Η ομορφιά του Ψυχοσάββατου

Σήμερα, από το πρωί, ένιωθα μια αναπάντεχη χαρά και συγκίνηση. Σα να είχε ανοίξει κάπου – κάπου μέσα μου – μια μυστική πόρτα, που με σύνδεε με όλους τους κόσμους, από τους οποίους προσδοκούσα να ξεπροβάλουν και να με συναντήσουν πρόσωπα, που μόνο στα όνειρά μου και στις κρυφές επιθυμίες μου τα συναντούσα. Πρόσωπα της οικογένειάς μου, όχι μόνο συγγενείς, αλλά και φίλοι, φίλοι των γονιών μου, άνθρωποι που είχα γνωρίσει όταν ήμουν παιδί, μα και άλλοι, που είχαν ζήσει όταν ήταν παιδιά οι ηλικιωμένοι σήμερα γονείς μου. Και πρόσωπα, επίσης, που είχα ζήσει μαζί τους πρόσφατα, κι όμως το αόρατο χέρι του θανάτου τα άρπαξε, πρόωρα ή όχι, και τα εξαφάνισε από τη ζωή μας.
Το πρωί στο σχολείο, σε όλα τα τμήματα, εκτός απ’ το μάθημα της ημέρας, μιλήσαμε με τα παιδιά και για το Σάββατο των Ψυχών, το Ψυχοσάββατο.
Κάποια από αυτά γνώριζαν την ύπαρξή του, μερικά, εκείνα που προέρχονταν από τις πιο παραδοσιακές οικογένειες, ήξεραν ότι οι δικοί τους θα πήγαιναν κόλλυβα στην εκκλησία το απόγευμα. Άλλα δυστυχώς δεν είχαν ιδέα για το θέμα αυτό. Προσπαθήσαμε να μοιραστούμε μια κληρονομιά, που εδώ και αιώνες, τουλάχιστον, νοηματοδοτεί μια πλευρά της ζωής του λαού μας και μεταφέρει μηνύματα αγάπης κι αθανασίας. 

Εξηγήσαμε πως κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένο από την Εκκλησία μας στις ψυχές των νεκρών («κεκοιμημένων» λέμε κανονικά, δηλ. εκείνων που κοιμούνται – σωματικά εννοείται – σε αναμονή της κοινής ανάστασης), επειδή το Μεγάλο Σάββατο ο Χριστός ήταν νεκρός (και αυτό προτυπώνει και το αρχικό Σάββατο, η 7η μέρα της Δημιουργίας, που κατά την Παλαιά Διαθήκη ο Θεός είχε ολοκληρώσει το έργο Του και σταμάτησε, ευλογώντας την ημέρα και καθιερώνοντάς την ως ημέρα ανάπαυσης και λατρείας, δηλαδή πνευματικής αναγέννησης), όμως δύο ξεχωριστά Σάββατα, πριν την Κυριακή των Απόκρεω και την Κυριακή της Πεντηκοστής, η Εκκλησία μνημονεύει με ιδιαίτερη έμφαση τις ψυχές όλων των νεκρών, όλων των εποχών, «απ’ αρχής και μέχρι των εσχάτων».
Είπαμε πως ο λαός μας τις ημέρες εκείνες φέρνει στην εκκλησία κόλλυβα και γράφει τα ονόματα των κεκοιμημένων, τα οποία μνημονεύει ο ιερέας στην αγία πρόθεση, κατά την προετοιμασία της θείας μετάληψης, και για κάθε ένα βγάζει ένα ψιχουλάκι από το πρόσφορο, το οποίο κατόπιν θα μπει στο άγιο ποτήριο και θα ενωθεί με το σώμα και το αίμα του Κυρίου μας. 

