Ο άγιος Νεκτάριος πήγε κατά τα τέλη του καλοκαιριού του 1904 στην Αίγινα. Σκοπός του ήταν να ιδρύση την μονή, η οποία τώρα φέρει το όνομα του. Καθώς πλησίαζε το καράβι που τον μετέφερε στο νησί, ένας νεαρός δαιμονόπληκτος, ο Σπύρος, έπεσε στο κατώφλι του φαρμακείου της Αιγίνης και άρχισε να φωνάζη:
-Έρχεται, έρχεται ο δεσπότης! Τρέξτε να τον προϋπαντήσετε! Έρχεται ο άγιος που θα σώση το νησί!..
Προσπάθησαν να τον ησυχάσουν, αλλά δεν μπόρεσαν. Ο Σπύρος συνέχισε να φωνάζη. Ένα πλήθος περιέργων μαζεύτηκε και διαρκώς μεγάλωνε. Κοίταζαν με θλίψι το σωριασμένο παλληκάρι και απορούσαν με τα λεγόμενα του. Μερικοί έτρεξαν στον παπα – Μιχάλη, τον εφημέριο.
-Ο Σπύρος, παπά, μαντεύει για κάποιον δεσπότη. Έρχεται, φωνάζει, ένας δεσπότης που θα σώση το νησί.
Ο παπα – Μιχάλης έσπευσε να δη τί συμβαίνει. Διέσχισε τον κλοιό των συγκεντρωμένων και πλησίασε τον Σπύρο. Εκείνος εξακολουθούσε να φωνάζη:
-Έρχεται ο δεσπότης από την Ριζάρειο! Ο Θεός λυπήθηκε τον τόπο! Έρχεται ο άγιος Πενταπόλεως!..
Ο ιερεύς παρακολούθησε αρκετά τον σωριασμένο νέο, που από την προσπάθεια να φωνάζη έβγαζε αφρούς από το στόμα. Έπειτα έφυγε συλλογισμένος και κατευθύνθηκε στην αποβάθρα του λιμανιού. Εκείνη την ώρα ήρθε το καράβι από τον Πειραιά. Ανάμεσα στους επιβάτες ο παπα – Μιχάλης διέκρινε τον δεσπότη. Έσκυψε με ευλάβεια και του φίλησε το χέρι:
-Σεβασμιώτατε, καλώς ήρθατε στην Αίγινα. Πρώτη φορά έρχεσθε εδώ;
-Πρώτη, απήντησε χαμογελώντας.
-Ορίστε, πάμε για το σπίτι… Μόνο…
-Επιθυμείτε τίποτε;
-Να! Εδώ λίγο πιο πέρα, μας συνεκλόνισε ένα γεγονός.
-Τί συνέβη;
-Υπάρχει κάποιος φτωχός νέος, που σέρνεται στην αγορά, κλείνει τα μάτια και προφητεύει τα μέλλοντα. Αυτός βρίσκεται τώρα σωριασμένος και φωνάζει ότι θα έρθετε σεις και θα σώσετε τον τόπο. Σας αποκαλεί μάλιστα άνθρωπο του Θεού… Άγιο!
-Πού ακριβώς βρίσκεται αυτός ο νέος;
-Από δω, Σεβασμιώτατε…
Προχώρησαν και έφθασαν στο κατώφλι του φαρμακείου. Ο Σπύρος εξακολουθούσε να φωνάζη:
-Έρχεται ο δεσπότης… Έρχεται να σώση τον τόπο… Θα φτιάξη εκκλησία… Θα φτιάξη το πιο μεγάλο μοναστήρι…
Ο άγιος κοντοστάθηκε. Ύψωσε το πρόσωπο στον ουρανό και προσευχήθηκε. Έπειτα σήκωσε την ράβδο του, το μόνο σημάδι της αρχιερωσύνης του, και βουλώνοντας το στόμα του παλληκαριού, είπε:
-«Το πνεύμα του πύθωνος, το πονηρόν και ακάθαρτον, σε επιτάσσω εν ονόματι του Χριστού του Εσταυρωμένου, να εξέλθης από τον νέον τούτον».
Αμέσως τότε ο Σπύρος αναστέναξε και σηκώθηκε όρθιος! Άνοιξε τα μάτια. Έπειτα έσκυψε και γεμάτος ευγνωμοσύνη φίλησε το χέρι του οσίου, που τον θεράπευσε.
(Ο άγιος του αιώνα μας)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ.217-219)