του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου -συγγραφέα
ΓΕΝΙΚΑ: Μεμψίμοιρος είναι αυτός που είναι μόνιμα απαισιόδοξος, κλαίει συνεχώς τη μοίρα του, τα βλέπει όλα μαύρα. (από το “μέμφομαι” και το “μοίρα”, αυτός, δηλαδή, που κατηγορεί τη μοίρα του). Και δεν κάνει τίποτα για να αλλάξει την κατάσταση που τον κάνει να αισθάνεται θλιμμένος!
ΜΕΜΨΙΜΟΙΡΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ: Η ανάπτυξη στην κοινωνία μας έγινε με ταχύτατους ρυθμούς, μέσα σε λίγα σχετικώς χρόνια. Και όμως ο άνθρωπος ο μονόχνοτος, ο μεμψίμοιρος, ο αχάριστος συνεχώς μεμψιμοιρεί και μέμφεται και εξανίσταται εναντίον του Θεού και των συνανθρώπων του για την δήθεν δυστυχία του. Δεν λογαριάζει πόσο έχει βελτιωθεί η ζωή του από τότε που γεννήθηκε, ή κοιτώντας πως ζούσαν οι προηγούμενες γεννιές, αλλά συνεχώς παραπονιέται και διαμαρτύρεται για ό,τι προσωρινά έχει χάσει. Ας σκεφτούμε πόσο έχει βελτιωθεί η κατοικία μας, η τροφή μας, η περίθαλψή μας, η εκπαίδευσή μας, η διασκέδασή μας… μέσα σε λίγα χρόνια.
Πόσοι από εμάς δεν θα είχαν φτάσει στην ηλικία στην οποία τώρα βρίσκονται, και απολαμβάνουν τη ζωή, αν δεν υπήρχε η σύγχρονη ιατρική και οι σύγχρονες θεραπείες. Τα παιδιά μας μορφώνονται, χωρίς ανυπέρβλητες δυσκολίες, η κοινωνία μας εξημερώνεται και συνεχώς βελτιώνεται. Μη δίνουμε σημασία σε μερικά παραδείγματα ευκαιριακά, ίσως προσωρινά εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Κι αυτή ίσως η κρίση να οφείλεται στην μεμψιμοιρία μας και την απίστευτα αχόραστη απληστία μας. Ο Απόστολος Ιούδας ο Θεάδελφος μεταφέροντας μια προφητεία του Ενώχ, γράφει στην Καθολική του Επιστολή: “ήλθε Κύριος (…), ποιήσαι κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ελέγξαι πάντας τους ασεβείς (…) Ούτοι εισι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τας επιθυμίας αυτών πορευόμενοι” (Ιούδ. 15,16).
ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: Πολλά ζευγάρια που ετοιμάζονται να παντρευτούν, συχνά δεν συνειδητοποιούν ότι η συμβίωση έχει χαρές, αλλά συνοδεύεται από πολλές δυσκολίες. Συχνά, γρήγορα ο ενθουσιασμός δίνει τη θέση του σε γκρίνια και μεμψιμοιρίες. Ο λόγος είναι ότι η καθημερινότητα και οι ανάγκες της δημιουργούν κλίμα προστριβών και πλήξης. Έτσι, είναι διαφορετικό να συναντάς κάποιον που αγαπάς για να διασκεδάσεις, να κουβεντιάσεις, να πας εκδρομή μαζί του, και άλλο η καθημερινότητα και οι ερωτήσεις του τύπου: πλήρωσες το λογαριασμό; Ή, τι θα φάμε σήμερα; Συζητήσεις αυτού του είδους θεωρούνται από πολλούς φθοροποιές και ανούσιες, αλλά δυστυχώς είναι απαραίτητες για την οργάνωση της καθημερινής ζωής. Κάπως έτσι, η καθημερινότητα με τις ανάγκες της και την επανάληψη των ίδιων δείχνει σαν μυλόπετρα. Ξεκινάμε λοιπόν την κοινή μας ζωή συχνά μέσα σ’ ένα κλίμα ιδεαλισμού και ευφορίας.
