Aυτός είχε διδαχθή, ακόμη από την παιδική του ηλικία, να λέγη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, τον ύμνο αυτό:
«Θεοτόκε, Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά σού. Ευλογημένη, συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Ότι Σωτήρα έτεκες, των ψυχών ημών».
Αργότερα έκανε μια ζωή με πολλές φροντίδες και έλεγε σπανιώτερα αυτόν τον ύμνο της Κυρίας Θεοτόκου. Κατόπιν σιγά σιγά έπαυσε να τον λέγη.
Ο Θεός όμως, ο Οποίος δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, έστειλε στο σπίτι του έναν ερημίτη από την Θηβαίδα για να τον ελέγξη διότι εξέχασε αυτόν τον ύμνο της Κυρίας Θεοτόκου. Ο Αγαθόνικος απήντησε στον ερημίτη μοναχό ότι έπαυσε να τον λέγη, διότι, παρότι τον έλεγε για πολλά χρόνια, όμως δεν ευρήκε καμμία ωφέλεια.
Τότε ο ερημίτης του είπε: «Φέρε στον νού σου τυφλέ και αχάριστε, πόσες φορές σε εβοήθησε αυτή η δοξολογική προσευχή και σε έσωσε από διάφορους πειρασμούς!
Θυμήσου, όταν ήσουν ακόμη παιδί, πως λυτρώθηκες από πνιγμό κατά ένα θαυμαστό τρόπο! Ενθυμήσου, όταν σε εκτύπησαν πολλοί γείτονες σε μία λακκούβα που είχες πέσει κι όμως έμεινες ατραυμάτιστος! Θυμήσου ακόμη, όταν ταξίδευες κάποτε με κάποιον φίλον σου, επέσατε και οι δυό σας από την καρότσα!
Αυτός έσπασε το πόδι του και συ δεν έπαθες τίποτε. Δεν γνωρίζεις ότι ο φίλος σου είναι κάτω αδύνατος από μία ασθένεια, ενώ εσύ είσαι υγιής και δεν αισθάνεσαι κανένα πόνο;
Καί, όταν του έφερε στην μνήμη όλα αυτά τα θαυμαστά έργα, στο τέλος του είπε: «Να ξέρης ότι όλες αυτές οι δυστυχίες και ατυχίες που ήλθαν στην ζωήν σου, απομακρύνθηκαν από την θεία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου, χάρις στην μικρή σου αυτή δοξολογική προσευχή, την οποίαν έλεγες κάθε ημέρα ενώπιόν της.
Δώσε λοιπόν προσευχή και συνέχιζε να προσεύχεσαι και στο μέλλον με την προσευχή αυτή και η Μητέρα του Κυρίου μας δεν θα σε εγκαταλείψη ποτέ». Έτσι κατάλαβε ο Αγαθόνικος και δεν άφησε πάλι αυτή την προσευχή.
Ούτε εμείς να μην αφήνουμε να περνά μία ημέρα χωρίς να προσευχηθούμε μ᾿ αυτή την προσευχή μπροστά στην Κυρία Θεοτόκο κι έτσι θα φυλαγώμεθα από πολλές δοκιμασίες και πειρασμούς στην ζωή μας.