Ιατρικό ανακοινωθέν για την πορεία της υγείας του Αρχιεπίσκοπου Αναστάσιου
Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος: Δίνει μαθήματα δύναμης, μοιράζει διδάγματα σοφίας
«Ο,τι πιο ωραίο είναι να αγαπάς, έστω κι αν κουράστηκες, όσο κι αν πονάς. Ο,τι πιο υπέροχο είναι να αγαπάς» είχε να πει στον κόσμο πριν από λίγες μέρες, στο μήνυμά του για τα Χριστούγεννα.
Μπορεί να είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς κάθε πτυχή της ηθικότητας με λόγια, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι ενστικτωδώς γνωρίζουν τι είναι και πότε απουσιάζει. Για τους πιστούς, η πεποίθηση ότι οι Αρχιεπίσκοποι είναι άνθρωποι ικανοί να εμπνεύσουν ηθικό φρόνημα και κουράγιο δημιουργεί μια αίσθηση σταθερότητας, που γίνεται ακόμα πιο πολύτιμη σε περιόδους κρίσεων.
- του Βασίλη Γαλούπη, εφημερίδα «δημοκρατία»
Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος είναι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος 95 χρόνων. Αν κοιτάξει όμως κανείς τις φωτογραφίες του, ίσως προσέξει ότι τα μάτια του δεν συμβαδίζουν με το «βάρος» των χρόνων του. Ο 95χρονος γέροντας έχει ένα βλέμμα σχεδόν παιδικό, αυτή τη λάμψη της χαράς που βλέπουμε στις παιδικές φωτογραφίες.
Ίσως επειδή ο Αναστάσιος, που σπούδασε Φιλοσοφία, Θεολογία, Εθνολογία και Φιλολογία, έχει φιλτράρει μέσα από τις τόσες γνώσεις την πιο σημαντική απ’ όλες: «Ο,τι πιο ωραίο είναι να αγαπάς, έστω κι αν κουράστηκες, όσο κι αν πονάς. Ο,τι πιο υπέροχο είναι ν’ αγαπάς» θέλησε να πει στον κόσμο πριν από λίγες μέρες, τα Χριστούγεννα.
Την Παρασκευή (3/1) ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος μεταφέρθηκε εσπευσμένα από τα Τίρανα στην Αθήνα με αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας. Νοσηλευόταν ήδη από τις 30 Δεκεμβρίου στο Νοσοκομείο «Υγεία» των Τιράνων με συμπτώματα ίωσης, αλλά η κατάστασή του βάρυνε και κρίθηκε αναγκαία η διακομιδή του στον Ευαγγελισμό συνοδεία ιπτάμενου υγειονομικού προσωπικού του ΕΚΑΒ. Σύμφωνα με πληροφορίες, παρουσιάζει συμπτώματα γαστρορραγίας.
Πριν από λίγα χρόνια, το 2020, ο Αναστάσιος είχε νοσηλευτεί στη ΜΕΘ του Ευαγγελισμού με κορονοϊό. Ο ηλικιωμένος Ιεράρχης κινδύνευσε τότε και ταλαιπωρήθηκε ιδιαίτερα, αλλά ακόμη κι από τον θάλαμο της Εντατικής δήλωνε είναι «δώρο Θεού για εμένα η συμμετοχή μου στον κοινό πόνο». Και προσπαθούσε να στέλνει μηνύματα ελπίδας σε όσους νοσούσαν επί πανδημίας: «Μη φοβού, μόνον πίστευε» εμψύχωνε με τρυφερότητα τον κόσμο. Και συμβούλευε: «Να προσέχετε. Δεν ξέρουμε πώς κινείται αυτός ο ιός». Τελικά ο τότε 91χρονος Αρχιεπίσκοπος ανάρρωσε και βγήκε νικητής από τη ΜΕΘ.
Τη δεκαετία του 1960, όταν ο Αναστάσιος ήταν νεαρός διάκονος, ξεκίνησε ιεραποστολικό έργο στην Ουγκάντα της Αφρικής. Αρρώστησε, όμως, βαριά από ελονοσία και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Το 1981, αφότου αποκαταστάθηκε πια η υγεία του, επέστρεψε πάλι στην Αφρική, αυτή τη φορά ως μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής. Έμεινε 10 χρόνια πραγματοποιώντας τεράστιο έργο σε Ουγκάντα, Κένυα και Τανζανία. Φρόντισε να αναγερθούν δεκάδες ναοί, ίδρυσε Πατριαρχική Σχολή, χειροτόνησε 62 Αφρικανούς κληρικούς, έφτιαξε σχολεία και ιατρικούς σταθμούς.
Τον Φεβρουάριο του 1973 πήγε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών για να μεταφέρει τρόφιμα και να εμψυχώσει τους έγκλειστους φοιτητές που αγωνίζονταν εναντίον της δικτατορίας. Λίγους μήνες μετά έκανε διαμαρτυρία στην ΕΣΑ για τις συνθήκες κράτησης.
