…βρέθηκα σέ ένα σκοτάδι τελείως άγνωστο καί τελείως διαφορετικό άπό τό συνηθισμένο σκοτάδι
Μου τά άφηγήθηκε ή ίδια.
Ή προσωπική της διήγηση, όπως μου τήν είπε…
«Μετά άπό μία χειρουργική έπέμβαση άφαίρεση νεφρού, ένώ όλα πήγαιναν καλά, συνήλθα καί άκουσα τό γιατρό νά μού λέει.
– Τελειώσαμε. Άνοίξτε τά μάτια σας.
Τότε έγώ άνοιξα τά μάτια, μετά τή νάρκωση καί έβλεπα θαμπά. Τήν ίδια στιγμή άκούω τούς γιατρούς νά μιλάνε ζωηρά μεταξύ τους λέγοντας.
– Πεθαίνει, πεθαίνει. Γιατί, αφού όλα πήγαιναν καλά; Ταυτόχρονα ένιωσα πολύ δυνατό πόνο στό κεφάλι καί άμέσως βρέθηκα σέ ένα σκοτάδι τελείως άγνωστο καί τελείως διαφορετικό άπό τό συνηθισμένο σκοτάδι.
Κυριεύθηκα άπό φόβο κι άγωνία.
Παρακαλούσα τήν Παναγία νά πεθάνω ή νά ζήσω, αρκεί νά γλυτώσω άπό αυτό τό σκοτάδι.
Τότε όπως κάνω μιά βαθειά εκπνοή, ένιωσα νά ξεχωρίζει ή ψυχή από τό σώμα.
Ό έαυτός μου τότε αίσθάνθηκε ύπαρξιακά νά είμαι όλοκληρωμένη προσωπικότητα, άλλά χωρίς σώμα.
Ανέβηκα ψηλά (άνυψώθηκα) μέσα στόν ίδιο χώρο πού ήταν οί γιατροί, δηλαδή μέσα στό μεταχειρουργικό θάλαμο.
Τούς έβλεπα πού προσπαθούσαν ιατρικά έπάνω στό σώμα μου. Είδα καί τό δικό μου σώμα νά είναι πτώμα καί τό σιχάθηκα. Ένιωσα γι’ αύτό ό,τι θά ένιωθε κάποιος γιά τά άπόβλητα μιάς πληγής του πού έγχειρίζεται ή γιά τά άπόβλητα τής τροφής του, πού άπορρίπτονται από τόν όργανισμό, χωρίς νά ύπάρχει γι’ αύτά κανένα ένδιαφέρον τού προσώπου.
Όταν είδα καί σιχάθηκα τό νεκρό μου σώμα σκεφθηκα.
– Εκεί μέσα ήμουνα!
Δέν μπορούσα νά μετρήσω τό χρόνο. Δέν είχα αίσθηση τού χρόνου.
Μέσα σ’ αύτό τό διάστημα είδα ότι πέρασα σέ άλλη κατάσταση, σέ νέο χώρο τελείως διαφορετικό από τά γήινα.
Ένιωθα στην αίσθησή μου, σ’ αύτόν τόν νέο κόσμο πού μεταφέρθηκα, μιά καμάρα φωτεινή πού έμοιαζε μέ ούράνιο τόξο, άλλά πολύ ώραιότερη καί λαμπρότερη. Ήταν τόσο εύχάριστη αύτή ή λαμπερή καμάρα πού καμία γήινη εικόνα δέν μπορεί νά συγκριθεί μαζί της.
Ή παρουσία μου σ’ αύτόν τό νέο κόσμο μου έφερε τέτοια συναισθήματα άνάλογα μέ έκεινα πού αισθάνεται κάποιος φυλακισμένος σέ σκοτεινή ύπόγεια φυλακή δεμένος χειροπόδαρα καί άπότομα βρίσκεται έλεύθερος στήν άνοιξιάτικη κορυφή ένός ώραίου άνθισμένου τοπίου καί μπροστά του άνοίγεται άτελείωτος φωτεινός, εύχάριστος, έλπιδοφόρος όρίζοντας.
Από αύτήν τή φωτεινή καμάρα πέρασα σ’ εκείνο τό ύπερφυσικό φώς.
Ήταν τέτοιο φώς πού δέν ύπάρχουν εικόνες γήινες γιά νά τό περιγράφω.
