Ηράκλειο, 1945-1947: Το λιντσάρισμα των δωσίλογων της Κρήτης που φωτογραφίζει το μέλλον που έρχεται
Η συνεργασία αρκετών Ελλήνων με τους κατακτητές Γερμανούς και Ιταλούς κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της Ελληνικής Ιστορίας. Ωστόσο και μετά την απελευθέρωση, το κοινό περί δικαίου αίσθημα σχετικά με την τιμωρία των δωσίλογων δεν ικανοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα κάποιοι να αναλαμβάνουν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν αυτή που έγινε στην Κρήτη, η οποία είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις λιντσαρίσματος στα ελληνικά δικαστικά χρονικά.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε μαζί με το ΘΕΜΑ της προπερασμένης Κυριακής
Η υπόθεση αφορούσε τη δίκη της οικογένειας Σωμαράκη από το χωριό Σάρχο του Ηρακλείου. Σε αυτήν εμπλέκεται και ένας δημοσιογράφος ονόματι Πέτρος Βάρβογλης, ο οποίος κυκλοφορούσε μια γερμανική ελληνόφωνη εφημερίδα και είχε ερωτική σχέση με τη Μαρίκα Σωμαράκη. Μάλιστα η αδελφή της Μαρίκας, η Χαρίκλεια είχε κι αυτή ερωτικό δεσμό με έναν Γερμανό. Όταν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ εκτέλεσαν τον Βάρβογλη και τον πατέρα της Σωμαράκη για αντίποινα, αυτή απευθύνθηκε στους Γερμανούς, οι οποίοι για αντίποινα εκτέλεσαν 35 συγχωριανούς της για αντίποινα.
Όσοι ήταν μέσα στην αίθουσα κινήθηκαν και εναντίον τον δικαστών, όμως τελικά επικράτησαν οι πιο ψύχραιμοι. Το γεγονός αυτής της μαζικής υστερίας και της σφαγής των δωσίλογων κυκλοφόρησε γρήγορα σε όλη την Κρήτη αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα προκαλώντας μεγάλη αίσθηση για το πως θα μπορούσε να ξεφύγει η κατάσταση και να στραφεί το πλήθος επί δικαίους και αδίκους σε όλες τις φυλακές της χώρας. Στην Κρήτη, πάντως, έγινε προσπάθεια να αποκατασταθεί μια έννοια ευνομούμενης πολιτείας με τη σύλληψη τεσσάρων από εκείνους που συμμετείχαν στο λιντσάρισμα και τη σφαγή των μελών της οικογένειας Σωμαράκη.
Το δικαστήριο τους απάλλαξε όλους. Μία ακόμα υπόθεση που σχετίζεται με αυτοδικία προς δωσίλογο στην Κρήτη αφορά τον Νικόλαο Μαγιάση, ο οποίος χρεώνεται τον θάνατο πάνω από 300 συμπατριωτών του. Η περίπτωσή του είναι ιδιαίτερη, μια και επρόκειτο για μορφωμένο νέο και από εύπορη οικογένεια με αντιστασιακή δράση. Ο ίδιος αποφάσισε να συνεργαστεί με τους Γερμανούς στην Κρήτη και να αποτελέσει τον πιο ονομαστό συνεργάτη των κατακτητών. Μετά την απελευθέρωση οδηγήθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο αρκετές φορές και για πολλές υποθέσεις βασανισμών και εκτελέσεων.
Σε μία από αυτές, στις 30 Απριλίου του 1947, ο Μαγιάσης δικαζόταν για τη δολοφονία του Μιχάλη Βρέντζου, ενός νεαρού βοσκού από τα Ανώγεια επειδή είχε δώσει νερό και ψωμί στους αντάρτες. Στο δικαστήριο είχε παρεισφρήσει ο αδελφός του θύματος Γιώργης Βρέντζος ή «Τηγανίτης», ο οποίος έχοντας σχεδιάσει από ημέρες τη δράση του, κατάφερε να πλησιάσει τον κατηγορούμενο Μαγιάση και να τον σκοτώσει με τρεις μαχαιριές στην κοιλιά. Οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον «Τηγανίτη» όμως δεν τόλμησαν να τον πειράξουν, καθώς είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι οι Ανωγειανοί είχαν βάλει νάρκες στο δικαστικό μέγαρο για να το ανατινάξουν. Η πράξη του «Τηγανίτη» έτυχε γενικευμένης αποδοχής από τους Κρητικούς, οι οποίοι ακόμα και σήμερα τον τραγουδούν σε μια μαντινάδα του Γιώργη (Κάτη) Βρέντζου:
«Ένας αετός των Βρέντζηδων έσφαξε τον Μαγιάση
και όλοι μαζί φωνάξαμε η χέρα του ν’ αγιάσει
Μέσα στο δικαστήριο γιατί ‘χενε σκοτώσει
και έπρεπε οπωσδήποτε ζωή να παραδώσει».