Ἡ ὑψηλότερη μορφή προσευχῆς πού γνωρίζω εἶναι τό ἥσυχο κτύπημα τῆς καρδιᾶς πού ἀγαπᾶ Αὐτόν

Ἡ ὑψηλότερη μορφή προσευχῆς πού γνωρίζω εἶναι τό ἥσυχο κτύπημα τῆς καρδιᾶς πού ἀγαπᾶ Αὐτόν

Ἡ ὑψηλότερη μορφή προσευχῆς πού γνωρίζω εἶναι τό ἥσυχο κτύπημα τῆς καρδιᾶς πού ἀγαπᾶ Αὐτόν

Ἡ Ρωσίδα Τατιάνα Γκορίτσεβα, γράφει: “Ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου ἦταν γιά τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἡ καλύτερη ὥρα· ἦταν ἡ ὥρα τῆς ἀνθήσεως. Ἡ Ἐκκλησία πού ἐξωτερικά δέν εἶχε σχεδόν καμμιά δύναμη, ἔγινε ἐσωτερικά τόσο δυνατή, τόσο καθαρή, πού τώρα εἶναι πραγματικά Ἐκκλησία. Δέν εἶναι ὀργανισμός, δέν εἶναι ἵδρυμα. Εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού ὑποφέρει· τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε” (Σόλωνος Νινίκα, “Οἱ Νέοι Μάρτυρες τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας”· Ἀθῆναι 1994, σελ. 14).

Ἐπαληθεύθηκε ἔτσι μέ τό πιό τραγικό τρόπο ἡ σχετική προφητεία τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, σύμφωνα μέ τήν ὁποία “ὁ Ἀντίχριστος θά ἀφαιρέσει τούς σταυρούς ἀπό τίς ἐκκλησίες καί πολλοί Χριστιανοί θά φονευθοῦν· τόσοι πού οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, δέν θά προλαβαίνουν νά παίρνουν τίς ψυχές τῶν σφαζομένων!”

Ὑπολογίζουν, ὅτι μόνο τό 1937 – 1938 ἐκτελέστηκαν στούς χώρους τῆς NKVD στό Μπούτοβο, κοντά στή Μόσχα, 20.765 Κληρικοί καί λαϊκοί.

Ἕνας Ἱερεύς πού ἐπέζησε τῶν διωγμῶν ἔγραψε τά ἀκόλουθα γιά τήν κράτησή του: “Δέν θά πάψω νά εὐγνωμονῶ τόν Θεό, γιά τά χρόνια πού πέρασα φυλακισμένος σέ ἀπόλυτη ἀπομόνωση. Ἤμουν, γιά τρία χρόνια, σέ δέκα μέτρα βάθος, κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς. Ποτέ δέν ἄκουσα μία κουβέντα, ποτέ δέν εἶπα μία κουβέντα. Δέν ὑπῆρχαν βιβλία. Οἱ ἐξωτερικές φωνές, ὅλες σιώπησαν. Οἱ φύλακες φοροῦσαν ὑποδήματα μέ λαστιχένιες σόλες, δέν ἀκουγόταν ὁ ἐρχομός τους.
Μετά, καθώς ὁ καιρός περνοῦσε, σιώπησαν καί ὅλες οἱ ἐσωτερικές φωνές. Μᾶς ἔδιναν φάρμακα, μᾶς ἔδερναν. Λησμόνησα ὅλη τήν θεολογία. Λησμόνησα ὅλη τήν Ἁγία Γραφή. Μία ἡμέρα πρόσεξα πώς εἶχα ξεχάσει καί τό “Πάτερ ἡμῶν”. Δέν μποροῦσα νά τό θυμηθῶ. Ἤξερα πώς ἄρχιζε μέ τό “Πάτερ ἡμῶν”, ἀλλά δέν γνώριζα πιά πῶς ἦταν ἡ συνέχεια. Κράτησα τήν αἰσιοδοξία μου καί εἶπα: “Πάτερ ἡμῶν, ἔχω ξεχάσει τήν προσευχή, ἀλλά Σύ σίγουρα τήν γνωρίζεις. Σέ παρακαλῶ, βάλε ἀντί γιά μένα ἕναν Ἄγγελο νά τήν λέει κι ἐγώ θά σιωπῶ”!

Γιά ἕνα διάστημα ἡ προσευχή μου ἦταν “Ἰησοῦ, Σέ ἀγαπῶ”. Καί μετά ἀπό λίγο καί πάλι, “Ἰησοῦ, Σέ ἀγαπῶ”. Ἀργότερα, μοῦ ἦταν δύσκολο νά λέω ἔστω καί αὐτό, γιατί μᾶς ἔδιναν μία φέτα ψωμί γιά μία ἑβδομάδα. Ἦταν οἱ ξυλοδαρμοί καί τά μαρτύρια καί ἡ ἔλλειψη φωτός καί ἄλλα πράγματα. Ἦταν πιά ἀδύνατο νά συγκεντρώσω τό μυαλό μου, ὥστε νά λέω ἔστω καί τό “Ἰησοῦ, Σέ ἀγαπῶ”. Ἡ ὑψηλότερη μορφή προσευχῆς πού γνωρίζω εἶναι τό ἥσυχο κτύπημα τῆς καρδιᾶς πού ἀγαπᾶ Αὐτόν. Ὁ Ἰησοῦς χρειάζεται ἁπλά νά ἀκούει “τικ-α-τοκ”, “τικ-α-τοκ” καί θά γνωρίζει πώς κάθε χτύπημα εἶναι ἀφιερωμένο πρός Αὐτόν” (Περιοδικό “Πρωτάτον”, φ. Ἰαν. Φεβρ. 1991, σελ. 27. Γιά τίς συνθῆκες κράτησης τῶν Χριστιανῶν κρατουμένων στά Σοβιετικά στρατόπεδα – φυλακές, βλ. καί τό βιβλίο “Ὁ π. Ἀρσένιος” Α’ & Β’, ἔκδοσις Μονῆς Παρακλήτου).

πηγή