Εκεί ένιωθα πάρα πολύ χαρούμενη καί εύτυχισμένη. Ενιωθα άκόμη άπόλυτα όλοκληρωμένη, γεμάτη πληρότητα, πού δέν μού λείπει τίποτε.
Εκεί στό νέο εύχάριστο κόσμο πού ήμουνα είδα στό βάθος, σέ μιά παραδείσια κατάσταση, σάν άγγελάκι όλόλαμπρο, μιά γνωστή μου γυναίκα πού από καιρό είχε πεθάνει. Αύτή ήταν μέσα στό παραδείσιο φώς, στό άπέραντο βάθος. Κι έγώ έμπαινα σ’ αύτό άλλά ήμουν μακριά της.
Αύτή μέ χαιρετούσε φιλόξενα σά νά μέ προϋπαντούσε φιλικά.
Έγώ σ’ αύτήν έβλεπα καί τή σωματική της διάστάση σάν άγγελάκι. Μέ χαιρετούσε κουνώντας τό ένα χέρι. Μπορούμε νά φαντασθούμε στή γή κάποιον νά κολυμπάει χαρούμενα στό άκρογιάλι μιάς θάλασσας σέ καιρό καύσωνα καί νά μάς καλεί κουνώντας τό ένα του χέρι. Αύτή στον ύπέρτατο παραδείσιο κόσμο μου φαινόταν σά νά κολυμπούσε μέσα στό παραδείσιο φώς.
Έγώ πού άλλαζα τόπο καί εικόνες στην αίσθησή μου έξακολουθοϋσα νά έχω τήν ίδια προσωπικότητα άναλλοίωτη, μέ όλες τίς καταβολές πού έφερνα μαζί μου από τόν γήινο κόσμο. Είχα τήν ίδια συνείδηση ύπάρξεως.
’Εγώ, βλέποντάς την νά μέ χαιρετάει, ένιωσα τέτοια χαρά άνάλογη μ’ αύτήν πού αισθάνεται ένας ξενιτευμένος πού πηγαίνει σέ άγνωστο, ξένο μέρος καί ένώ είναι άμήχανος γιά τό άβέβαιο μέλλον, βλέπει άμέσως μπροστά του κάποιο πολύ άγαπητό του πρόσωπο νά τόν ύποδέχεται.
Καί έδώ ό Θεός έβαλε άγαπητό μου πρόσωπο νά μέ χαιρετήσει γιά νά μέ ένθαρρύνει στή νέα αύτή μορφή τής ζωής μου.
Τώρα, μελετώντας αύτήν τήν ύποδοχή, σκέπτομαι, πόσο σοφά ή όρθόδοξη Εκκλησία μάς δείχνει τούς Αγίους, πού ένώ έχουν τήν ίδια πνευματική καί ύλική φύση μέ μάς, αύτοί άγίασαν Χριστοκεντρικά καί μάς ένθαρρύνουν νά προχωρήσουμε. Ό Θεός έχει άπειρους τρόπους νά μάς όδηγήσει.
Μπορεί καί ό ίδιος νά έμφανισθεί σάν ήλιος μέ όλη του τή μεγαλοπρέπεια. Όμως έμείς σάν τό μέταλλο ή τό κερί σέ ποιά θερμοκρασία άντέχουμε; Αντέχουμε στό κέντρο τού ήλιου; Άντέχουμε μόνο τήν άχτίδα του ή άντέχουμε τήν αύρα πού ή άχτίδα τήν ξεπαγώνει καί τή θερμαίνει άνάλογα μέ τή δική μας δυνατότητα νά έπικοινωνήσουμε. Έγώ τότε πίστευα καί θρήσκευα έπειδή μέ είχανε βαπτίσει Ορθόδοξη καί έπειδή ή μάνα μου μέ τήν άπλότητα τής καρδιάς της μου έδωσε τό παράδειγμα. Δέν έμβάθυνα όμως μέ άνώτερα βιώματα ‘Αγίων, μέ μυστηριακά τού Θεού καί μέ άνώτερη πνευματικότητα.
Ή ζωή μας ήταν ένα κυνηγητό τής δεκάρας καί τής βιοπάλης ή όποια άπορροψά καί κρατάει άτροφικό τό σπόρο τού θείου Σπορέα πού έπεσε σέ γόνιμο χωράφι, άλλά άνάμεσα στά άγκάθια τής κοσμικής άπασχολήσεως.
