Κοιμόμασταν στρωματσάδα στην αυλή και από πάνω ένα τεράστιο γιασεμί μοσχοβολούσε καθώς μας έπαιρνε ο ύπνος. Τι ομορφιά, Θεέ μου, σ’αυτή τη γειτονιά!
Κοιμόμασταν στρωματσάδα στην αυλή και από πάνω ένα τεράστιο γιασεμί μοσχοβολούσε καθώς μας έπαιρνε ο ύπνος. Τι ομορφιά, Θεέ μου, σ’αυτή τη γειτονιά!
Εμεινε η μάνα μου χήρα στα είκοσι εννιά της χρόνια, καλλονή ήταν, πολύ όμορφη γυναίκα και έκτοτε, όχι, δεν ξαναπαντρεύτηκε, γιατί είχε πολλές προτάσεις, δεν ξανάβαλε κραγιόν στα χείλη της! Αφιέρωσε τη ζωή της στα παιδιά της, που πάσχισε να τα μεγαλώσει, και θυμάμαι, μού ’λεγε η καημένη: “άκουσε, αγόρι μου. Εκανα τα πάντα για να σας μεγαλώσω, ένα μόνο δεν έκανα, δεν έγινα πόρνη”.
Εκεί στα Μανιάτικα ξεκίνησα τη ζωή μου, ο μοναδικός άντρας στην οικογένεια, πώς να ζήσουμε πέντε ορφανά, άρχισα κι εγώ να δουλεύω κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά. Σφουγγαρίκι στις αυλές και στα πεζοδρόμια των πλουσίων, δεν ντρεπόμουνα, αλλά ποτέ δεν ζητιάνεψα.
Θυμάμαι τη μάνα μου που μας έκοβε μία μικρή φέτα ψωμί, την έβρεχε και την πασπάλιζε με ζάχαρη ή κάποιες φορές την άλειφε με θρεψίνη και περιμέναμε πότε θα ’ρθει η Κυριακή να φάμε κρέας με μακαρόνια, μετά το κατηχητικό.
Ο αξέχαστος ηθοποιός Αλέκος Τζανετάκος