Τοῦ κ. Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη, Θεολόγου
Τό κάλλος, ἡ ὀμορφιά, εἶναι καί ὡραῖο καί καλό. Δημιουργός τοῦ κάλλους εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὅπου κι ἄν στρέψουμε τή ματιά μας θ’ ἀντικρύσουμε την ὀμορφιά καί τή σοφία τοῦ Θεοῦ. Στόν οὐρανό, στή γῆ, στα βουνά, τίς θάλασσες, τά πουλιά, τά λουλούδια… Παντοῦ. Στό κάθε μας βῆμα. Τήν κάθε στιγμή. Ὅλα πλασμένα «καλά λίαν».
Τό ὡραῖο, ὅταν εἶναι καλό καί δέ διαστρέφεται, δίνει χαρά στήν ψυχή καί ὀμορφιά στη ζωή.
«Νά μή κατηγορεῖ κανένας τήν ὀμορφιά, προσθέτει ὁ ἅγιος Πατέρας (ἱερός Χρυσόστομος), οὔτε νά λέγει ἐκεῖνα τά ἀνόητα λόγια, ὅτι τάχα την τάδε τήν κατάστρεψε ἡ ὀμορφιά ἤ στήν τάδε ἡ ὀμορφιά ἔγινε ἀφορμή καταστροφῆς και ἀπώλειας». Καί ἀπαντᾶ: «Οὐ το κάλλος αἴτιον μή γένοιτο ἔργον γάρ ἐστι καί τοῦτο τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἡ προαίρεσις ἡ διεφθαρμένη αἰτία πάντων τῶν κακῶν ἐστιν».
Τό κάλλος, ὡστόσο, δέν παύει νά εἶναι δοκιμασία καί πειρασμός στόν ἄντρα ἤ τή γυναίκα. Πιό πολύ στή γυναίκα. Ἡ συνειδητοποίηση τῆς ὀμορφιᾶς κάνει τόν ἄνθρωπο ὑπερήφανο, αὐτάρεσκο, φίλαυτο, ἐγωκεντρικό, καί τόν ρίχνει σέ κινδύνους και ὑποψίες καί πειρασμούς.
Σημειώνω τούς τελευταίους στίχους ἑνός ὡραιότατου ποιήματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιά τήν ὀμορφιά και τή σεμνότητα:
Μή ζωγραφίσεις, ἀνόητη, τό πρόσωπο καί μήν ἀλλάζεις τήν ὄψη σου. Μόνη ὀμορφιά γιά μένα ὅποια ἡ φύση δίνει. Κι ἄλλη μή θές νά δείχνεις ἀπό ὅποια εἶσαι. Ἕνα λουλούδι στή γυναίκα ἀγαπητό, τ’ὡραῖο κοκκίνισμα, ἡ ντροπή…
Ὁ καλλωπισμός εἶναι ἐκτροπή ἀπό τό φυσικό στό ἀφύσικο. Εἶναι ἀπάτη καί παγίδα. Εἶναι δόλωμα καί σκάνδαλο. Εἶναι προσποίηση καί ὑποκρισία.
Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης γράφει σέ κάποια Θεανώ τά ἑξῆς πολύ σημαντικά: «Ἡ ἀγάπη σου στά κοσμήματα, ἡ λαμπρότητα τῶν πολύτιμων λίθων και μαζί μ’ αὐτά καί τό πολύ χρυσάφι, καί τά καλοπλεγμένα μαλλιά, καί τά βαψίματα τῶν ματιῶν καί ὅλη ἡ τέχνη τῆς ὀμορφιᾶς καί ἡ σπουδή σου σ’ αὐτά, ὅπως πληροφοροῦμαι, ἔρχονται σ’ ἀντίθεση μέ τή σεμνότητα τοῦ μέτρου καί τήν προσβάλλουν, ἀλλά καί δείχνουν πώς ἀκόμα μέσα σου λυσσοῦνε τά πάθη. Ἐάν λοιπόν, ξέχασες τήν ὑπόσχεσή σου, μέ τήν ἐπιστολή μου αὐτή σοῦ τήν ὑπενθυμίζω…».
Γιά τίς ἀπρόσεκτες γυναῖκες, πού τολμοῦν νά μεταφέρουν τόν καλλωπισμό τους καί κατά τήν ὥρα τῆς λατρείας, λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Τή στιγμή πού ὁ Παῦλος συμβουλεύει τίς γυναῖκες νά μή καλλωπίζονται και νά μή ντύνονται κοσμικά, ἐσύ ἔρχεσαι νά προσευχηθεῖς στο Θεό ὁλοστόλιστη μέ τά χρυσαφικά σου; Μήπως ἦλθες γιά να χορέψεις; Μήπως ἦλθες γιά γαμήλια διασκέδαση; Μήπως ἦρθες γιά πανηγύρι; Πέταξε μακριά αὐτή τήν ὑποκριτική ἀμφίεση. Αὐτά εἶναι γνωρίσματα καί ἐμφανίσεις τῶν γελωτοποιῶν καί τῶν χορευτῶν.Μή μιμεῖσαι τίς πόρνες…».
«Ταῦτα γάρ ἀναιδείας ἐστί καί ἀσχημοσύνης». Καί καταλήγει ὁ ἅγιος καί μέγας ἱεροκήρυκας τῆς Ἐκκλησίας: «Οὐκ ἔστι μικρόν τό ἁμάρτημα, ἀλλά και σφόδρα μέγα, ἱκανόν παροξύναι τόν Θεόν»….
(Πηγή: Απόσπασμα άρθρου από την εφημερίδα
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» 10/6/2011)