Η ύπαρξη της κολάσεως δεν αναιρεί την αγαθότητα του Θεού;

Πολλοί συλλογίζονται: αφού ο Θεός είναι αγαθός, πως θα ανεχθεί να βασανίζονται τα πλάσματα του επ’ άπειρον;
Συμβιβάζεται η άπειρη αγαθότητα του με την πραγματικότητα της κολάσεως;
Εκ πρώτης όψεως το ερώτημα είναι βάσιμο· εξετάζει όμως τα πράγματα από μια περιορισμένη οπτική και μονομερώς.

Ο Θεός είναι βέβαια αγαθός. Είναι αγάπη, στοργή, φιλανθρωπία. Από αγάπη έπλασε τα όντα, τους παρέχει στα αγαθά και τις δωρεές του, προνοεί για την συντήρηση τους και τα κατευθύνει, ώστε να πετύχουν τον στόχο της υπάρξεως τους. Και όταν το λογικό πλάσμα έπεσε στην αμαρτία, ο Θεός έγινε άνθρωπος και πέθανε για τη σωτηρία του. Αυτό είναι βασικό και αναμφισβήτητο άρθρο της πίστεως μας. « Ο Θεός αγάπη εστί», λέγει ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής. Είναι όμως μόνο αγάπη; Και φυσικά είναι, όταν πρόκειται για την εσωτερική ζωή της θεότητας. Τα θεία πρόσωπα της Τριάδος κοινωνούν μεταξύ τους και εμπεριχωρεί το ένα το άλλο, εν αγάπη. Ο πλούτος όμως της θείας αγάπης, ξεχειλίζοντας από την άπειρη φύση της θεότητας, δημιουργεί και άλλα όντα έξω από αυτή, για να είναι μέτοχα της δικής της μακαριότητας και ζωής. Στο σημείο ακριβώς αυτό, στη σχέση δηλαδή της θεότητας με τα εξωτερικά όντα, και κυρίως τα λογικά, κάνουν την εμφάνιση τους άλλες ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το Θεό ως πρόσωπο τέλειο και απόλυτο. Για το ζήτημα που συζητάμε, οι ιδιότητες αυτές είναι κυρίως δύο, η αγιότητα και η δικαιοσύνη. Είναι φανερό ότι οι ιδιότητες αυτές αφορούν στην πραγματικότητα της αμαρτίας, που είναι πλάσμα της ελευθέρας βουλήσεως των λογικών όντων. Ως προς την αμαρτία, ο Θεός είναι άγιος και δίκαιος. Είναι άγιος γιατί είναι καθαρός και αμέτοχος από κάθε ιδέα αμαρτίας και κακού, απ’ αυτόν εξ άλλου προέρχεται ο ηθικός νόμος, ο οποίος είναι διάχυτος στη λογική κτίση. Όσες όμως φορές ο νόμος αυτός παραβαίνεται και καταπατείται από τον άνθρωπο, ο άγιος Θεός τιμωρεί τον παραβάτη, ως δίκαιος πλέον κριτής.

Η αγιότητα και η δικαιοσύνη (κυρίως η δεύτερη), αν και ιδιότητες που έχουν εφαρμογή στο κτιστό πεδίο των λογικών όντων, δεν είναι ιδιότητες επουσιώδεις και δευτερεύουσες, οι οποίες μπορούν να ανασταλούν στη θεότητα και να μείνουν ανενέργητες. Αυτό θα ανέτρεπε την ισόρροπη έννοια του Θεού, στη ουσία του οποίου οι ιδιότητες αποτελούν σύνολο ενιαίο και αδιαχώριστο, χωρίς η μια να παρεμβαίνει στο έργο και την εκδήλωση της άλλης, η μια να καταργεί ή να αναστέλλει την άλλη. Ο Θεός είναι στο αυτό μέτρο και αγαθός και άγιος και δίκαιος. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε, αν θέλουμε να έχουμε σωστή πρόσβαση στο ζήτημα που μας απασχολεί.

Και αυτά από τη μεριά του θεού. Ας πάρουμε τώρα και τη μεριά του ανθρώπου. Όπως επανειλημμένα τονίσαμε, ο άνθρωπος είναι ον λογικό και ελεύθερο. Τον έπλασε ο Θεός « κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» αυτού. Αυτό σημαίνει, ότι παράλληλα με τη σωματική φύση του, έχει και ουσία πνευματική, όπως πνευματική είναι και η ουσία του Θεού. Την πνευματική ουσία του ανθρώπου συνιστά η νοερά και αθάνατη ψυχή, η οποία είναι λογική, θελητική και ελεύθερη. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να θέλει και να ενεργεί και να κάνει τις οποιεσδήποτε επιλογές του. Η λογική ελευθερία είναι το πολύτιμο δώρο που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο, που τον ανεβάζει πολύ πιο πάνω από όλη την υπόλοιπη άλογη ζωική κτίση. Το προνόμιο αυτό του δημιουργεί την υποχρέωση να δουλεύει την προσωπικότητα και την ζωή του, σύμφωνα με το θέλημα εκείνου που τον έπλασε και του έδωσε τόσα χαρίσματα και τόσες δωρεές. Αυτό αποτελεί το νομοτελειακό στόχο της υπάρξεως του και το νόημα γενικά της ζωής του.

