Οι αποσωληνωμένοι χρειάζονται πολύμηνη αποκατάσταση ενώ ο ΕΟΠΥΥ δεν καλύπτει οικονομικά όλα όσα απαιτούνται.«Ηθελα να πεθάνω, ήμουν σαν μια κούκλα που μπορούσε να κινεί μόνο τα ματοτσίνορά της», «Οταν τον είδα δεν ήταν αναγνωρίσιμος, αλλά μου έφτανε που ήταν ζωντανός». Οι περιγραφές ανθρώπων που έμειναν πολλές μέρες στη μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) και τα κατά-φεραν αλλά και των συγγενών τους την πρώτη φορά που τους αντίκρισαν μετά τη μεγάλη μάχη της ΜΕΘ δείχνουν ότι η αποσωλήνωση δεν ήταν, δυστυχώς, το τέλος του μαρτυρίου. Η μεταβατική φάση των ασθενών ξεκινά μαζί με έναν γολγοθά που για κάποιους δεν έχει τέλος ακόμη κι έναν χρόνο μετά. Ανθρωποι χωρίς αντίληψη, χωρίς ικανότητα να κινηθούν, ξυπνούν από την πολυήμερη καταστολή και επί πολλές μέρες δεν αναγνωρίζουν ούτε τους συγγενείς τους.
Αυτή είναι μια άλλη πλευρά του κορονοϊού, αθέατη και εξίσου τρομακτική. Οταν οι ασθενείς σταματάνε να αποτελούν ένα νούμερο στην καθημερινή καταγραφή των διασωληνωμένων στα νοσοκομεία και επιστρέφουν στα σπίτια τους πολλοί βρίσκονται αντιμέτωποι με τις μακροχρόνιες συνέπειες της νόσου και με έναν επίπονο αγώνα, ψυχικά, σωματικά και οικονομικά, για τη σταδιακή αποκατάσταση. Οικογένειες ολόκληρες μετατρέπουν ακόμη και το σπίτι τους σε κλινική και πληρώνουν φυσιοθεραπευτές και επαναλαμβανόμενες εξετάσεις φτάνει να επαναφέρουν τον άνθρωπό τους στην προηγούμενη κατάσταση.
«Είχα απελπιστεί, δεν ήθελα να ζήσω»
Εχει περάσει ένας ολόκληρος χρόνος από τότε που ο κορονοϊός χτύπησε την πόρτα του Στέφανου Λούη και τον ανάγκασε αρχικά να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Πέντε ώρες μετά διασωληνώθηκε καθώς η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί ραγδαία. «Από τη στιγμή που διασωληνώθηκα δεν θυμάμαι τίποτα, έβλεπα μόνο άσχημα όνειρα» λέει ο ίδιος. Παρέμεινε δύο μήνες στη ΜΕΘ και όταν η κατάσταση της υγείας του το επέτρεψε οι γιατροί αποφάσισαν την αποσωλήνωσή του. Τα είχε καταφέρει, χωρίς όμως να γνωρίζει ούτε εκείνος ούτε η οικογένειά του τι θα επακολουθούσε.
«Οταν ξύπνησα και πήγα στη ΜΑΦ ήταν χειρότερα. Πλέον καταλάβαινα πού βρισκόμουν, δεν ήθελα πια να ζήσω, είχα απελπιστεί. Ημουν μια κούκλα που καθόταν στο κρεβάτι 24 ώρες το 24ωρο με τα χέρια απλωμένα και έπαιζαν μόνο τα ματοτσίνορα. Δεν κουνιούνταν τα πόδια μου, τα χέρια μου, δεν έτρωγα και είχα χάσει 44 κιλά, δεν γνώρισα ούτε τα παιδιά, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τις κόρες μου» σημειώνει.
Η ώρα του εξιτηρίου έφτασε καθώς «παθολογικά ήμουν καλά, είχε κλείσει η τραχειοτομή και έπρεπε να φύ-γω από το νοσοκομείο. Εφυγα με φορείο. Πλέον όμως επικοινωνούσα με το περιβάλλον».
