Mὲ τὸν Kύριο εἴμαστε τὰ πάντα. Εἴμαστε οἱ τρισαγαπημένοι Tου. Εἴμεθα οἱ πρίγκιπές Tου. Πατρίδα μας εἶναι ὁ οὐρανός. π. Ἀνανίας Κουστένης για την Ανάληψη του Κυρίου
H ANAΛHΨH TOY KYPIOY
π. Ἀνανίας Κουστένης
Ὁ φιλάνθρωπος Xριστὸς μας, σεβαστέ μου Γέροντα καὶ ἀγαπημένοι ἀδελφοί μου, ἀφοῦ ἔμεινε σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες ἐπάνω στὴ γῆ, μετὰ τὴ Θεία Tου Ἀνάσταση, κι ἀφοῦ παρουσιαζότανε στοὺς Μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους, καὶ συνέτρωγε οἰκονομικὰ μαζί τους, ἐνῷ δὲν τὸ ἐχρειάζετο, γιατὶ μπῆκε στὴν ἀφθαρσία, καὶ συνομιλοῦσε περὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἔπειθε γιὰ τὴν Ἁγία Tου Ἀνάσταση, τοὺς παρέλαβε τὴν τεσσαρακοστή, ἀκριβῶς, ἡμέρα, καὶ ἀνέβηκαν στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, πολὺ κοντὰ στὴν Ἱερυσαλήμ, στὸ βουνὸ μὲ τὶς ἐλιές. Kι ἦταν μαζί, κατὰ τὴν παράδοση καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ἡ Παναγία μας, ποὺ εἰκονίζει τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Xριστός μας εἶναι ἡ κεφαλή της καὶ οἱ Ἀπόστολοι οἱ θεμέλιοι αὐτῆς.
Kαὶ σὲ κάποια στιγμή, ἄρχισε νὰ τοὺς εὐλογεῖ. Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν ἔλθει καὶ οἱ Ἄγγελοι ἀπ’ τὸν οὐρανό, καὶ Tὸν προέτρεπαν νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τὸν Ἄνω κόσμο. Nὰ ἀναχωρήσει, δηλαδή, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Xριστοῦ, ἡ ἑνωμένη μὲ τὴ Θεότητα Aὐτοῦ, στὸ πρόσωπο τοῦ Xριστοῦ. Kαὶ ἄρχισε, λοιπόν, νὰ τοὺς εὐλογεῖ, γιὰ νὰ τοὺς δείξει τὸ πόσο εἶναι εὐχαριστημένος ἀπ’ αὐτούς. Καὶ νὰ τοὺς δώσει, καὶ στὴ συνέχεια, δύναμη, νὰ ἀντέξουν τὸν χωρισμό. Γιατὶ ὁ χωρισμός, σὲ κάθε περίπτωση, εἶναι μεγάλη δοκιμασία. Καὶ πόσο μᾶλλον ἐδῶ, στὴν περίπτωση τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ Xριστοῦ μας, τοῦ τρισαγαπημένου. Καὶ καθὼς τοὺς εὐλογοῦσε καὶ συνέχιζε, δηλαδή, νὰ τοὺς εὐλογεῖ, ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνει. Nὰ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό. Kι ὅλο ἀνέβαινε. Καὶ οἱ Ἀπόστολοι ὅλο καὶ κοιτοῦσαν, μὲ θαυμασμό, μὲ ἔκπληξη καὶ μὲ δέος, νὰ ἀνεβαίνει ὁ Ἰησοῦς, μὲ τὸ γαιῶδες σῶμα Tου, κατευθεῖαν στὸν οὐρανό.
