Κι αυτή είναι:
το κακό δεν προέρχεται από το Θεό· ούτε υπάρχει μέσα Του ούτε το
δημιούργησε από την αρχή ούτε αποτελεί μέρος της φύσης του Θεού.
Το δημιούργησαν οι άνθρωποι: έχασαν την έννοια του καλού κι έτσι
άρχισαν να φαντάζονται και να δημιουργούν, σύμφωνα με τις επιθυμίες
τους, κι αυτά που δεν έφτιαξε ο Θεός.
Συμβαίνει ό,τι και με τον ήλιο· ενώ φέγγει και φωτίζει όλη τη γη με τη
λαμπρότητά του, αν εμείς κλείσουμε τα μάτια, νομίζουμε ότι είμαστε στο
σκοτάδι, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει· κι έτσι περπατάμε σαν
τυφλοί στο σκοτάδι, πέφτουμε κάτω και βαδίζουμε στο γκρεμό· νομίζουμε
ότι δεν υπάρχει φως αλλά σκοτάδι. Νομίζουμε ότι βλέπουμε, ενώ δεν
βλέπουμε καθόλου.
Έτσι έκανε και η ψυχή των ανθρώπων. Σφράγισε τα μάτια με τα οποία
μπορεί να βλέπει το Θεό και επινόησε μέσα της το κακό μέσα στο οποίο
κινείται. Νομίζει ότι κάνει κάτι, ενώ δεν κάνει τίποτε. Διότι φαντάζεται
πράγματα ανύπαρκτα. Η ψυχή δεν είναι όπως τη δημιούργησε ο Θεός αλλά
φαίνεται όπως η ιδια κατάντησε τον εαυτό της. Τη δημιούργησε ο Θεός
για να Τον βλέπει και να τη φωτίζει. Εκείνη όμως προτίμησε στη θέση του
Θεού τα φθαρτά και το σκοτάδι, όπως λέει και το Άγιο Πνεύμα στην Αγία
Γραφή: «ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο απλό· εκείνος όμως διανοείται
πολλούς ψευδείς λογισμούς».
Έτσι λοιπόν από την αρχή προέκυψε και διαμορφώθηκε η εφεύρεση και
η επινόηση της κακίας.
λόγος κατά ειδώλων Μ.Αθανασίου