«Αν δεν έχεις λεφτά, θα πεθάνεις μετά»
Ο επόμενος σταθμός ήταν ένα κέντρο αποθεραπείας με σκοπό ο κ. Λούης να καταφέρει να επιστρέψει όσο το δυνατόν πιο σύντομα στις δραστηριότητές του.
«Το κέντρο ήταν συμβεβλημένο με τον ΕΟΠΥΥ αλλά εγώ έπρεπε να καταβάλω το 25%, που σημαίνει ότι έπρεπε να δίνω 400 ευρώ τον μήνα συν τις επιπλέον εξετάσεις που χρειαζόταν να κάνω εκτός κέντρου. Για τρεις μήνες χρειάστηκα 1.350 ευρώ. Αν δεν έχεις λεφτά, θα πεθάνεις. Αν δεν ήμουν συνταξιούχος, δεν θα μπορούσα να πάω στο κέντρο αποκατάστασης και θα ήμουν ακόμη στο φορείο» επισημαίνει.
Από την ώρα του εξιτηρίου του έχει περάσει ένας χρόνος αλλά κάποια κινητικά προβλήματα επιμένουν. Ο γολγοθάς του δεν έχει τελειώσει ακόμη. Ο κ. Λούης συνεχίζει τις φυσιοθεραπείες και κάποιες μόνο από αυτές καλύπτονται από το ταμείο.
«Από τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου»
Οι μέρες και οι ώρες για τις οικογένειες των διασωληνωμένων κυλούν βασανιστικά. Ανθρωποι καρφωμένοι πάνω από ένα τηλέφωνο περιμένουν έστω μία πληροφορία για την εξέλιξη της υγείας των συγγενών τους που θα τους κάνει να αισιοδοξήσουν. Ολοι τους μιλούν με ευγνωμοσύνη για την υπερπροσπάθεια των για-τρών που τους κράτησαν στη ζωή. «Ηταν πάντα εκεί οι γιατροί και δίνουν τη ζωή τους» λέει στο Documento η Γιώτα Μπόμπου, ο σύζυγος της οποίας διασωληνώθηκε στο νοσοκομείο Αττικό δέκα μέρες μετά την εισαγωγή του. «Ηταν μια τραγική κατάσταση, από τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου• και δεν ήταν στιγμές, ήταν ημέρες» τονίζει.
Κατά τους γιατρούς η περίπτωση του συζύγου της ήταν «το θαύμα», δεν πίστευαν ότι θα τα καταφέρει. «Προσπαθούσα να διαχειριστώ την κάθε μέρα ξεχωριστά» αναφέρει, ώσπου ήρθε η ευχάριστη είδηση. Η αποσωλήνωση έγινε και η ίδια ήταν αρκετά προετοιμασμένη ότι η κατάσταση που θα κληθούν να αντιμε-τωπίσουν θα είναι πολύ δύσκολη. «Οταν κάποια στιγμή τον αντίκρισα είδα έναν άνθρωπο μη αναγνωρίσιμο –δεν με ενδιέφερε πια–, ήθελα απλώς να τον δω ζωντανό, οπότε ήμουν πολύ χαρούμενη» εξηγεί.
Οταν η λύση βρίσκεται σε διαμερίσματα-κλινικές
Η αντίληψη του ασθενή επανήλθε σχετικά σύντομα και το πρώτο που ρώτησε ήταν τι κάνουν τα παιδιά του. «Μας είχε αφήσει όλους άρρωστους όταν μπήκε στο νοσοκομείο και είχε την έγνοια τι κάνουν οι υπόλοιποι» περιγράφει η κ. Μπόμπου.
Η απόφαση να βρεθεί κέντρο αποκατάστασης για τον άνθρωπό τους ήταν μονόδρομος, αφού «δεν μπο-ρούσε να πιάσει ούτε το μπουκάλι με το νερό». Τους ενημέρωσαν από το κέντρο αποκατάστασης ότι ο ΕΟΠΥΥ πληρώνει τα πάντα σε ανθρώπους που ήταν ασθενείς Covid, ωστόσο σύντομα διαπίστωσαν ότι οι υπηρεσίες του συγκεκριμένου κέντρου ήταν ελλιπείς ακόμη και στη σίτιση του ασθενή. «Η κατάσταση στο κέντρο αποκατάστασης ήταν απαράδεκτη αναφορικά με τη φροντίδα που προσφέρουν» σημειώνει.