Είπαμε επίσης πως τα κόλλυβα, αυτό το βρασμένο σιτάρι με τα καρυκεύματα, συμβολίζουν την ανάσταση των νεκρών, γιατί, όπως το στάρι το σπέρνουμε και το «θάβουμε» μέσα στη γη, κι εκείνο ξαναβλασταίνει, έτσι κι εμείς πεθαίνουμε, θαβόμαστε μέσα στη γη, αλλά περιμένουμε την ανάσταση – αυτός ο συμβολισμός βασίζεται στα λόγια του ίδιου του Ιησού Χριστού για το σπόρο του σίτου, με τον οποίο παρομοίασε τον εαυτό Του στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφάλαιο 12, στίχος 24 (το είπε μάλιστα στους Έλληνες, που είχαν ζητήσει να Τον δουν κι Εκείνος τους αποκάλυψε τη συνέχεια της αποστολής Του και την επικείμενη, ακατανόητη για τον πολύ κόσμο, δόξα Του).

Μιλήσαμε επίσης για τα κόλλυβα της Παναγίας και των αγίων, που προσφέρονται στο Άγιο Όρος και σε μερικές άλλες περιοχές της Ελλάδας κατά τις γιορτές τους.
Σήμερα λοιπόν, ημέρα Παρασκευή («Ψυχοπάρασκο» λέμε εδώ στην Κρήτη), είχαμε τις δουλειές μας και τις υποχρεώσεις της μέρας, μα κεντρική ιδέα στο νου μας ήταν κάτι ξεχωριστό: τα κόλλυβα που θα ετοιμάζαμε να προσφέρουμε στην εκκλησία, στον εσπερινό, υπέρ των αγαπημένων μας που έχουν φύγει για τον ουρανό, από τη «στρατευομένη» Εκκλησία, όπως λέμε, στη θριαμβεύουσα.

Η πεθερά μου, στο χωριό (χαροκαμένη, γιατί έθαψε και το παλικάρι της), από χθες θα ’χε αρχίσει την προετοιμασία – και μια θεια μας, που μίλησε με τη μάνα μου στο τηλέφωνο από το δικό μου χωριό, ανακοίνωσε κι εκείνη πως ετοιμαζόταν. Η γυναίκα μου το απόγευμα έφερε κόλλυβα από της μητέρας της, καθώς κι ένα μπουκάλι πεντανόστιμο, χλιαρό χυλό, για το «συχωρεμό», τη «μακαρία». 

Ήπιαμε εμείς, προσφέραμε και στους γονείς μου, που μένουν δίπλα.
Εμείς (η γυναίκα μου κι εγώ – έχουμε και μια μικρή κόρη, που βλέπει κι αυτή τι κάνουν οι γονείς της) δεν τα φτιάχνουμε μόνοι μας τα κόλλυβα… Δέσμιοι στον αγώνα δρόμου του σύγχρονου ανθρώπου, δεν ασχοληθήκαμε ποτέ τόσο ζεστά. Τα παραγγέλνουμε στο ζαχαροπλαστείο. Είναι μια αδυναμία αυτό, αν και η αλήθεια είναι πως προσθέτει μερικές καλημέρες και καλησπέρες και μερικά λαμπερά χαμόγελα γεμάτα αγάπη στη ζωή μας, όταν δίνουμε την παραγγελία κι όταν πάμε να παραλάβουμε το δισκάκι. 


