“Μακάριος αὐτός πού ἔλαμψε στήν πίστη τοῦ Κυρίου, ὅπως λάμπει ἕνα φωτεινό λυχνάρι ἐπάνω σέ ψηλό λυχνοστάτη, καί πού φώτισε σκοτισμένες ψυχές, οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦσαν τήν αἵρεση τῶν ἀπίστων καί ἀσεβῶν.
Μακάριος αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια συνεχῶς καί δέν ἐπέτρεψε νά χρησιμοποιηθεῖ τό στόμα του, σάν ὄργανο τῆς ἀσέβειας, ἀπό τό ψέμα, ἐπειδή φοβᾶται τήν προσταγή τοῦ Κυρίου γιά τόν ἀργό λόγο.
Μακάριος αὐτός πού δέν κρίνει τόν πλησίον του, σάν ἄσοφος• ἀλλά ὡς ἄνθρωπος συνετός καί πνευματικός ἀγωνίστηκε νά βγάλει τό δοκάρι ἀπό τό δικό του μάτι.
Μακάριος αὐτός πού ἡ καρδιά του ἄνθισε, σάν φοινικιά, στήν ὀρθότητα τῆς πίστης, καί δέν κυριεύθηκε ἀπό τήν αἵρεση τῶν ἀπίστων καί ἀσεβῶνν, ὅπως ἀπό ἀγκάθια.
Μακάριος αὐτός πού ἐξουσιάζει τά μάτια του, καί πού δέν τόν ἐξαπάτησε, οὔτε νοερά οὔτε αἰσθητά, τό δέρμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας, τό ὁποῖο μετά ἀπό λίγο ἀρχίζει νά λειώνει.
Μακάριος αὐτός πού ἔχει μπροστά στά μάτια του τή μέρα τοῦ θανάτου, καί πού μίσησε τήν ὑπερηφάνεια, προτοῦ νά φανερωθεῖ ἀπό τό θάνατο ἡ ἀδυναμία τῆς φύσης μας πού σαπίζει μέσα στόν τάφο.
Μακάριος αὐτός πού φέρνει στό νοῦ του ὅσους κοίτονται κατά σωρούς στά μνήματα, καί πού ἀπομάκρυνε ἀπό τόν ἑαυτό του κάθε βρωμερή ἐπιθυμία• διότι θά ἀναστηθεῖ μέ δόξα, ὅταν θά σαλπίσει ἡ οὐράνια σάλπιγγα, ξυπνώντας μέ τόν ἦχο της ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Μακάριος αὐτός πού μέ πνευματική σύνεση παρατηρεῖ τό χορό τῶν ἄστρων, πού λάμπει ἀπό δόξα, καί τό κάλλος τοῦ οὐρανοῦ, καί πού ποθεῖ πάρα πολύ νά δεῖ τόν Ποιητή τῶν ἁπάντων.
Μακάριος αὐτός πού ἔχει στό νοῦ του τή φωτιά, ἡ ὁποία κατέβηκε ἐπάνω στό ὄρος Σινᾶ, καί τίς κραυγές τῶν σαλπίγγων, καί τόν Μωυσῆ νά στέκεται στή μέση μέ φόβο καί τρόμο, καί πού δέν ἔδειξε ἀμέλεια γιά τή σωτηρία του.
Μακάριος αὐτός πού δέ στηρίζει τήν ἐλπίδα του σέ ἄνθρωπο, ἀλλά στόν Κύριο, ὁ ὁποῖος θά ἔρθει πάλι μέ πολλή δόξα νά κρίνει ὅλη τήν οἰκουμένη μέ δικαιοσύνη• διότι θά εἶναι σάν δέντρο θαλερό δίπλα στό πέρασμα τῶν νερῶν, καί δέ θά παύσει νά κάνει καρπό.
Μακάριος αὐτός πού ὁ νοῦς του ἀπέκτησε τή χάρη, ὅπως ἕνα νέφος γεμάτο βροχή, καί πού πότισε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων γιά νά αὐξήσουν τούς καρπούς τῆς ζωῆς• διότι ἡ χάρη πού ἀπέκτησε θά εἶναι αἰώνιο καύχημα.”