Ένας Αρχιεπίσκοπος πρέπει να είναι ταυτόχρονα δάσκαλος, δίκαιος και ακέραιος. Αν δεν καταφέρνει να ενσαρκώνει και τις τρεις αυτές λέξεις, τότε η ικανότητα της Εκκλησίας να ανθίζει και να λειτουργεί καλά βλάπτεται. Και το ηθικό των πιστών εξασθενεί.
Ο Αναστάσιος πάντοτε τιμούσε και τις τρεις αυτές έννοιες στο δύσκολο έργο του στην Αλβανία. Στην πράξη, είναι ο άνθρωπος που έφτιαξε την Ορθόδοξη Εκκλησία της γειτονικής χώρας. «Η πορεία μας στην Αλβανία ξεκίνησε με την αναφώνηση «ο Θεός είναι μαζί μας» και την εν χορώ απάντηση «και εμείς μαζί του», που μας στήριξαν τη βεβαιότητα ότι «δεν θα μας αφήσει ο Θεός», είχε πει πριν από λίγα χρόνια.
Από το 1991 ως πατριαρχικός έξαρχος και από το 1992 ως Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας, ο Αναστάσιος έπρεπε να φέρει εις πέρας την αποστολή που του ανέθεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο: να αναστηλώσει εκ των ερειπίων την Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας, που είχε καταρρεύσει ύστερα από διωγμό 46 ετών.
Ο Αρχιεπίσκοπος ίδρυσε Θεολογική – Ιερατική Σχολή (Ακαδημία) στο Δυρράχιο, έφτιαξε εκκλησιαστικά λύκεια και κέντρα νεολαίας, συγκρότησε πάνω από 400 ενορίες, φρόντισε να σωθούν από κατάρρευση εκατοντάδες εκκλησιές-πολιτιστικά μνημεία αναστηλώνοντάς τες κι έχτισε άλλες τόσες καινούργιες, έφτιαξε ορθόδοξες αλβανικές εφημερίδες και ραδιοφωνικό σταθμό.
Φρόντιζε να διανέμονται εκατοντάδες τόνοι τρόφιμα, φάρμακα και ρουχισμός σε όσους είχαν ανάγκη. Έδωσε αγώνες για τη διεκδίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας στην Αλβανία.
Το 1999, στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου, οργάνωσε ανθρωπιστικό πρόγραμμα βοηθώντας έτσι 33.000 πρόσφυγες. Η δράση του ανέδειξε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας σε πολυδύναμο πνευματικό κέντρο και καθιέρωσε τον ίδιο ως μια φωτεινή και δημοφιλή προσωπικότητα με τεράστια αναγνώριση από την πολιτική ηγεσία, τον κλήρο και τους πολίτες της Αλβανίας.
Άνθρωπος με σύγχρονες ανησυχίες και πλήρη επίγνωση των τεκτονικών αλλαγών που επιφέρει η βιομηχανία της τεχνολογίας στις κοινωνίες, έλεγε τον Νοέμβριο στο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο στην Αθήνα: «Οι σύγχρονες εξελίξεις επιβάλλουν προσοχή σε θέματα που θέτει η τεχνολογία, με τον κίνδυνο να αλλοιωθεί ο άνθρωπος από πρόσωπο αγάπης σε απροσδιόριστο νοητικό μηχανισμό».
Τα Χριστούγεννα, λίγο πριν μπει στο νοσοκομείο, έστειλε ένα εορταστικό μήνυμα που άγγιξε τις καρδιές όλων:
«Αυτό που καταξιώνει κάθε ανθρώπινο πρόσωπο δεν είναι η καταγωγή, η φυλή, οι γνώσεις, οι ικανότητές του, αλλά το γεγονός ότι είναι άνθρωπος. Στη σκληρή εποχή μας, που σε πολλές περιοχές λυσσομανά το μίσος και η βία, οι χριστιανοί πιστοί πάντοτε να αντιστεκόμαστε, με όλες μας τις δυνάμεις, ψυχικές και σωματικές, όπου και όσο μπορούμε»…
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε το 1929 στον Πειραιά ως Αναστάσιος Γιαννουλάτος. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1952. Συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές Θρησκειολογίας, Εθνολογίας, Ιεραποστολικής, Αφρικανολογίας στα πανεπιστήμια Αμβούργου και Μαρβούργου Γερμανίας (1965-’69), ως υπότροφος του γερμανικού ιδρύματος «Alexander von Humboldt». Το 1970 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, που ανασυστάθηκε το 1992. Είναι ένας από τους προέδρους της κεντρικής επιτροπής του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών και επίτιμος πρόεδρος της Παγκόσμιας Διάσκεψης Θρησκευμάτων για την Ειρήνη. Υπήρξε καθηγητής πανεπιστημίου και μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αλβανικά, ισπανικά, ιταλικά, ρωσικά κ.ά. Γνωρίζει επίσης αρχαία ελληνικά και λατινικά. Είναι επίτιμος διδάκτορας σε πολλά πανεπιστήμια και οι αγώνες για όσους δοκιμάζονται τον κατέστησαν υποψήφιο για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 2000.