Πήγα λοιπόν και το πήρα. Ο ήλιος έγερνε. Πήγαμε στην εκκλησία, στο ναό του νεκροταφείου, που είναι θαμμένοι και κάποιοι δικοί μας και είναι έτοιμο και το μνήμα της οικογένειάς μας, που περιμένει τους επόμενους, με την επιγραφή σκαλισμένη πάνω του «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών». Αμήν και πότε – να νικηθεί ο θάνατος, ο «έσχατος εχθρός», να σμίξουμε όλοι μαζί, μεταξύ μας, με τους αγίους, με τους αγγέλους και με το Χριστό, να χαιρόμαστε και να ζούμε πάντοτε…
Συμμετείχαμε στον όμορφο εσπερινό. Οι ψάλτες φίλοι μας, οι ιερείς φίλοι μας, μέσα στο εκκλησίασμα (κάθε χρόνο) πολλοί συγγενείς και φίλοι μας.
Μπροστά, μερικές δεκάδες πιάτα και δίσκοι, με τα αναμμένα κεριά τους. Εκατοντάδες ονόματα, που μνημόνευαν οι ιερείς, οι γνωστοί μας ιερείς, της ενορίας μας. Ονόματα, που μερικά ξέραμε σε ποιους ανήκουν, και τους θυμόμασταν με αγάπη, μερικά όχι. Μαζί μας και γύρω μας (εκτός των ψυχών, που φτερούγιζαν αθέατες), χωριανοί μας, γείτονες, φίλοι, γνωστοί μας, και άλλοι που δεν ήταν γνωστοί μας ώς πριν από λίγο, μα τώρα γίνονταν κι εκείνοι ένα μ’ εμάς και σε λίγο ανταλλάσσαμε στην αυλή της εκκλησίας κόλλυβα και ευχές για τους ζωντανούς και τους νεκρούς, όχι μόνο τους δικούς μας, μα «όλου του κόσμου», καθώς ο ήλιος προχωρούσε κι έγερνε γαλήνια σ’ ένα απόλυτα καθαρό και καρδιοτονωτικό ηλιοβασίλεμα.
Και μετά στο σπίτι. Να φάμε κι εμείς λίγα κόλλυβα. Να δώσουμε δίπλα, στα γεροντάκια (τα δικά μου γεροντάκια, τους γονείς μου), να κατεβάσουμε μερικά κάτω, στη γειτόνισσα, που αρέσουν και στα παιδιά της… Και ήδη βράδιασε και η μέρα αυτή κύλισε γλυκά, σαν μια κονταριά ενάντια στο θάνατο. Μια κονταριά φωτός. Μια κονταριά ζωής. Κονταριά αγάπης.

Το Ψυχοσάββατο, εκτός από την πνευματική του πλευρά, που είναι και η σημαντικότερη (ότι μνημονεύονται υπέρ αναπαύσεως στην εκκλησία οι κεκοιμημένοι), έχει και μια άλλη σημαντική πλευρά, παραγνωρισμένη… Μας συνδέει με τους προγόνους μας και με τους παλιούς μας φίλους και τους παλιούς φίλους της οικογένειάς μας, καθώς και με τους δικούς μας που έφυγαν πρόσφατα από τούτη τη γη, μεταξύ των οποίων και στενούς συγγενείς, κι εκείνους που έφυγαν πρόωρα και η φυγή τους σημάδεψε την καρδιά μας για πάντα – ή μάλλον όχι «για πάντα», αλλά μέχρι να πάμε κι εμείς εκεί, να τους συναντήσουμε, όπως ευχόμαστε, μέσα στο θείο και ανέσπερο Φως.
Επίσης μας συνδέει με τους συνανθρώπους μας, που έρχονται κι εκείνοι στην εκκλησία να μνημονεύσουν τους δικούς τους, κι έτσι ξαναγινόμαστε όντως «εκκλησία», δηλαδή συνάντηση και δεσμός αγάπης όλων των χριστιανών, ένα σώμα, με κεφαλή το Χριστό και μέλη όλους εμάς, μαζί με τη Θεοτόκο, τους αγίους και τους αγγέλους.
Και τέλος, μας θυμίζει αυτό που γενικά θέλουμε, υποσυνείδητα, να ξεχνάμε: ότι είμαστε κι εμείς θνητοί. Κι αυτό, όπως διδάσκουν οι άγιοι και σοφοί διδάσκαλοί μας, πρέπει να το θυμόμαστε κάθε μέρα, όχι για ν’ απελπιζόμαστε (αφού δεν υπάρχει θάνατος, μόνο αναχώρηση από εδώ για τη βασιλεία των ουρανών), αλλά για να κάνουμε τις σωστές επιλογές στη ζωή μας, να διαλέγουμε τα σημαντικά και τα αιώνια και όχι τ’ ασήμαντα και τα πρόσκαιρα, που πολλές φορές επιπλέον μας δηλητηριάζουν για την αιωνιότητα… 

