέναν, ώσπου να εκδημήση ο γέρων.