Τώρα στό νέο κόσμο πού έμφανίστηκα, ό Θεός μού έδειξε σέ παραδείσια άγγελική μορφή αύτήν τή γυναίκα πού συμπαθούσα καί βλέποντάς την αίσθάνθηκα άγαλλίαση, άλλά καί ένθάρρυνση όταν μέ χαιρετούσε.
Τότε έγώ τής φώναξα μέ τό όνομά της καί τής είπα.
– Έ, Στέλλα. Τί χαζοί πού είναι στόν κόσμο! Νομίζουν ότι άμα πεθάνουμε τελειώσαμε.
Έγώ αίσθάνθηκα εύτυχισμένη πού άρχισα νά μπαίνω στήν άρχή αύτού τού νέου εύχάριστου κόσμου. Όμως άκουσα τότε μιά άλλη φωνή πού φαινόταν βαριά, άνδρική, έπιβλητική φωνή. Δέν μπορώ όμως νά ξεκαθαρίσω από πού ήρθε. Ή φωνή είπε.
– Αύτή θά πάει πίσω. Δέν είναι προετοιμασμένη. Τότε έγώ χωρίς νά έχω αίσθηση έπιστροφής, χωρίς νά ξέρω πώς έπέστρεψα, βρέθηκα πάλι στό χώρο τών γιατρών τού μετεγχειρητικού θαλάμου. Ξαναβλέπω τούς γιατρούς πού πασχίζουν γιά τό σώμα μου. Αύτοί δέν ήξεραν ότι έγώ είχα φύγει από τό σώμα μου.
Θυμόμουν τά λόγια: «Αύτή θά ξαναγυρίσει πίσω. Δέν είναι προετοιμασμένη» καί κατάλαβα ότι προοριζόμουν νά ξαναμπώ στό σώμα μου.
Τότε παρακαλούσα, προσευχόμουν καί έλεγα.
– Θεέ μου, νά μή ξαναμπώ εκεί μέσα στό σώμα.
Ό τρόπος μέ τόν οποίο μπήκα στό σώμα έμοιαζε μέ βαρύ ρούχο πού τό ξαναφορούσα ή μέ ένα βάρος άσήκωτο πού τό ξανασήκωσα.
Από τή στιγμή πού ξαναμπήκα στό σώμα μου ή άγωνία μέσα μου μεγάλωσε. Μπήκα καί στή γήινη σκέψη. Τότε μέ κυρίεψε ένας φόβος ότι θά πάνε νά μέ θάψουν ένώ είμαι ζωντανή.
Προσευχόμουν στήν Παναγία ρωτώντας.
– Βοήθα με, Παναγία μου. Τί νά κουνήσω κάτι; Χέρι ή μάτι γιά νά μέ καταλάβουν ότι ζώ;
Μέσα σ’ αύτή μου τήν άγωνία συνήλθα. Δέν κατάλαβα πώς συνήλθα.
Σέ όλη μου τή μεταφυσική έμπειρία βρισκόμουν σέ διαδοχικές μεταβολές χωρίς νά καταλαβαίνω τίς ένδιάμεσες κινήσεις. Δέν είχα αίσθηση τού χρόνου άλλά ούτε καί τού τρόπου μεταβολής καταστάσεων. Μόλις συνήλθα καί μέ κατάλαβαν ότι ζώ, έπεσα σέ κώμα γιά τρεις μέρες.
Μέ έβαλαν στήν έντατική. Μετά από τρεις μέρες συνήλθα. Τότε ήρθε ό θεράπων γιατρός μου καί μου είπε ότι μου άφαίρεσαν τό νεφρό.
Σέ όλες αύτές τίς δεκατρείς μέρες δέν μπορούσα νά μιλήσω. Συνερχόμουνα καί ξανάπεφτα σέ κώμα. Ήρθε καί ένας ίερέας καί μέ κοινώνησε.
Μετά από 13 μέρες μέ βγάλανε από τήν έντατική καί μέ βάλανε σέ θάλαμο.
Στις 13 μέρες της έντατικής μόλις συνερχόμουνα λίγο, άμέσως ρωτούσα τούς γιατρούς άν είχα πεθάνει. ΤΙ παρατηρούσαν σέ μένα ιατρικά;
Αύτοί μου έλεγαν:
– Είσαι τυχερή. Θά τά συζητήσομε όταν βγεις από τήν έντατική.