Πριν λίγα χρόνια, κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους μια παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, το Coco, που η υπόθεσή της αναφερόταν στη μεξικάνικη «μέρα των νεκρών» και μάλιστα μέρος της δράσης εκτυλισσόταν, κατά φαντασίαν βέβαια, στον «άλλο κόσμο». Εκείνοι δεν ντράπηκαν, ούτε φοβήθηκαν να μιλήσουν γι’ αυτή τη μέρα. Εμείς, πολύ φοβάμαι πως απωθούμε πια την ανάμνηση των νεκρών μας και σύντομα δε θα θέλουμε να θυμόμαστε ούτε εκείνους, ούτε τη βασιλεία των ουρανών.
Ο θάνατος, όπως έχει πολλές φορές ειπωθεί, στο δυτικό κόσμο έχει υποβαθμιστεί. Υποβαθμίστηκε, είτε με το να τον κρύβουμε στο σκοτάδι (να μη φέρνουμε τους νεκρούς μας στο σπίτι, να μην πηγαίνουμε τα παιδιά στην κηδεία των παππούδων τους, να θέλουμε πάση θυσία να ζήσουμε, σα να μην υπάρχει μέλλον μετά το θάνατο, δηλαδή σα να μην είμαστε χριστιανοί, σε βαθμό που πλέον «απαγορεύεται να πεθάνεις», όπως είπε κάποιος), είτε με το να βλέπουμε χιλιάδες σκηνές φόνων ή και μαζικής εξόντωσης ανθρώπων σε ταινίες, βιντεοπαιχνίδια κ.τ.λ., που πεθαίνουν χωρίς κανείς να συγκινείται, σα να μην είναι άνθρωποι – κι έτσι μέσα μας ο δικός μας θάνατος γίνεται κάτι φοβερό, ένας μπαμπούλας ή ένα ταμπού (άντε να γίνεις μετά ήρωας ή μάρτυρας), ενώ ο θάνατος των άλλων μετατρέπεται σε κάτι ασήμαντο, που κανένα δεν συγκινεί… Και δυστυχώς γύρω μας οι άνθρωποι πεθαίνουν αληθινά, όχι μόνο στις ταινίες, αλλά ελάχιστοι συγκινούνται και κινητοποιούνται για τον πόνο και τον όλεθρο του πλησίον. 


Όλα αυτά, το Ψυχοσάββατο τα θεραπεύει. Και Ψυχοσάββατο δεν είναι μονάχα εδώ, μα σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπου γης… Για να επαναλάβω ένα απόσπασμα από άλλη συνάφεια: Ψυχοσάββατο είναι στις σπαραγμένες από τον εμφύλιο πόλεμο και τις εξωτερικές επεμβάσεις Ουκρανία και Συρία!
Στις χώρες της Αφρικής, τις ρημαγμένες από τη φτώχεια, τις δικτατορίες, τους εμφύλιους πολέμους και τους σύγχρονους αποικιοκράτες και δουλεμπόρους, όπου εκατοντάδες χιλιάδες Αφρικανοί έγιναν ορθόδοξοι χριστιανοί, μετά την ηρωική συμμετοχή των πρώτων ορθόδοξων ιερέων της Ουγκάντας στον αγώνα για την απελευθέρωση από τους Άγγλους!
Στις Ορθόδοξες Εκκλησίες της Αιγύπτου και της Τυνησίας (όπου στα αρχαία χρόνια αναδείχθηκαν κορυφαίοι ορθόδοξοι άγιοι) κάτω από τα λάβαρα και τα ξίφη των τζιχαντιστών!
Στην Γουατεμάλα, όπου 250.000 ντόπιοι (πρώην ρωμαιοκαθολικοί και πεντηκοστιανοί) έστειλαν αντιπροσώπους στον ορθόδοξο μητροπολίτη Μεξικού Αθηναγόρα και ζήτησαν μόνοι τους να γίνουν ορθόδοξοι χριστιανοί!
Στις χώρες των Βαλκανίων, από τις οποίες μας χώρισαν οι εθνικιστές, οι καπιταλιστές και οι ιμπεριαλιστές του χθες και του σήμερα.
Στη Ρωσία, τη Μολδαβία, τη Λευκορωσία, τη Λιθουανία και τις άλλες δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Στις Ορθόδοξες Εκκλησίες της Ινδίας, Κίνας, της Ταϊβάν, της Ιαπωνίας, της Ταϋλάνδης, των νησιών Φίτζι κ.τ.λ., που είναι λιγοστές, αλλά υπάρχουν και δίνουν ελπίδα στους ταλαιπωρημένους λαούς.
Στις Ορθόδοξες Εκκλησίες των δυτικών χωρών, όπου πολλοί άνθρωποι ανακαλύπτουν τις αρχαίες χριστιανικές ρίζες των δικών τους λαών, πριν ο παπισμός και ο προτεσταντισμός αλλοιώσουν το αυθεντικό χριστιανικό φρόνημα…
Και φυσικά στην Ελλάδα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, των μνημονίων, του ταπεινωμένου και προδομένου λαού και της πολιτισμικής αλλοτρίωσης.
Και αυτό το Ψυχοσάββατο, όπως κάθε μυσταγωγία, τελετή και εκδήλωση της Εκκλησίας μας, μας συνδέει με όλους αυτούς.