Ειδικά οι νέες κοπέλες οδεύουν προς το γάμο με την ψευδαίσθηση ότι θα ξεφύγουν από την καταπίεση και τον έλεγχο των γονέων τους και θα ζουν μια ελεύθερη και ανεξάρτητη ζωή. Σύντομα όμως, η καθημερινότητα προσγειώνει απότομα. Ο γάμος δεν είναι πεδίο ελεύθερης και ανεξάρτητης ζωής. Έχει ευθύνες και υποχρεώσεις, που φέρνουν συχνά τη μεμψιμοιρία σε και τους δύο συζύγους. Η μεμψιμοιρία, εδώ, αγνοεί μια βασική παράμετρο: Η εις γάμον κοινωνία απαιτεί διπλασιασμό των καθηκόντων μας αλλά και υποδιπλασιασμό των δικαιωμάτων μας.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΜΨΙΜΟΙΡΙΑΣ: Μέσα στον καταιγιστικό ειρμό ειδήσεων περί πιθανής πτώχευσης και πείνας, στον παραλογισμό των δημοσιογραφικών κορώνων επελαύνουσας καταστροφήςι, εμείς πρέπει να σταθούμε γερά στα πόδια μας και κόντρα στα αισθήματα μεμψιμοιρίας που κατακλύζουν πολλούς γύρω μας. Να συμβάλλουμε στη στήριξη των συνανθρώπων μας, αντιστρέφοντας, ει δυνατόν, τις ζοφερές καταστάσεις με όπλα την πραγματική πίστη και την ανιδιοτελή θυσιαστική αγάπη. Μια αγάπη, που στέκεται απέναντι στην συνεχή ανά τους αιώνες μεμψιμοιρία.
Τέτοιο παράδειγμα αγάπης είναι και η ιστορία του Σάββα που βρίσκεται στο πατερικό κείμενο της Λαυσαϊκής Ιστορίας του Παλλάδιου. Διαβάζουμε λοιπόν: “Ένας κοσμικός κατά τους χρόνους εκείνους, ονομαζόμενος Σαβάς, κατήγετο από την Ιεριχώ. Αν και είχε και γυναίκα εν τούτοις ανεδείχθη τόσον πολύ φιλομόναχος, ώστε να περιτριγυρίζει τας νύκτας, τα διάφορα κελλιά των μοναχών και την έρημον και να αφήνει έξω από κάθε μοναχικόν κατάλυμα ένα μόδιον φοίνικας και την απαιτουμένην ποσότητα λαχάνων, επειδή οι ασκηταί της περιοχής του Ιορδάνου δεν έτρωγον άρτον”. Ο Σάββας, δεν αρκείτο απλώς στην «δεκάτη», δεν σκεφτόταν πιθανό «κούρεμα» του μισθού και της περιουσίας του, αδιαφορεί για το οικονομικό μοντέλο της αποταμίευσης. Ο Σάβας ελεεί «ανελέητα».
Δεν τον κυριαρχεί η λογική της άλογης αποθήκευσης για κάποια τυχόν οικονομική χρεωκοπία. Μάλιστα η αγαπητική διακονία του γίνεται «εν ταις νυξί», εκτός= “ωραρίου”, στα σκοτάδια, στην αφάνεια. Χωρίς θορυβώδη επίδειξη του κοινωνικού του έργου. Ο Σάβας λόγω της παράλογης λογικής της “απόλυτης” χριστιανικής αγάπης έφθασε στην προπτωτική αθωότητα! Μετά από αυτά αναλογιζόμαστε το μεστό μεμψιμοιρίας ερώτημα της εποχής μας που έρχετσι από τα βάθη των αιώνων: “ινατί, Κύριε, αφέστηκας μακρόθεν, υπεροράς εν ευκαιρίαις, εν θλίψεσιν;” Γιατί μας αφήνεις Κύριε στα χέρια των ανελέητων δανειστών και τραπεζιτών, των ανοικονόμητων οικονομολόγων, των σαθρού ηθικού αναστήματος πολιτικών, των αδίκων κριτών αλλά και όλων των άλλων δυνάμεων που οραματίζονται την πνευματική υποδούλωσή μας; Μήπως αντίθετα από την αγάπη του φτωχού οικογενειάρχη Σάββα, όλοι εμείς αγνοούσαμε τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, τον «ελάχιστο αδελφό του Χριστού», που ικετευτικά ζητούσε και ζητά την όποια προσφορά μας, ίσως απλώς ένα ζεστό λόγο, την εκούσια παραίτηση από την προσωπική ευχαρίστηση και το αγαπητό μας θέλημα και βόλεμα, για λίγη συντροφιά και κατανόηση, κάποτε μόνο για ένα χαμόγελο ή μια επίσκεψη στην ασθένειά του;
ΔΙΕΞΟΔΟΣ: Επειδή ο ορθόδοξος χριστιανός δεν απογοητεύεται από την κακία, αλλά συγκινείται από τη φιλανθρωπία του Θεού, έχει την πεποίθηση ότι την έξαρση του κακού θα ακολουθήσει η τελική συντριβή του. Όσο πιο πυκνό γίνεται το σκοτάδι, τόσο πιο σύντομα θα έλθει το φώς. Εάν όμως η αγάπη του Θεού θέλει να μας περάσει παιδαγωγικά από επώδυνες δοκιμασίες, πτώχευση ή και πείνα, στο τέλος θα υπερισχύσει η φιλανθρωπία Του και θα μας οδηγήσει σε βέβαιη αναψυχή. Η υπέρβαση λοιπόν της μεμψιμοιρίας μας είναι η Αγάπη. Έχοντας στο νου μας πως οι άνθρωποι υποφέρουν και πεθαίνουν από την έλλειψη Θεού, μπορούμε να βοηθήσουμε προσφέροντάς τους τον Θεό, τον Θεό του ελέους και της ευσπλαχνίας.
