Θα ήθελα να αναφερθώ στο ερώτημα που μου θέτουν συχνά οι εν Χριστώ αδερφοί μου:
“Μα γιατί όταν προσεύχομαι, δεν στέλνει ο Θεός κάποιο σημάδι;”
Η απάντηση, βέβαια, βρίσκεται στη καρδιακή προσευχή. Κατά την τρίτη μας συνάντηση, ο γέροντας Σωφρόνιος – ο οποίος πάντα με έκανε να νιώθω πως είμαι ο καλύτερος φίλος του ή, για να το θέσω διαφορετικά, πάντα ένιωθα ότι ο γέροντας Σωφρόνιος είναι ο καλύτερος φίλος μου – με άφησε να ρίξω μια φευγαλέα ματιά πέρα από τα ορατά σημεία αυτού του μυστηρίου.
“Δεν φτάνει μόνο να βγαίνει η προσευχή από τα χείλη μας. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να αγαπάμε Εκείνον που επικαλούμαστε. Όμως, την αγάπη αυτή δεν μπορούμε να τη νοιώσουμε, αν επαναλαμβάνουμε μηχανικά την προσευχή ή έστω αν αυτοσυγκεντρωνόμαστε. Αν δεν αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις να φυλάσσουμε τις εντολές του Κυρίου, τότε επικαλούμαστε το όνομά Του επί ματαίω. Όμως, ο Θεός μας λέει ξεκάθαρα ότι δεν πρέπει να προφέρουμε το όνομα του χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος(Έξοδ. 20, 7). Γι’ αυτό, όταν επικαλούμαστε το όνομα του Κυρίου, πρέπει να έχουμε επίγνωση όχι μόνο της παρουσίας του ζώντος Θεού, αλλά και της αληθινής σοφίας Του.
Τώρα, όταν ακούμε να κατηγορούν τον Θεό για όλους τους πολέμους, τις αδικίες και τα προβλήματα που υπάρχουν στον κόσμο, με ερωτήσεις του τύπου “πώς το επέτρεψε αυτό ο Θεός;”, και πάλι το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει: αντί να σταυρώνει ο άνθρωπος τον εαυτό του, μαζί με όλες τις αμαρτίες του, ξανασταυρώνει τον Χριστό. Και όμως, χάρη στον πολυεύσπλαχνο Κύριο ο άνθρωπος μπορεί να ελευθερωθεί από το αίσθημα ενοχής που του δημιουργούν οι αμαρτίες του. Εδώ έγκειται η τραγωδία της εποχής μας: από τη μία μεριά η ανθρωπότητα καταλογίζει ευθύνες στον Θεό για τα κακά που μαστίζουν τον κόσμο και από την άλλη ο χριστιανός ξεκινά να γνωρίσει τον Θεό, θέλοντας να βγάλει ο ίδιος απόφαση για το αν τελικά το φταίξιμο ανήκει σε Εκείνον ή στην καρδιά των ανθρώπων“(…)
Η προσευχή είναι η διέξοδος από τα αδιέξοδα αυτού του κόσμου. Όσο για τη νοερά προσευχή, για να έχει ουσιαστική δύναμη πρέπει να λέγεται με πίστη, αλλά και να συνοδεύεται από μετάνοια και αίτηση συγχώρεσης.
(Απόσπασμα από το βιβλίο: “Χιλιάδες μίλια προς τον τόπο της καρδιάς”)