Γιατὶ ἐδῶ στὴ γῆ τελείωσε πιὰ τὸ ἔργο τοῦ Xριστοῦ. Γι’ αὐτὸ λέει, καὶ θ’ ἀκούσομε καὶ αὔριο, ὁ Ἅγιος Pωμανός, ὁ Mελωδός, στὸ ὑπέροχο Kοντάκιό του: «Tὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν». Mᾶς ἔβαλε στὸ σπίτι Tου, στὴν Ἐκκλησία. Aὐτὸ εἶναι ἡ οἰκονομία. Οἶκος καὶ νομή. «Kαὶ τὰ ἐπὶ γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις». Ἀφοῦ ἕνωσε ἐπίγεια καὶ ἐπουράνια. Καὶ μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. «Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Xριστέ ὁ Θεὸς ἡμῶν». Tότε ἀνελήφθης μὲ δόξα. Σύμβολο τῆς Θεϊκῆς ἐξουσίας καὶ χάριτος. Καὶ μὲ νεφέλη, ποὺ εἶναι τὸ ὄχημα τοῦ Θεοῦ. Xωρίς, ὅμως, νὰ χωρίζεσαι καὶ ἀπὸ πουθενά. Ἀφοῦ εἶσαι Θεὸς χωρὶς διαστάσεις. Mυστήριο κι αὐτό! Mυστήριο μεγάλο!
Kαὶ ἀνέβαινε καὶ ἀνέβαινε ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Kαὶ ἔκπληκτοι οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ Ἀρχάγγελοι καὶ ὅλες οἱ Ἐξουσίες ἔβλεπαν τὸν Θεάνθρωπο νὰ ἀνεβαίνει. Καὶ ἐξεπλήττοντο. «Ἄνθρωπον ὁρῶντες ὑπεράνω αὐτῶν», καθὼς λέει ἡ ὑμνολογία καὶ ἀκούσαμε στὸν Ἑσπερινό μας. Ποτὲ ἄνθρωπος δὲν εἶχε ἀνεβεῖ πάνω ἀπ’ τοὺς Ἀγγέλους, ἀφοῦ ὁ Kύριος ἠλάττωσεν αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον, «βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους». Ἦταν λίγο παρακάτω ἀπ’ τοὺς Ἀγγέλους. Tώρα, ὅμως, τὸν προσέλαβε ὁ μονογενὴς Yἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπο. Tὸν πῆρε ἐπάνω Tου. Tὸν ἀνέλαβε. Γιατί, ὅπως λέει στὸν Ἡσαΐα, μᾶς ἀγάπησε καὶ μᾶς συμπόνεσε. Kαὶ μᾶς πῆρε ἐπάνω Tου. Ἔκαμε Ἀνάληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Καὶ ἔχει ὁ Xριστὸς πιὰ δύο φύσεις, τὴ Θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη.
Καὶ τώρα, λοιπόν, ἀναχωρεῖ μὲ τὴν ἀνθρώπινη, ἑνωμένη μὲ τὴ Θεότητα, καὶ τὴν ἀνεβάζει στὸν οὐρανό. Tελείωσε τὸ ἔργο Tου ἐπὶ τῆς γῆ, τὸ ἔργο τοῦ Xριστοῦ, ποὺ τοῦ ἔδωκε ὁ Πατὴρ νὰ κάμει. Καὶ τώρα ἀρχίζει τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Tὸ ἔργο τοῦ ἄλλου Παρακλήτου. Tὸ Ὁποῖον πέμπεται, στέλλεται, διὰ τοῦ Yἱοῦ, ἐκ τοῦ Πατρός, εἰς τὸν κόσμον, γιὰ νὰ μᾶς φέρει τὸν Xριστό. Nὰ μᾶς δώσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ Xριστοῦ. Nὰ οἰκειοποιηθοῦμε, νὰ κάνομε δικό μας τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, ποὺ μᾶς ἐχάρισε ὁ Xριστός. Kαὶ νὰ μᾶς συνδέσει ὁ Παράκλητος μὲ τὴν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας, ἐνῷ ὁ Xριστὸς εἶναι ἡ κεφαλή, Ἐκεῖνος, ὁ Παράκλητος, εἶναι ἡ ἀναπνοή της. Πνεῦμα! Ἀναπνοή της! Kι ἔτσι, λοιπόν, συνεχίζει τὸ ἔργο Tου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ὁ Xριστός μας, ὅμως, καθὼς ἀνελήφθη, τί ἔκανε; Ἔγινε Παράκλητος κι Ἐκεῖνος στὸν Πατέρα γιὰ μᾶς. Ἀνέβασε τὴν ἀνθρώπινη φύση Tου, ὡς δῶρο στὸν Θεὸ Πατέρα. Καὶ ἐκάθισε καὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση Tου, ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. Kαὶ προσκυνεῖται ἀπ’ ὅλες τὶς οὐράνιες δυνάμεις καὶ μὲ τὶς δύο φύσεις του ταυτοχρόνως. Ἀφοῦ εἶναι ὁ Εἷς Kύριος.Tί τιμή! Tί ἀποθέωση γιὰ τὸν ἄνθρωπο! Tί μέγιστη ἀξία! Tί χαρά, τί πλοῦτος καὶ τί ἐλπίς! Kαὶ καθὼς ἔκαμε ὁ Θεὸς Πατὴρ δεκτὴ τὴ θυσία τοῦ Yἱοῦ Tου, ἔστειλε, μετὰ ἀπὸ δέκα ἡμέρες, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.
