«Ήταν έξι το απόγευμα.. Είχε ήδη βραδιάσει, όταν μια άγνωστη για μένα κοπέλα χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου επίμονα για να την ανοίξω. Τη δέχθηκα και ρώτησα τι θα ήθελε. «Πάτερ, θέλω να μου διαβάσετε μια ευχή». Το πρόσωπό της ήταν ταραγμένο, μιλούσε απότομα. Δε μου είπε πολλά πράγματα, απλά μου ζήτησε να προσευχηθώ γι’ αυτήν. Πήγαμε στην Εκκλησία και της διάβασα μια ευχή. Έφυγε αμίλητη χωρίς να μου δώσει περαιτέρω πληροφορίες για τη ζωή της, ούτε και να μοιραστεί τον λόγο που ήθελε να της διαβάσω την ευχή. Μετά από τρεις μέρες, ξαναήρθε. Ζητούσε και πάλι να προσευχηθώ γι’ αυτήν. Μπήκαμε στον Ναό, της διάβασα μια ευχή και, όταν τελείωσα, με ρώτησε: «Πάτερ, με φοβάστε;». «Όχι», της απάντησα. Το πρόσωπό της ήταν πιο ήρεμο από την προηγούμενη φορά. Έφυγε και πάλι αμίλητη με σκυμμένο το κεφάλι.
Πέρασαν τρεις μέρες και ξαναήρθε αργά την νύχτα. Όταν της διάβασα την ευχή, την παρακάλεσα να μην έρχεται τόσο αργά. Με κοίταξε και είδα τα μάτια της γεμάτα δάκρυα.. Μου είπε: «Πάτερ, είμαι ιερόδουλη, αυτή είναι η δουλειά μου. Δεν κυκλοφορώ τη μέρα, γιατί όλος ο κόσμος γνωρίζει ποια είμαι και ντρέπομαι να κυκλοφορώ. Γι’ αυτό ήρθα και ξαναήρθα βράδυ. Έρχομαι σε εσάς, γιατί νιώθω καλά όταν μπαίνω στην Εκκλησία. Θέλω να σας πω ότι την πρώτη φορά που ήρθα ένιωσα μια ανεξήγητη δύναμη μέσα μου και εκείνο το βράδυ δεν έκανα την αμαρτία. Δεν έχω σχέση με την Εκκλησία, ούτε είμαι Ορθόδοξη.»
Από τότε έφυγε και δεν την ξαναείδα. Κάποιες φορές ρωτούσα τον φύλακα αν βλέπει την κοπέλα αυτή να κυκλοφορεί στην πόλη μας και μου απαντούσε αρνητικά. Πέρασαν έξι μήνες και ένα απόγευμα ξαναήρθε, υποβασταζόμενη από μια φίλη της. Χαμογέλασε όταν με είδε. Την αναγνώρισα αμέσως. Την έφερα και την έβαλα να ξαπλώσει σε έναν πάγκο που είχαμε μέσα στην Εκκλησία. Όπως μου εξήγησε η φίλη της, ζήτησε την βοήθειά της και της είπε:»Θέλω να με πας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, που χτυπούν πολλές καμπάνες. Σήμερα θέλω να με πας, όχι αύριο!». Την κοίταξα και μου είπε: «Την ευχή σου, πάτερ, την ευχή σου.» Σκέφτηκα αμέσως και την ρώτησα: «Μήπως θέλεις να σε βαπτίσω, να γίνεις Χριστιανή;» Μου απάντησε: «Ναι, πάτερ, θα μου δώσεις πολλή χαρά αν με βαπτίσεις. Θα με βοηθήσει ο Θεός.»
Ξεκίνησα την προετοιμασία για τη βάπτιση. Της έδωσα και φόρεσε έναν χιτώνα. Αφού διάβασα τον Κατηχητικό Λόγο, τη βάπτισα «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» και της έδωσα το όνομα Γεωργία. Της φόρεσα και έναν Σταυρό και, στη συνέχεια, έβγαλα τη Θεία Κοινωνία που έχουμε στο Αρτοφόριο και την κοινώνησα. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο και χαρούμενο. «Πάτερ, μου είπε, σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Δοξάζω τον Θεό για αυτή την ώρα, που με αξίωσε να βαπτιστώ. Οι γιατροί κουράστηκαν με την αρρώστια μου και μου είπαν να πάω στο σπίτι. Παρακαλώ τον Θεό να με συγχωρέσει για όλα αυτά που έκανα στη ζωή μου. Σε παρακαλώ, πάτερ, θέλω τον χιτώνα αυτό να τον πάρω μαζί μου για να μου τον φορέσουν όταν πεθάνω. Δε θέλω τίποτα άλλο!» Θαύμασα ακούγοντας αυτά τα λόγια και της έδωσα τον χιτώνα. Η φίλη της με ευχαρίστησε, πήρε τη Γεωργία και φύγανε. Καθώς φεύγανε, είδα την ώρα. Ήταν 6:30 το απόγευμα. Πέρασαν δύο ώρες και ήρθαν να με ενημερώσουν ότι κοιμήθηκε η Γεωργία η ιερόδουλη. Την κάλεσε ο Θεός στη Βασιλεία των Ουρανών!
Ο Θεός μας είναι δίκαιος, την προετοίμαζε με τρόπο που το μυαλό μας δεν μπορεί να συλλάβει. Ο κόσμος την έβριζε, όλοι την είχαν για σκουπίδι. Όχι όμως ο Δημιουργός της. Τη θάψαμε με τον χιτώνα της βάπτισης και με τον σταυρό της. Τι ωραία που ήταν η Γεωργία μας! Άλλη η δικαιοσύνη του Θεού και άλλη των ανθρώπων. Ο Θεός δε θέλει να χαθεί ούτε μια ψυχή αρκεί να τον αναγνωρίσει ως Σωτήρα και Λυτρωτή».
Το γεγονός της βάπτισης και του θανάτου της Γεωργίας μας εξιστόρησε με επιστολή του ο π. Χαρίτων Musungayi από την Γκόμα του Ανατολικού Κονγκό.