Ο σύζυγος της κ. Μπόμπου επέστρεψε στο σπίτι του προ δεκαπενθημέρου. Η οικογένεια πήρε την κα-τάσταση στα χέρια της με πρώτο στόχο να καλυτερεύσει η ψυχολογική του κατάσταση αλλά και να του προσφερθούν όλες οι υπηρεσίες που χρειάζεται για να επανέλθει. «Εχω φροντίσει να έχει ειδικό κρεβάτι, οξυγόνο, φυσικοθεραπευτή και καθημερινή φροντίδα» τονίζει.
«Δεν μας ενημέρωσε κανείς τι πρέπει να κάνουμε»
Σε αναζήτηση λύσης για την αποκατάσταση του πατέρα της έπειτα από ενάμιση μήνα παραμονής του στην εντατική βρέθηκε και η Βικεντία Γονατά. «Δεν μπορούσε να κινηθεί και είχε τραχειοστομία» λέει στο Documento ενώ περιγράφει το σοκ που υπέστη όταν πρωτοείδε τον πατέρα της μετά την εντατική. «Στην αρχή δεν ήξερε πού είναι, ήταν χαμένος, ήταν μόνος του. Εκανε περίπου τρεις εβδομάδες να συνέλθει, ήταν λες και είχε πάθει κατάθλιψη. Του μιλάγαμε αλλά δεν καταλάβαινε τι του λέγαμε. Δεν ήμουν προετοιμασμένη για τίποτα, νόμιζα ότι θα βγει από την εντατική και θα είμαστε όπως πριν. Ηταν μεγάλο σοκ» εξηγεί.
Το ενδεχόμενο να πάει ο άνθρωπός τους σε κέντρο αποκατάστασης είχε αποκλειστεί από την οικογένεια. «Δεν ήθελε να πάει επειδή θα ήταν πάλι μόνος του» λέει η κόρη του και ξεκαθαρίζει ότι «δεν μας ενημέρωσε κανείς για κέντρο αποκατάστασης που έχει σύμβαση με το κράτος».
Εν τω μεταξύ είχαν ήδη κάνει μόνοι τους τα πρώτα βήματα ώστε να προσφέρουν μεγαλύτερες δυνατότητες για την αποκατάστασή του. «Πήραμε έγκριση προκειμένου να μπει ιδιώτης φυσιοθεραπευτής στο νοσοκομείο, διότι μας είπαν ότι ο φυσιοθεραπευτής τους νοσοκομείου μπορεί να έρχεται μία φορά στις δέκα μέρες. Εμείς όμως χρειαζόμασταν κάθε μέρα γιατί δεν μπορούσε να σηκώσει ούτε τα χέρια του» αναφέρει.
Ο ασθενής επέστρεψε στο σπίτι του, το οποίο είχε μετατραπεί σε μικρή ιδιωτική κλινική. «Τον πήραμε στο σπίτι με τραχειοστομία, πήραμε ειδικό κρεβάτι, μηχανήματα για αναρροφήσεις, όλα τα κάναμε μόνοι μας» λέει.
Πολύμηνη ταλαιπωρία μετά τη διασωλήνωση
Δυστυχώς, όπως λένε οι εντατικολόγοι, η πλειονότητα των ασθενών μετά την πολυήμερη παραμονή τους στη ΜΕΘ θα χρειαστεί αποκατάσταση.
«Οι περισσότεροι θα χρειαστούν είτε να πάνε σε κέντρο αποκατάστασης είτε αποκατάσταση στο σπίτι τους. Χρειάζονται φυσιοθεραπεία, κινησιοθεραπεία και, αν έχουν τραχειοστομία, οπωσδήποτε λογοθεραπεία» εξηγεί ο εντατικολόγος του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας Δημοσθένης Μακρής. Και αυτό επειδή «όταν βγαίνουν από την εντατική έχουν δύο προβλήματα: το πρώτο είναι ότι ο πνεύμονάς τους δεν έχει επανέλθει σε επίπεδα που μπορεί να εξυπηρετήσει αυξημένη δραστηριότητα που έχει ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος και το δεύτερο αφορά τα φάρμακα, τα οποία έχουν πάρει σε συνδυασμό με τη νόσο, η οποία είναι βαριά, και τους καθηλώνουν επί αρκετές μέρες στον μηχανικό αερισμό, με αποτέλεσμα να αναπτύσσουν πολυνευρομυοπάθεια, η οποία μπορεί να κάνει μέχρι και χρόνο για να ξεπεραστεί».