Χωρίς αγάπη δεν υπάρχει ζωή, και ζωή υπάρχει μόνο στην προσφορά στον άγνωστο αδελφό! Στην αγαπητικη βοήθεια εκείνων, που υποφέρουν σηκώνοντας αγόγγυστα τον «σταυρό» τους. Όσο για την ανάγκη του χρήματος ας ακούσουμε έναν σύγχονο ορθόδοξο Γέροντα, παγκοσμίου ακτινοβολίας: “να ξαναβάλουμε και στο χρήμα πνεύμα”, επισημαίνοντας: “η συνετή άσκηση συνίσταται στο να περιορίσωμεν εαυτούς εις εκείνο το αναγκαίον ελάχιστον των πραγμάτων και της ύλης, άνευ του οποίου η ζωή θα καθίστατο αδύνατος (…) η αγάπη προς τας κτήσεις εκδιώκει την αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον. Οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται και δεν θέλουν να εννοήσουν ότι εκ της απληστίας των επιθυμιών αυτών, αι οποίαι κυριεύουν τα πνεύματα και τας καρδίας αυτών εκπηγάζουν τα αναρίθμητα παθήματα ολοκλήρου του κόσμου” (Σοφρώνιος Έσσεξ). Σκεφτόμενοι έτσι, εξοικονομούμε μικροποσά από το υστέρημά μας για την κατάθεση προσφοράς αγάπης στα χέρια εμπερίστατων αδελφών μας, ενώ συγχρόνων ξεπερνιέται η μεμψιμοιρία και το άγχος της οικονομικής κρίσης.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Όσο για το πώς θα υποφέρουμε πιθανό οικονομικό καταποντισμό, την απάντηση τη δίδει ο Ίδιος ο Κύριος: “Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού” και: “Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού”. (Ματθ. στ’ 26, 28). Ο κόσμος των πτηνών με το ανέμελο κελάδημά τους φανερώνει δοξολογική διάθεση διότι έχουν τροφέα, συντηρητή, προνοητή, χωρίς άγχος και τύρβη μεριμνών. Όσο για τον “κατ’ εικόνα Θεού” άνθρωπο, ο ουράνιος Τροφέας “κελεύει μη δεί φροντίζειν”, όχι βασανιστικές μέριμνες, όχι υστερία στην κρίση, όχι στην μεμψιμοιρία της απιστίας, όχι στη γκρίνια και το κατσούφιασμα. Εμπιστοσύνη στο Χριστό χρειάζεται. Ας σκεφτούμε ότι με περισσότερα υψωμένα δεόμενα χέρια, και περισσότερα λυγισμένα γόνατα σίγουρα θα “καμφθεί” η φιλανθρωπία Κυρίου. Έτσι θα έρθει ο “κουφισμός”, η πολυπόθητη αναψυχή μας στο πυκνό, αδιαπέραστο ζοφερό σκοτάδι! Όσο γι’ αυτούς που μας οδήγησαν σ’ αυτή τη σημερινή κατάσταση ας θυμηθούμε πως: “Δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησε” και: “Ανάστα ο Θεός κρίνον την γήν” και ακόμη το ψαλμικό: “απωλούνται οι αμαρτωλοί… από προσώπου του Θεού”.