1817, ὁ «Μέγας Διδάσκαλος τοῦ Γένους, ὁ ἐπονομασθεῖς Σωτὴρ τῆς Πατρίδος», Γεώργιος Γεννάδιος, διδάσκει στὴν Ὀδησσὸ τῆς Ρωσίας στὴν ἐκεῖ «Ἑλληνικὴν Σχολήν». Κάποτε ἐπισκέφθηκε τὴν σχολὴ ὁ τσάρος Ἀλέξανδρος συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν μεγάλο Καποδίστρια, τὸν ὑπουργὸ τοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν. Ἐνθουσιασθείς ὁ τσάρος ἀπὸ τὰ προσόντα τοῦ Γενναδίου, τοῦ προτείνει τὴν ἀπονομὴ τίτλου εὐγενείας καὶ δὴ τοῦ βαρόνου. Ἀπαντᾶ ὁ Δάσκαλος: «Ἂν ἠμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀρχισωμεν γινόμενοι βαρόνοι, κίνδυνος εἶναι μὴ τινὲς ἀποβάλλοντες τὸ “βαρ” μείνωσιν … “ ὄνοι». (Λεξικὸ τοῦ «Ἡλίου», τόμ. 5, σέλ. 83-87, Ἀθήνα 1948).
Βαρόνους καὶ λόρδους σίγουρα δὲν ἔχουμε, ἀπαγορεύει ρητῶς καὶ τὸ Σύνταγμα τοὺς «τίτλους εὐγενείας», ὅμως ὄνους, κοινῶς γαϊδούρια ἢ ἐπὶ τὸ λαϊκότερον γομάρια, ὑπάρχουν ἐν ἀφθονία, τὰ ὁποία δὲν τετραποδίζουν. Ὄχι, αὐτὰ εἶναι ὑπὸ ἐξαφάνισιν. Ἐπιβιώνουν ὅμως πάμπολλα “δίποδα καὶ ἄπτερα”, κατὰ τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν πασίγνωστο ὁρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐπινόησε. (Τοῦ ἀπάντησε καταλλήλως ὁ Διογένης ὁ Σινωπεύς, ποὺ μάδησε ἕναν πετεινὸ καὶ εἶπε: ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Πλάτωνος. Καὶ αὐτὸς τότε συμπλήρωσε «δίπουν, ἄπτερον καὶ πλατώνυχον»). Οι ὄνοι βάσταξαν γιὰ αἰώνες τοὺς γόμους τῶν ἀνθρώπων καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς μηχανῆς…συνταξιοδοτήθηκαν. (Ἀπὸ τὸ ἀρχαιοελληνικὸ «γόμος», ποὺ σημαίνει φορτίο, βγῆκε τὸ γομάρι). Μάλιστα, μίας καὶ κινούμαστε στὸ χῶρο τοῦ εὐθυμογραφήματος, νὰ παραθέσω μία νόστιμη ἱστορία στὴν ὁποία…
πρωταγωνιστοῦν ἀληθινὰ γαϊδούρια, τὰ ὁποῖα πολλὲς φορὲς στάθηκαν χρησιμότερα ἀπὸ τὰ κάλπικα, ἀχάριστα, ὄρθια καὶ ἀναθρώσκοντα δίποδα.
Κάποτε ὁ Ὄθων κάλεσε στὸ παλάτι τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ εἶπε:
– Η κυβέρνησή μου ἀποφάσισε νὰ ἀμείψει τοὺς ἀγωνιστές. Ἐδῶ ἔχω τὶς ἀναφορὲς μὲ τὶς ὁποῖες ζητοῦν τὰ δικαιώματά τους. Ἐσὺ τί θὰ ζητήσεις στρατηγέ;
-Ἐγώ, ἀπάντησε ὁ Κολοκοτρώνης, δὲν θὰ ζητήσω τίποτε, γιατί οὔτε ἔχασα οὔτε ξόδεψα γιὰ τὸ Ἔθνος.
– Ο Ὄθων συνηθισμένος ἀπὸ τὶς παράλογες ἀπαιτήσεις πολλῶν ἀγωνιστῶν τοῦ γλυκοῦ νεροῦ, ξαφνιάστηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντησή του.