Για τεράστια ζήτηση για αποκατάσταση από ασθενείς κάνει λόγο ο εντατικολόγος-παθολόγος στο Αττικό Μιχάλης Ρίζος. «Η έλλειψη δημόσιων κέντρων δημιουργεί ένα επιπρόσθετο πρόβλημα όσον αφορά τη συμφόρηση των νοσοκομείων. Θα μπορούσαν οι ασθενείς να βγουν και πιο γρήγορα από το νοσοκομείο, ελλείψει οικονομικής δυνατότητας όμως παραμένουν λόγω της αδυναμίας των συγγενών να τους πάρουν σπίτι» εξηγεί.
Διαρκεί μήνες η επιστροφή στην κανονικότητα
Για ένα ποσοστό ασθενών που νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ Covid η ανάγκη για αποκατάσταση είναι ευτυχώς μικρή. Τα βαρύτερα περιστατικά ωστόσο μετά την παραμονή τους στα κέντρα αποθεραπείας χρειάζονται συστηματική φυσιοθεραπεία στο σπίτι τους μέχρι να επιστρέψουν στην κανονικότητα. Οπως εξηγούν φυ-σιοθεραπευτές στο Documento, η συχνότητα και η διάρκεια της θεραπείας εξαρτιούνται από διάφορους παράγοντες όπως η ηλικία, η βαρύτητα του περιστατικού κ.ά.
«Αυτή η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει εβδομάδες ή και μήνες» αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του ευ-ρωπαϊκού τμήματος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στο οποίο γίνεται εκτενής αναφορά στην αποκα-τάσταση των πολιτών που νόσησαν ή θα νοσήσουν από Covid-19. Στο επίμαχο επιστημονικό άρθρο ανα-φέρεται ότι οι ασθενείς ξεκινούν συχνά το πρόγραμμα αποκατάστασης έχοντας ανάγκη βοήθειας ακόμη και για τις πιο βασικές θεραπευτικές δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα τη φυσική βοήθεια δύο θεραπευτών για να μπορέσουν να σταθούν όρθιοι ακόμη και για λίγα λεπτά ή να προσπαθήσουν να σταθούν με την υποστήριξη ενός βοηθήματος.
«Μπορεί να χρειαστούν μόνο δύο μήνες και ο ασθενής να γίνει καλά. Ωστόσο αν είναι πολύ βαριά, σε δύο μήνες δεν γίνεσαι καλά. Θα χρειαστεί πέρα από το κέντρο αποκατάστασης να προβεί ο ΕΟΠΥΥ στην παροχή και φυσιοθεραπείας για μεγαλύτερο διάστημα και με μεγαλύτερη συχνότητα» τονίζουν φυσιοθεραπευτές.
Στην Ελλάδα τα βαριά περιστατικά έχουν τη δυνατότητα μέσω ΕΟΠΥΥ να φιλοξενηθούν δύο μήνες σε κέντρα αποκατάστασης. «Ολοι μας οι συμβεβλημένοι, εφόσον υπάρξει παραπομπή από το νοσοκομείο ως περιστατικό για post Covid αποκατάσταση, μπορούν να το εκτελέσουν» λέει στο Documento η διοικήτρια του ΕΟΠΥΥ Θεανώ Καρποδίνη και συμπληρώνει: «Οι πρώτοι μήνες είναι με βάση το παραπεμπτικό από τη δημόσια δομή από την οποία παίρνει εξιτήριο και για να παραμείνει ακόμα ένα μήνα χρειάζεται η έγκριση του ανώτατου υγειονομικού συμβουλίου».