Στην ελευθερία το λογικού πλάσματος έγκειται όμως και η δυνατότητα μιας άλλης επιλογής, που είναι αντίθετη προς τη φυσική του νομοτέλεια· να λέγει όχι στο θέλημα του Πλάστη του, να τραβά το δικό του δρόμο, να ξεστρατίζει από το αγαθό στη βάση του οποίου είναι κτισμένη η φύση του. Τότε ο άνθρωπος αμαρτάνει. Αυτό συνέβη σε μέρος των πρώτων λογικών κτισμάτων, των αγγέλων, οι οποίοι αποστάτησαν ελεύθερα από τη φυσική τάξη τους, έπεσαν στο κακό και αμαυρώθηκε η φύση τους μέχρι σημείου ώστε να παγιωθούν στο κακό, να νεκρωθούν πνευματικά και να παραμείνουν ξένοι προς κάθε ιδέα αγαθού. Το αυτό, με παραλλαγές φυσικά, συνέβη και στον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο που έπλασε ο Θεός. Και αυτός, παρασυρόμενος όμως από το διάβολο, έπεσε στην αμαρτία αποστατήσας από το δημιουργό και πλάστη του. Ο Θεός φυσικά δεν αδιαφόρησε για το πεσμένο πλάσμα του. Η αλόγιστη συμπεριφορά του ανθρώπου του κόστισε μια σάρκωση και ένα επονείδιστο θάνατο. Με αυτά συνέτριψε τα έργα του διαβόλου και την αμαρτία, για να ελευθερώσει τον πεσμένο άνθρωπο από τη φθορά και την πνευματική νέκρωση. Η αμαρτία, λοιπόν, αν και ουσιαστικά είναι κάτι ανύπαρκτο, έχει όμως ένα τεράστιο και αιώνιο βάρος ηθικής δυνάμεως, ώστε γι’ αυτή να πεθάνει ο Θεός, ο δε άνθρωπος, που πεισματικά αρνείται το λυτρωτικό έργο του Χριστού να εξακοντίζεται στην κόλαση, στον αιώνιο πνευματικό θάνατο.

Την κόλαση ουσιαστικά τη δημιουργεί ο ίδιος ο άνθρωπος. Όταν αρνείται το σωτήριο έργο του Χριστού, αγνοεί τη σωτήρια κλήση της χάριτος του Θεού και διαπράττει πεισμόνως την αμαρτία, θα φθάσει στο όριο της πνευματικής νεκρώσεως και σαν κλαδί ξερό θα κοπεί από το δέντρο της ζωής και θα παραδοθεί στη φωτιά να καεί. Οι αλήθειες αυτές είναι ξεκάθαρες. Ο Θεός δεν υποτιμά την αμαρτία όμως εμείς οι ασυλλόγιστοι και επιπόλαιοι άνθρωποι. Η αγιότητα και η δικαιοσύνη του δεν είναι ιδιότητες χαλαρές, αλλά φέρουν στο απόλυτο μέτρο το άπειρο βάρος της θείας ενέργειας. Ο Θεός δεν γνωρίζει μεταπτώσεις και χλιαρότητες. Πεθαίνει μεν για τον αμαρτωλό άνθρωπο, εκφράζοντας την απειρία της αγαθότητας και της αγάπης του· όταν όμως το πλάσμα δειχθεί ανάξιο της υπέρτατης δωρεάς· όταν ποδοπατεί την ευλογία του Θεού· όταν εξαντληθεί όλη η προσπάθεια του Θεού να το συνετίσει και να το οδηγήσει σε μετάνοια, τότε η δικαιοσύνη του Θεού πέφτει σαν αστροπελέκι στην κεφαλή του υβριστή και αποστάτη. «Φοβερόν το εμπέσειν εις χείρας Θεού ζώντος», λέγει η Γραφή. Όντως φοβερό που εξαργυρώνεται με φωτιά στην αιώνια κόλαση! Ανάγλυφο παράδειγμα έχουμε τον Ιούδα, το δούλο του διαβόλου και δόλιο