– Πῶς γίνεται αὐτό; ρώτησε ὁ βασιλιάς. Καὶ ὁ Γέρος τοῦ Μοριὰ τοῦ ἐξήγησε:
– Εγώ ὅταν μπῆκα στὸν ἀγώνα, εἶχα στὸ σελάχι μου μιάμιση ρεγγίνα (ἕνα αὐστριακὸ τάληρο) καὶ ξόδεψα μονάχα τὴν μισή.
– Και δὲν μοῦ λές, μεγαλειότατε, ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποῦ ζητοῦν χρήματα; Ὁ Ὄθων τοῦ ἀνέφερε κάποια ὀνόματα, ποὺ ὁ Κολοκοτρώνης ἤξερε τί κιοτῆδες στάθηκαν στὸν Ἱερὸ Ἀγώνα.
– Αν αὐτοὶ ποῦ μου λές, βασιλιά μου, πάρουν αὐτὰ ποῦ ζητᾶνε, τότε τί πρέπει νὰ πάρουν τὰ γαϊδούρια τῆς Ζαράκοβας; (περιοχὴ τῆς Ἀρκαδίας).
– Και ποιὰ εἶναι τὰ γαϊδούρια τῆς Ζαράκοβας; ρώτησε ὁ Ὄθων μὲ περιέργεια. Καὶ ἀπαντᾶ ὁ ἀθάνατος ἥρωας:
Βασιλιά μου, τὰ γαϊδούρια τῆς Ζαράκοβας, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς κουβαλοῦσαν τὸ νερὸ καὶ τὸ ψωμί, ποὺ εἴχαμε τόσο ἀνάγκη κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδος μας ἀπὸ τοὺς Τούρκους.
Τῷ καιρῶ ἐκείνω, τὰ γαϊδούρια τῆς Ζαράκοβας κέρδισαν τὸν ἔπαινο τοῦ Κολοκοτρώνη. Τῷ καιρῶ ἐτούτω, κάποια γαϊδούρια “ξεσαμάρωτα” ποὺ λέμε στὸ χωριό μου, δίποδα, σπιλώνουν κειμήλιες μορφὲς σὰν τὸν Καποδίστρια, ποὺ κατέχει ἐξέχουσα θέση στὸ εἰκονοστάσι τοῦ Γένους. Καποδίστριας τὸ ζωντανὸ “παιδαγωγεῖον” τοῦ Γένους.
Ὁ μακαριστός, ὁ πολὺ σπουδαῖος δάσκαλός μας π. Γεώργιος Μεταλληνός, ἔλεγε ὅτι δύο εἶναι οἱ μεγάλες ἀρρώστιες τῶν ἀσχολουμένων μὲ τὴν ἱστορία: ὁ ἱστορικὸς ἀναχρονισμός, ὅταν ἕνα ἱστορικὸ γεγονὸς ἢ καὶ πρόσωπο, ἑρμηνεύεται βάσει τῶν σημερινῶν συνθηκῶν καὶ ἀντιλήψεων καί, δεύτερον, ἡ ἰδεολογικὴ χρήση τῆς ἱστορίας, στὴν ὁποία διαπρέπουν οἱ κενόδοξοι ἀριστερομυαλοι -καὶ ὄχι μόνο- ἐθνομηδενιστές. Ἔτσι κάποιος προφέσορας ΑΕΙ, ποὺ φίλησε προφανῶς ἀρκετὲς κατουρημένες ποδιὲς ἢ φόρεσε τὶς γνωστές …”ποδίτσες” γιὰ νὰ ἀνέλθει, ἐπιστρατεύεται στὴν Ἐπιτροπὴ καθηλώσεως τοῦ Εἰκοσιένα καὶ ἀποφαίνεται γελοιωδῶς: δικτάτορας ὁ Καποδίστριας. Ποιός; Ὁ Καποδίστριας!! Τί νὰ πεῖ κανείς; Τὸ ἔχω ξαναγράψει. “Ὁ καθεὶς τὴν μύξα του γιὰ βούτυρο τὴν ἔχει”…
