Διηγεῖται ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς γιὰ τὸν ὅσιο Παΐσιο τὸν Μέγα
Ποθώντας νὰ δῶ καὶ νὰ ἀπολαύσω τὴ θεία χάρη, τὸν ἐπισκέφτηκα στὸ κελλί του. Ἀλλὰ προτοῦ ἀκόμη κτυπήσω τὴν πόρτα του, τὸν ἄκουσα νὰ συνομιλεῖ μὲ κάποιον. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔμεινα ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί, ἀλλὰ δυστυχῶς ἔκανα λίγη φασαρία καὶ ὁ ὅσιος βγῆκε ἔξω γιὰ νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Ὅταν μὲ εἶδε χάρηκε πολύ, καὶ γὶ αὐτὸ μὲ ἀγκαλίασε καὶ μὲ φιλοῦσε. Ἔτσι ἔκανα καὶ ἐγώ. Ὅταν ὅμως μπῆκα μέσα στὸ κελλί, ἄρχισα νὰ κοιτῶ ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ νὰ δῶ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν ὁποῖο συνομιλοῦσε προηγουμένως, ἀλλὰ δὲν εἶδα κάποιον. Ὁ ἴδιος κατάλαβε ὅτι κάτι ἀναζητοῦσα καὶ μὲ ρώτησε: “Βλέπεις κάτι παραδοξο”; “Ναι”, τοῦ ἀπάντησα. “Πριν ἀπὸ λίγο σὲ ἄκουσα νὰ μιλᾶς μὲ κάποιον ἀλλὰ δὲν βλέπω κάποιον στὸ κελλί σου.
Τί συμβαίνει; Σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ φανερώσεις τὸ παράδοξο αὐτὸ μυστήριο”.
– Πράγματι, ἀγαπητὲ Ἰωάννη, παράδοξο μυστήριο θὰ σοὺ ἀποκαλύψει σήμερα ὁ Θεός, μοῦ εἶπε ὁ θεῖος Παΐσιος. Καὶ ἐγώ, θὰ φανερώσω σὲ σένα τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει σὲ μᾶς ἡ ἀγαθότητά του. Αὐτός, ἐξαιρετικέ μου φίλε, ποὺ ἄκουσες νὰ συνομιλεῖ μαζί μου ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ πρῶτος βασιλιὰς τῶν Χριστιανῶν. Κατέβηκε ἐδῶ κατ’ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ μοῦ εἶπε:
– Μακάριοι ἤσαστε ἐσεῖς οἱ ὁποῖοι ἀξιωθήκατε νὰ…
γίνεται μοναχοί. Καὶ πραγματικὰ ὁ μακαρισμὸς αὐτὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Σωτήρα.
Καὶ ρωτώντας τὸν ἐγώ, καὶ ποιὸς εἶσαι ἐσὺ Κύριε, ὁ ὁποῖος λέγεις αὐτὰ τὰ λόγια καὶ μακαρίζεις ἐμᾶς τοὺς μοναχούς, μοῦ ἀπάντησε:
– Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Κατέβηκα ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ σοὺ φανερώσω τὴν δόξαν ποὺ ἀπολαμβάνουν εἰς τοὺς οὐρανοὺς οἱ μοναχοί, καὶ τὴν οἰκειότητα καὶ τὴν παρρησίαν ποὺ ἔχουν πρὸς τὸν Χριστό. Καὶ σὲ μακαρίζω, Παΐσιε, γιατί παρακινεῖς τοὺς μοναχοὺς στὴν ἱερὴ διαγωγὴ τῆς ἄσκησης. Ἀντιθέτως ἐγὼ μέμφομαι καὶ κατηγορῶ τὸν ἑαυτόν μου, γιατί δὲν κατάφερα νὰ μπῶ σ’ αὐτὴν τὴν μεγάλη τάξη τῶν μοναχῶν. Καὶ δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω αὐτὴν τὴν ζημιὰ ποὺ ἔπαθα.
Καὶ πάλιν τοῦ εἶπα ἐγώ:
– Γιατί θαυμάσιε κατηγορεῖς τὸν ἑαυτό σου; Μήπως καὶ ἐσὺ δὲν ἀπόλαυσες “τὴν ἀΐδιον ἐκείνην δόξαν καὶ τὴν θείαν ἕλλαμψιν”;
– Ναί, τὴν ἀπέλαυσα, μοῦ ἀποκρίθηκε, ἀλλὰ δὲν ἔχω τὴν ἴδια παρρησία μὲ τοὺς μοναχούς. Οὔτε τὴν ἴδια τιμὴ μὲ ἐκείνους!
Ἀπόσπασμα, σὲ διασκευή, ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Μεγάλου, ποὺ ἔγραψε ὁ ὅσιος Ἰωάννη ὁ Κολοβός, ὅπως δημοσιεύεται στὸ “Νέο Ἐκλόγιον”, τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη (ἐκδόσεις Ἀστήρ, Ἄλ. καὶ Ε. Παπαδημητρίου).