Όταν μέ πήγανε στό θάλαμο ήρθαν οί γιατροί, χειρουργοί, άναισθησιολόγοι, παθολόγοι. Μου έφεραν διάφορα λουλούδια καί σαμπάνια γιά νά γιορτάσουμε τήν άνάστασή μου.
Δυόμισι ώρες ήμουν κλινικά νεκρή, όπως περιγραψαν τά μηχανήματα του νοσοκομείου.
Αρχισαν οί γιατροί νά μέ ρωτάνε πού πήγα καί τί είδα καί γενικά τί αισθανόμουν όταν ήμουν κλινικά νεκρή.
Τούς είπα ότι τούς έβλεπα αύτούς καί τό σώμα μου καί δέ μέ πίστευαν.
Τότε άρχισα νά περιγράφω λεπτομέρειες γιά τό τί έκανε ό καθένας.
Τούς είπα ότι αύτοί έβαζαν λάστιχα στό σώμα μου γιά νά λειτουργήσουν τά πνευμόνια μου καί ή καρδιά μου. Τούς είπα ότι μου έκαναν ήλεκτροσόκ καί μαλάξεις.
Τότε αυτοί παραξενεύτηκαν καί προβληματίστηκαν. Ομολόγησαν ότι δέν ήταν δυνατόν έγώ νά τά ξέρω αύτά. Ήξεραν αυτοί ότι τά σωματικά ύλικά μάτια μου δέ μπορούσαν νά είχαν όπτική εικόνα γιά νά δώ τί έκαναν οί γιατροί. Τότε παραδέχθηκαν οί γιατροί ότι, μέ κάποια μεταφυσική αίσθηση, τούς έβλεπα.
Καί πίστεψαν ότι πέθανα καί άναστήθηκα.
Στή συνέχεια μέ έπισκέφθηκαν ιερείς παπικοί καί πάστορες προτεστάντες (εύαγγελικοί) καί μέ ρωτούσαν γιά τά ύπερφυσικά πού είδα κατά τήν ώρα τού θανάτου. Μέ έπισκέφθηκαν ψυχολόγοι καί ψυχαναλυταί καί ειδικοί στήν ψυχολογία τού βάθους καί μέ ρωτούσαν διάφορα γιά νά ταξινομήσουν τίς δικές τους θεωρίες. Όσες θεωρίες κι άν ανέλυσαν έγώ άπάντησα.
– Έγώ ένα ξέρω. Ημουν νεκρή. Είδα ύπερκόσμια πράγματα καί ξανάζησα.
Τέλος οί γιατροί μου έδωσαν χαρτί (γνωμάτευση) ότι δέν πρέπει νά ξαναπάρω νάρκωση γιατί δέν θά ξαναξυπνήσω.
Αύτή ή έμπειρία τού θανάτου καί της νεκρανάστασής μου, μου άνοιξε στή σκέψη καί στή ζωή μου μεταφυσικές άναζητήσεις καί έρευνα της όρθόδοξης θρησκείας σέ μεγαλύτερο βάθος καί ένταση.
Από τότε άρχισα νά έπιδιώκω έπικοινωνία μέ Ιερείς καί μέ άλλους άνθρώπους της θρησκείας. Στή συνέχεια γνώρισα άξιόλογους άνθρώπους μέσα στον όρθόδοξο χώρο. Κατάλαβα ότι οί πιό σοφοί καί συνετοί άνθρωποι μέ πνευματικό περιεχόμενο ξεπηδούν μέσα από τό χώρο της θρησκείας, γιατί έχουν τή ρίζα τους στό Θεό. Από τότε κάνω ό,τι μπορώ νά ετοιμαστώ σύμφωνα μ’ αυτά πού είπε ή φωνή.
– Αύτή θά πάει πίσω. Δέν είναι προετοιμασμένη.
Όνομα νεκραναστημένης: Αρετή Μόσχου. Τόπος γεννήσεως: Ραψάνη Λαρίσης. Τόπος νεκρανάστασης: ’Έσσεν Δυτικής Γερμανίας. Χρόνος νεκρανάστασης: 20-10-1976. Ηλικία κατά τήν ώρα τής νεκρανάστασης: έτών (30) τριάντα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ. ΛΑΖΑΡΟΣ ΤΣΑΚΙΡΙΔΗ
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ . ΚΑΤΕΡΙΝΗ 1985