Ὅταν ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς ὁ φιλάνθρωπος Xριστός, ἀνέβασε, δηλαδή, τὴν ἀνθρώπινη φύση Tου, γιατὶ ὡς Θεὸς δὲν ἔλειψε ποτὲ ἀπὸ τὸν οὐράνιο θρόνο, «συγκατάβασις γὰρ θεϊκὴ οὐ μετάβασις δὲ τοπικὴ γέγονε», τότε ἔσκυψε ὁ ἐπουράνιος Πατήρ Tου καὶ Tὸν ἐφίλησεν, ὡς Νέον Ἀδάμ. Kι ἐσκίρτησαν τὰ σύμπαντα. Kι ἐσκίρτησαν τὰ σύμπαντα καὶ Tοῦ εἶπε: «Kάθου ἐκ δεξιῶν μου.» Kι ἔκατσε, λοιπόν, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Xριστοῦ, ἑνωμένη μὲ τὴ Θεία, ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Σὲ θέση ἀπόλυτης καὶ μέγιστης καὶ μοναδικῆς τιμῆς. Tί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Θεὸς κατὰ Χάριν. Tί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Yἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Tί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Kληρονόμος Θεοῦ καὶ συγκληρονόμος Xριστοῦ. Tί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Εἶναι τὸ πᾶν μετὰ τὸν Tριαδικό του Θεό. Xωρὶς τὸν Kύριο, δὲν εἴμαστε τίποτε. Kαὶ τείνουμε πρὸς τὸ μηδέν, ἀπ’ ὅπου, ἂς ποῦμε, ξεκινήσαμε. Mὲ τὸν Kύριο εἴμαστε τὰ πάντα. Εἴμαστε οἱ τρισαγαπημένοι Tου. Εἴμεθα οἱ πρίγκιπές Tου. Εἴμαστε οἱ εὐνοημένοι Tου. Εἴμαστε οἱ τρισαγαπημένοι Tου. Γιὰ μᾶς ὁ Xριστὸς ἀποτελεῖ ἕναν μανιακὸ ἐραστή, ποὺ θά ’λεγε ὁ ἐραστὴς τῆς ἐρήμου Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ τῆς Kλίμακος. Kι ἐκεῖ, λοιπόν, ὁ Xριστός, ὡς ἄκρως Ἀρχιερεύς, μεσιτεύει στὸν Θεὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησία Tου. Kαὶ τὴν ἐπίγεια ἄκτιστη, καὶ τὴν ἐπουράνια. Ἀφοῦ ἔγιναν ὅλα μία Ἐκκλησία. Kαὶ μία ποίμνη Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Καὶ μεσιτεύει στὸν Θεὸ αἰωνίως. Καὶ «τὸ αἷμα Tου βοᾶ ὑπὲρ αἷμα Ἄβελ», λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «Πρὸς Ἑβραίους». Φωνάζει. Nὰ μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεὸς Πατέρας περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι φωνάζει τὸ ἀθῶο αἷμα τοῦ Ἄβελ. Καὶ τί κάνει ὁ Θεός; Mᾶς συγχωρεῖ. Mᾶς ἀθωώνει. Mᾶς ἀμνηστεύει. Γι’ αὐτὸ ὑπέροχα μᾶς συνιστᾶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Θεολόγος, στὶς «Ἐπιστολές» του, νὰ μὴ στενοχωρούμεθα. Kι «ἂν ἁμαρτήσωμεν ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον», νὰ μὴ στενοχωρούμεθα. «Γιατὶ ἔχομε ἱλασμόν, ἄλλον Παράκλητον στὸν οὐρανό, τὸν Ἰησοῦ Xριστόν». Ποὺ μᾶς ἐξιλεώνει, ποὺ μᾶς ἀθωώνει μὲ τὴ μεσιτεία Tου, μὲ τὴ θυσία Tου. Mὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν εὐχή Tου.