Απόκριες – ναι, ας το μάθουμε πια, γιατί το χρειαζόμαστε – δεν είναι μόνο το καρναβάλι!
Στα παιδιά, το πρωί, ο δάσκαλος έκλεισε μ’ αυτά τα λόγια:
«Η δική μου γενιά (η γενιά των γονιών σας) σε μεγάλο βαθμό έχει αποκοπεί απ’ αυτή την πνευματική κληρονομιά, με την οποία ο ίδιος ο λαός μας μεταφέρει μηνύματα αξιών και σχέσεων εδώ και αιώνες… Η δική σας γενιά, που έχει υιοθετήσει έναν εντελώς ξενόφερτο τρόπο ζωής (δοσμένο από τις μεγάλες δυνάμεις του καπιταλιστικού κόσμου για τις δικές τους σκοπιμότητες), σχεδόν αγνοεί και την ύπαρξη αυτής της κληρονομιάς.
»Θέλησα όμως να μοιραστώ μαζί σας την πληροφορία για την ύπαρξη και το νόημά της, για να σας παρακαλέσω, όταν έρθει η σειρά σας, να αναλάβετε και να συνεχίσετε αυτή την αποστολή. Γιατί ακούστε τι θα σας πω: οι νεκροί περιμένουν. Περιμένουν τη μνημόνευση. Υπάρχουν περιπτώσεις, που ψυχές εμφανίστηκαν στο όνειρο ζωντανών και ζήτησαν ακριβώς αυτό, μνημόνευση. Και μερικές φορές εκείνοι που είδαν το όνειρο δεν είχαν ιδέα τι ήταν αυτή η μνημόνευση και το έμαθαν από τις ίδιες τις ψυχές. Και ο άγιος Θεοδόσιος του Τσερνιγκώφ, στη Ρωσία, παρακάλεσε τον ηγούμενο του μοναστηριού του (στο όνειρό του) να μνημονεύει τους γονείς του και τον πληροφόρησε πως η ωφέλεια που έχουν όταν μνημονεύονται στην αγία πρόθεση είναι μεγαλύτερη απ’ αυτήν που μπορεί να τους προσφέρει εκείνος, όταν προσεύχεται γι’ αυτούς από τον ουρανό*»…

(*Το περιστατικό αναφέρει ο π. Σεραφείμ Ρόουζ στο βιβλίο του «Η ψυχή μετά τον θάνατο – Οι μεταθανάτιες εμπειρίες στο φως της ορθόδοξης διδασκαλίας»).

Και αναχωρώντας από το Ψυχοσάββατο, σαν ταξιδιώτες του χρόνου (αυτού του λειτουργικού, «σταυρικού» χρόνου, που κυλάει παράξενα μέσα στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας μας), έχουμε το βλέμμα στραμμένο πέρα, στο τέρμα κιόλας της Μεγάλης Σαρακοστής, όπου ατενίζουμε την ανάσταση. Την ανάσταση του Θεανθρώπου και τη δική μας. Όχι βέβαια χωρίς κόπο και χωρίς αγώνα. Κι αυτό είναι που την κάνει ωραιότερη και σπουδαιότερη…

http://o-nekros.blogspot.com/2019/03/blog-post_2.html