Ὁ Καποδίστριας δὲν ἔχει ἀνάγκη ὑπεράσπισης τῆς ἱερῆς μνήμης του. Μόνο αὐτὸ θὰ σημειώσω ποὺ βρῆκα στὸ βιβλίο τοῦ Β. Γεωργιάδη ” Ὁ πρῶτος Κυβερνήτης” ὅπου διασώζεται μία στιχομυθία, τὸ 1840, τοῦ Πετρομπέη Μαυρομιχάλη μὲ τὸν ἰατροφιλόσοφο Πύρρο, ὁ ὁποῖος κατηγοροῦσε τὸν Καποδίστρια. Ἀπαντᾶ ὁ Μαυρομιχάλης: “Δὲν τὰ μετρᾶς καλὰ φιλόσοφε! Ἀνάθεμα στοὺς Ἀγγλογάλλους ποὺ ἤσαν ἡ αἰτία. Κι ἐγὼ ἔχασα τοὺς δικούς μου καὶ τὸ ἔθνος ἔχασε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν θὰ τὸν ματαβρεῖ καὶ τὸ αἷμα του μὲ παιδεύει ὡς τώρα”. (ἔκδ. “Λιβάνη”, σέλ. 231). Αὐτὰ τὸ λόγια ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Πετρομπέη ἔχουν διαφορετικὴ ἀξία καὶ βαρύτητα. Κατὰ τὸ σοφότατο λόγιο: ” Ἀρετὴν οἶδεν καὶ πολέμιος θαυμάζειν”. Οἱ πολέμιοι, ναί. Θαυμάζουν. Οἱ ὄνοι, ὄχι. Γκαρίζουν καὶ δυσφημοῦν…
Καὶ θὰ κλείσουμε μὲ ἕνα κείμενο, ἐρανισμένο κι αὐτὸ ἀπὸ τὸν γαϊδουρινὸ βίο , τὸ ὁποῖο ἐξεικονίζει καὶ ἑρμηνεύει ἀριστοτεχνικὰ πολλὰ σύγχρονα κακῶς κείμενα καὶ …κακὰ ὑποκείμενα.
Ήταν ἕνας καμηλιέρης, ὁ Ἐμὶν ἀγάς, ποὺ ἔζησε μία ζωὴ στὰ καραβάνια. Ἀρρώστησε στὰ 99 τοῦ, ἐνίωσε πὼς ζυγώνει τὸ τέλος καὶ κάλεσε κοντὰ τοῦ παιδιά, ἐγγόνια, συγγενεῖς καὶ φίλους καὶ ζήτησε συγχώρεση. Θυμήθηκε καὶ τὶς καμῆλες του καὶ παρακάλεσε νὰ τὸν πάνε στὸ παχνὶ γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσει καὶ ἐκεῖνες. Τὶς χάιδεψε ὁ Ἐμὶν ἀγάς, ἔκλαψε καὶ εἶπε:
– Εγώ πιὰ σᾶς ἀφήνω. Ἔφτασε ἡ ὥρα μου. Ἀλλὰ γιὰ νὰ πάω ἥσυχος θέλω νὰ μὲ συγχωρέσετε γιὰ ὅ,τι κακό σας ἔκανα. Τί νὰ γίνει, ἔτσι εἶναι ὁ ντουνιάς!
Καὶ μία καμήλα, γερασμένη, τοῦ λέει:
– Που μᾶς ἔδερνες καὶ ποὺ μᾶς ἄφηνες νηστικές, κακὰ πράγματα, ἁμαρτία ἀπὸ τὸ Θεό, μὰ στὸ συγχωρᾶμε. Ἕνα μόνο δὲν θὰ σοὺ συγχωρέσουμε ποτέ.
– Ποιο; Ρωτάει τρομαγμένος ὁ Ἐμὶν ἀγάς.
– Ποιο; Νὰ τ’ ἀκούσεις. Ὅλες εἴμαστε ὑπάκουες στὴ δούλεψή σου. Καὶ σύ, ἀντὶ νὰ μᾶς τιμᾶς, ἔβαζες ἕνα γαϊδούρι, νὰ μᾶς τραβάει ἀπὸ τὴ μύτη.
(Στὰ καραβάνια προπορευόταν πάντοτε ἕνας γαίδαρος).
Ὁ Ἐμὶν ἀγὰς ἀναστέναξε.
– Δίκιο ἔχετε! Μὰ ἔτσι εἶναι φτιαγμένος ὁ ντουνιάς. Γαϊδούρια νὰ τὸν ὁδηγοῦν καὶ νὰ τὸν σέρνουν ἀπὸ τὴ μύτη!.