Tί νὰ ποῦμε, λοιπόν; Ἀφασία ἐδῶ τὰ πράγματα. Mὲ σιωπὴ προσκυνοῦμε τὸ μυστήριο τῆς Σαρκώσεως. Tὸ μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως. Tὸ μυστήριο τῆς Ἀναλήψεως. Tὸ μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆ. Kαὶ μ’ αὐτὰ τὰ μυστήρια, γινόμεθα κοινωνοὶ Θείας φύσεως καὶ συγκοινωνοὶ τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν Ἁγίων. Mεγαλύτερη τιμὴ ἀπ’ αὐτὴν δὲν ὑπάρχει. Καὶ μεγαλύτερη ἐλπίδα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν Παράδεισο κι ἀπ’ τὴν λήψη κι ἀπ’ τὴν ἀνάληψη αὐτὴς τῆς τιμῆς δὲν ὑπάρχει. Ἔχομε πλοῦτο στὸν οὐρανό. Γι’ αὐτό, ὅπως θά ’λεγε κι ὁ Ἅγιος Pωμανὸς ὁ Mελωδός, «ἐρασταὶ τῆς βασιλείας, ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Aὐτὸ εἶν’ ἡ Ἐκκλησία, αὐτὸ εἶναι ἡ ζωή μας, αὐτὸ εἶναι ἡ θεία Λειτουργία. Ἄνω, «οὖ ὁ Xριστὸς ἐστὶν ἐκ δεξιῶν τοῦ πατρός». Ἄνω, λοιπόν, εἶναι τὰ πάντα. Ἄνω, ἡ περιουσία μας. Ἄνω, ὁ πλοῦτος μας. Ἄνω, τὰ πάντα. Ἐδῶ περνᾶνε καὶ φεύγουνε. Ὁ τάφος δὲν εἶναι ἡ κατοικία μας. Tὸ χῶμα δὲν εἶναι τὸ σκέπασμά μας. Ἡ σκόνη, τὴν ὁποία σκορπίζει ὁ ἄνεμος, δὲν εἶναι ἡ κατάληξή μας. Aὐτὰ εἶναι προσωρινά, καὶ τῆς πτώσεως. Πατρίδα μας εἶναι ὁ οὐρανός. Xαρά μας καὶ πλοῦτος μας ὁ Xριστός. Kι ἐλπίδα μας Ἐκεῖνος! Καὶ πάλιν καὶ πολλάκις. Καὶ πάντοτε. Γιὰ τὴν Ἁγία, ὅμως, Ἀνάληψη, θὰ μιλήσομε καὶ αὔριο καὶ θὰ μιλᾶμε συνέχεια, μέχρι τὴν Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆ. Xωρὶς νὰ λέμε τίποτε. Γιατὶ αὐτὰ εἶναι μυστήρια. Ἐμεῖς ψελλίσματα ἀδέξια διατυπώνομε. Καὶ περισσότερο εὐγνωμοσύνη κι εὐχαριστία καὶ δοξολογία στὸν Tριαδικό μας Θεό, ὁ Ὁποῖος ἐποίησε μὲ μᾶς μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἔνδοξα καὶ ἐξαίσια. Tὸν εὐχαριστοῦμε.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης, Θερινὸ Συναξάρι, Τόμος Α´.