Κατά την Αγία Γραφή, οι πρωτόπλαστοι εξέπεσαν λόγω και της αγνωμοσύνης τους προς τον Θεό.

Οι Προφήτες τού Ισραήλ (Αρ. ια΄ 1-13, Δευτ. λβ΄ 15, Κριτ. Β΄ 16-22, Νεεμ. θ΄ 16-18, Ψαλμ. Οζ΄ 11-12, ρε΄ 13-22, Ωσ. ζ΄, 13-16, Ησ. α΄ 3, Μιχ. στ΄ 3-5, Μαλ. α΄ 2-6) και πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας μέμφονται τούς Ιουδαίους για τη σκληρόκαρδη αγνωμοσύνη και αχαριστία τους, που νεκρώνει την ψυχή (Ιω. Χρυσόστομος, PG 57, 332).
Στην Κ.Διαθήκη ο Χριστός εκφράσθηκε με πικρία για τους εννέα λεπρούς, που σε αντίθεση με τον δέκατο, δεν επέστρεψαν να ευχαριστήσουν και δοξάσουν τον Θεό για τη θεραπεία τους (Λουκ. ιζ΄ 17).
Μα άλλωστε ο Ίδιος ο Κύριος αντί τού μάννα, με το οποίο εξέθρεψε τον Ισραήλ, δεν εισέπραξε χολή και σταυρικό θάνατο:
Για τον πιστό χριστιανό η ευγνωμοσύνη είναι έργο δικαιοσύνης που εκδηλώνεται λόγοις και έργοις, όχι όμως για εξόφληση της ηθικής υποχρέωσης, αλλά σαν ένδειξη ευγενικής διάθεσης.
Η απομάκρυνση από την αχαριστία και η εκδήλωση ευγνωμοσύνης είναι ένας δεσμός με τον οποίον οικογένειες ενώνονται και λαοί ομονοούν (Σ. Σειράχ γ΄31).
Ο Απ. Πάυλος συμπεριλαμβάνει την αγνωμοσύνη μεταξύ των μεγάλων κακών λέγοντας: “Εις καιρούς χαλεπούς έσονται οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάεργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσιν απειθείς, αχάριστοι, ανούσιοι, άστοργοι” (Β΄Τιμ. γ΄2).
Ο Ιερός Χρυσόστομος γράφει σχετικά: «Ο γαρ περί τον ευεργέτην αχάριστος, τι άν γένοιτο ποτέ περί τούς άλλους;» (PG 62, 643). Ακόμη η χριστιανική πίστη μας εμποδίζει να προφασιζόμαστε ότι δεν ευεργετούμε λόγω προηγούμενης αγνωμοσύνης των ευεργετημένων.
Καθήκον αγάπης του χριστιανού είναι να μιμηθεί το Θεό που: “αυτος εστί χρηστός επί τους αχαρίστους και πονηρούς” (Λουκ. στ΄35). Τέλος, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, η αγνωμοσύνη προς τον Θεό θεωρείται αμαρτία χειρότερη από την πορνεία (PG 56, 22).