Είναι όμως αρκετό αυτό το χρονικό διάστημα; Οχι, λένε τόσο οι ειδικοί από τα κέντρα αποκατάστασης όσο και οι ίδιοι οι ασθενείς. «Σε δύο μήνες φτάνουν περίπου στο 50% της αποκατάστασης, μετά χρειάζεται να συνεχίζουν μόνοι τους ιδιωτικά» μας εξηγούν επικεφαλής κέντρων αποκατάστασης που φροντίζουν ασθενείς οι οποίοι νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ Covid.
Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι ποια η τύχη των ανθρώπων που δεν έχουν την οικονομική δυνα-τότητα να υποστηρίξουν οικονομικά το υπόλοιπο 50% της επαναφοράς της υγείας τους στην πρότερη του κορονοϊού κατάστασή τους;
«Φυσικά αυτά που είναι βαριά περιστατικά πρέπει να πάνε σε κέντρο αποκατάστασης. Δεν είναι βέβαια όλα τα περιστατικά τέτοια ούτε χρειάζεται να καθίσουν όλο τον χρόνο σε κέντρο αποκατάστασης. Πρέπει όμως μετά αυτός ο ασθενής να συνεχίσει την αποκατάστασή του μέχρι να γίνει καλά» εξηγεί στο Documento ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Φυσιοθεραπευτών (ΠΣΦ) Πέτρος Λυμπερίδης. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο έχει γίνει εισήγηση και έχει εγκριθεί από το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ) ώστε να συνεχίσει ο ΕΟΠΥΥ να παρέχει υπηρεσίες καλύπτοντας περισσότερες φυσιοθεραπείες για τους ασθενείς που τις έχουν ανάγκη. Το ζητούμενο είναι, όπως αναφέρει ο πρόεδρος του ΠΣΦ, «οι φυσιοθεραπείες να είναι καθημερινές για τουλάχιστον ακόμα δύο μήνες και μετά να πάει ο ασθενής αν χρειάζεται στη συντήρηση, που σημαίνει να κάνει άλλους πέντε-έξι μήνες από δέκα φυσιοθεραπείες».
Ενας στους δέκα ασθενείς επιστρέφει στο νοσοκομείο
Την ίδια ώρα, αμερικανική επιστημονική μελέτη αναφέρει ότι ακόμη και τα ηπιότερα περιστατικά Covid-19 βιώνουν μήνες μετά τη νόσησή τους αρκετές δυσκολίες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, το 73% –σχεδόν οι τρεις στους τέσσερις– των ασθενών εμφανίζει τουλάχιστον ένα σύμπτωμα της νόσου για αρκετές εβδομάδες μετά τη διάγνωση. Ως επίμονο θεωρείται ένα σύμπτωμα που συνεχίζεται δύο μήνες μετά την αρχική διάγνωση ή έναν μήνα με την ανάρρωση από την οξεία φάση ή το εξιτήριο από το νοσοκομείο.
Τα συχνότερα συμπτώματα είναι κόπωση ή εξάντληση (40% όσων μολύνονται από τον κορονοϊό), δύσπνοια (36%) και αϋπνία ή δυσκολία να κοιμηθούν (30%). Αλλα –λιγότερο συχνά– συμπτώματα είναι η απώλεια μνήμης, η κινητική δυσκολία, ο βήχας και ο πυρετός. Κατάθλιψη και άγχος παρατηρούνται περίπου στο 20% (ένας στους πέντε).
Σοκαριστικό είναι το στοιχείο της μελέτης που αναφέρει ότι σχεδόν το 10% –ο ένας στους δέκα– όσων νοσηλεύτηκαν λόγω κορονοϊού τελικά επιστρέφουν στο νοσοκομείο για να λάβουν επιπρόσθετη βοήθεια.
«Η Covid-19 δεν τελειώνει πάντα με την ανάρρωση από την οξεία φάση» επισημαίνει ο επικε-φαλής της ερευνητικής ομάδας δρ Στίβεν Γκούντμαν της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνιας. Σύμφωνα με τον δρα Γκούντμαν, «τα παραπάνω ποσοστά αφορούν, κυρίως, όσους αρρώστησαν μέτρια έως σοβαρά», ενώ «για μερικούς ανθρώπους τα επίμονα, για καιρό, συμπτώματα μετά την ανάρρωση από την οξεία φάση της νόσου προκαλούν μεγάλες δυσκολίες και στην ικανότητά τους να εργαστούν».