Αν η ζωή μας όλη μπορούσε να συμπυκνωθεί σε μία μόνο βδομάδα, αυτή δεν θα ήταν άλλη από τη Μεγάλη Εβδομάδα, αρχής γενομένης από την Κυριακή των Βαϊων ως ημέρα της γέννησής μας, της εισόδου μας στον κόσμο και της υποδοχής μας απ’ αυτόν μετά βαϊων και κλάδων.
Αν πράγματι αυτή είναι η αρχή, τότε το τέλος μας συμπίπτει με τη Σταύρωση και την εις Άδου κάθοδον. Τέλος προσωρινό και πρόσκαιρο μέχρι της των πάντων Αναστάσεως, άρα και της δικής μας. Ό,τι μεσολαβεί από την αρχή της ζωής μας μέχρι το τέλος της είναι αυτή καθεαυτή η πλήρης περιπέτεια της ζωής που η Μεγάλη Εβδομάδα συμπυκνώνει με τόση αξιοθαύμαστη οικονομία.
[sc name=”vyzantina-skoylarikia” ][/sc]
Θα μας πουλήσει η οικογένειά μας στους εμπόρους, μεταφορικώς ή κυριολεκτικώς, όπως τον Ιωσήφ τ’ αδέρφια του.
Θα βυθιστούμε σε θλίψη που θα ρουφήξει κάθε ρανίδα δημιουργικότητάς μας, και παραδινόμενοι στην απραγία δε θα πάρουμε είδηση για πότε μεταμορφωθήκαμε σε άκαρπη συκή άξια για κατάρα.
Θα ξεμωραθούμε σαν τις μωρές Παρθένες σπαταλώντας ασυλλόγιστα όλο το λάδι του είναι μας, μέχρι να στεγνώσουμε και ν’ απομείνουμε άδειοι από ευπλασχνία προς τον εαυτό μας και τους άλλους, για ν’ απαιτήσουμε ύστερα με θράσος και σκληρότητα από τους άλλους αυτό για το οποίο ποτέ δε φροντίσαμε.
Θα εκπορνέψουμε και θα εκπορνευτούμε σε πράγματα και ανθρώπους μέχρι να έρθει, -και μακάρι πάντα να έρχεται-, η ευλογημένη ώρα που στον πάτο του πηγαδιού της απληστίας μας θα μας επισκεφτεί μια μεγάλη δυσκολία, αρρώστεια ή θάνατος, ένας χωρισμός, κάτι που κόβοντάς μας στα δυο θα κάνει το αίμα μας επιτέλους να τρέξει λύνοντας τις θρομβώσεις που το πέτρωσαν στις φλέβες μας, και σαν την αμαρτωλή γυναίκα της Μεγάλης Τετάρτης θα πέσουμε στα πόδια του Κυρίου με τ’ ακριβότερα μύρα της καρδιάς μας, δάκρυα πολύτιμα, να ζητήσουμε το έλεος.
Θα μας καλέσει στο Μυστικό Δείπνο της Μεγάλης Πέμπτης ο Δεσπότης Χριστός. Θα μας φιλοξενήσει στο τραπέζι Του, -που πεινάσαμε περισσότερο κι από τα σκυλιά του δρόμου. Θα μας ψιθυρίσει μυστικά την προσευχή της Γεθσημανής, προσευχή στον Ποιητή Πατέρα που περιμένει πώς και πώς πίσω το πονεμένο σπλάχνο του, όσο άμυαλο και ανάξιο κι αν στάθηκε.
Θα προδώσουμε και θα προδοθούμε, θ’ αγαπήσουμε, θα φοβηθούμε μα και θ’ αρνηθούμε σαν τον Πέτρο, την αγάπη μας. Θα μας καταδικάσουν και θα καταδικάσουμε, θα νύψουμε τα χέρια μας νομίζοντας πως έτσι απαλασσόμαστε από την ευθύνη. Θα σταυρωθούμε και θα σταυρώσουμε.
Στα Τάρταρα θα κατεβούμε. Κι εκεί στα σκοτεινά πηγάδια τους, θα ευχηθούμε κανένας να μην τα αξιωθεί, ούτε κι αυτός ο χειρότερος εχθρός μας, -που ‘ναι φαρμάκι η γεύση τους και σε κανέναν τόση πίκρα δεν αξίζει.
Μέχρι τη στιγμή που μια αιχμή δόρατος Φωτός θ’ αγγίξει τα μαραμένα φύλλα της καρδιάς μας και θα ζωντανέψουμε απ’ την αρχή. Το χείλι θα γελάσει, το αχάιδευτο κεφαλάκι μας θα βρει την αγκαλιά που αποζητά. Και θ’ αναστηθούμε από τον Κύριο των ζώντων που μας προορίζει για την αιώνια Άνοιξη της δικής Του Αγάπης.
Μεγάλη Εβδομάδα απ’ των Βαϊων ίσαμε την Κυριακή του Πάσχα όλη η ζωή μας κι η ιστορία του κόσμου ολόκληρυ από αρχής του. Ό,τι γεννήθηκε μέσα στον χρόνο κι ό,τι θα γεννηθεί. Απ’ όλα θα περάσουμε και θα τα ζήσουμε όλα. Μα αν στο τέλος του δρόμου μένει άσβηστο το φως της Αναστάσεως, τότε για όλα συγνώμη ζητούμε και για όλα λέμε ξανά και ξανά, χαλάλι.
Αν ό,τι ζήσαμε, όσο πονέσαμε κι όσο αποτύχαμε, έγινε για να φτάσουμε να γίνουμε στο τέλος όλοι ένα μεταξύ μας και με τον φίλο μας Θεό, χαλάλι και ξανά χαλάλι όλα…