Μια ανάμνηση γλυκιά καθώς το φως από το άστρο της Βηθλεέμ όλο και ζωηρεύει στα μάτια μας και ξαναγινόμαστε όλοι παιδιά
Τώρα που μπήκε ο Δεκέμβριος και το φως από το άστρο της Βηθλεέμ όλο και ζωηρεύει στα μάτια μας , ξαναγινόμαστε όλοι παιδιά και μια ανάμνηση γλυκιά έρχεται να μας πάρει απ’ το χέρι και να μας πάει σε σάλες του παλιού καιρού με κρυστάλλινες φοντανιέρες πάνω στο τραπέζι , γεμάτες ως πάνω με τα αξέχαστα σοκολατάκια μαργαρίτα .
Εμείς , τα παιδιά του καιρού εκείνου , που η αφθονία δεν είχε ακόμα εισβάλει στη ζωή μας , κάθε που μπαίναμε σε σπίτια συγγενικά ή φιλικά στην περίοδο των Χριστουγέννων , της Πρωτοχρονιάς αλλά και των άλλων γιορτών , το πρώτο που κοιτάγαμε επίμονα ήτανε η φοντανιέρα με τα σοκολατάκια μαργαρίτα πάνω στο τραπέζι . Κι η νοικοκυρά του σπιτιού , χαμογελώντας και χωρίς να μας ρωτήσει , το πρώτο που έκανε ήταν να πάρει τη φοντανιέρα στα χέρια της , να την ανοίξει και να μας προσφέρει ένα σοκολατάκι μαργαρίτα . Κι εμείς το παίρναμε στο χέρι μας διαλέγαμε ένα πέταλο της σοκολατένιας μαργαρίτας κόβαμε ένα μικρό κομματάκι με τα μπροστινά μας δοντάκια , το αφήναμε να λιώσει αργά – αργά μέσα στο στόμα μας και μετά καταπίναμε , κλείνοντας τα μάτια από ευχαρίστηση , τη γλυκιά σοκολατένια σταγόνα . Από κει και ύστερα δεν θέλαμε τίποτε άλλο , ούτε κουραμπιέ , ούτε μελομακάρονο … τίποτε … τίποτε ! Μας φαινότανε πως ό,τι κι αν τρώγαμε μετά το σοκολατάκι μαργαρίτα , θα ήταν άγλυκο και άνοστο . Το πολύ – πολύ να κοιτάγαμε ακόμα πιο επίμονα τη φοντανιέρα , μήπως η νοικοκυρά μας δώσει ένα ακόμα . Κι αυτό ήταν ένα «κόλπο» που τις πιο πολλές φορές έπιανε . Όμως , ακόμα και οι μεγάλοι που μας συνόδευαν προτιμάγανε αυτό το μαγικό σοκολατάκι μαργαρίτα, μόνο που εκείνοι το συνοδεύανε και με λικεράκι μπανάνα ή τριαντάφυλλο στα μικρά αξέχαστα , φίνα και λεπτοκαμωμένα ποτηράκια του λικέρ . Γιατί , τελικά , αυτά τα σοκολατάκια μαργαρίτα ερχούντανε από πολύ μακριά στο χρόνο και τα αγαπούσαν ΟΛΟΙ : νέοι , γέροι και παιδιά .
Και τι ήτανε αυτά τα σοκολατάκια μαργαρίτα ; Μα αυτό , ακριβώς που λέει το όνομά τους : Μικρά στρογγυλά , πλακουδά σοκολατάκια με ανάγλυφη όψη λουλουδιού μαργαρίτας , τόσο όμροφα και λαχταριστά που έλεγες : «Χάθηκε να είναι κι ένα λουλούδι στον κήπο μας που να κάνει τέτοιες σοκολατένιες μαργαρίτες;» . Τα σοκολατάκια μαργαρίτα ήτανε δύο ειδών : Από σοκολάτα γάλακτος και από σοκολάτα υγείας . Εμάς , ό,τι και να ’τανε δεν μας «χάλαγε» καθόλου . Υγείας ή γάλακτος τα τρώγαμε με την ίδια παιδική λαχτάρα . Άλλωστε δεν ξέραμε κι άλλη σοκολάτα πέρα από τα σοκολατάκια μαργαρίτες , άντε και από τις σοκολατίτσες ΙΟΝ που μας τις φέρνανε οι παππούδες μας για να μας γλυκάνουνε . Οι νοικοκυρές αγοράζανε τα σοκολατάκια μαργαρίτα , χύμα , από τα μπακάλικα ή από τα ζαχαροπλαστεία της εποχής , κυρίως για τις γιορτές . Όμως και τις άλλες μέρες του χρόνου φροντίζανε να έχουνε μερικά σοκολατάκια μαργαρίτα στη φοντανιέρα τους για να «μη ντροπιαστούνε» άμα έρθει κανένας ξένος , μιας και αυτά ήτανε ο βασιλιάς των κερασμάτων και διατηρούντανε (ή κρύο έκανε ή ζέστη) για πολύν καιρό στη φοντανιέρα .
Για τα σοκολατάκια μαργαρίτα γινόμαστε καμιά φορά «κλέφτες» μέσα στο ίδιο μας το σπίτι , όταν , μην αντέχοντας τον πειρασμό (παιδάκια στερημένα ήμαστε στο κάτω της γραφής) , κάναμε τη μάνα μας να ψάχνει να βρει ποιος από τα αδέρφια ήτανε ο «ένοχος» που λιγόστεψε τα σοκολατάκια μαργαρίτα στη φοντανιέρα της . Διότι , όσο υπήρχανε παιδιά στο σπίτι , πάντα θα υπήρχε κι ένα χεράκι να «κλέψει» ένα , τουλάχιστον , σοκολατάκι μαργαρίτα . Κι όταν μας πηγαίνανε με το σχολείο , ομαδικά , για εξομολόγηση κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα , υπήρχανε παιδάκια που δεν αντέχανε , τα καημένα , το βάρος της γλυκιάς «αμαρτίας» που είχανε κάνει και την εξομολογούντανε στον παπά :
-Παππούλη έκανα μια αμαρτία …
-Τι έκανες , Γιαννάκη ; Για πες μου .
-Έκλεψα , παππούλη .
-Έκλεψες ; Τι έκλεψες , Γιαννάκη ;
-Δυο σοκολατάκια μαργαρίτες από τη φοντανιέρα της μαμάς μου !
(Χαμογέλαγε αχνά κάτω από τα γένια του ο παππούλης , γιατί αναθυμότανε που ’τρωγε κι αυτός κρυφά απ’ τη μάνα του γλυκά από τα βάζα στο ντουλάπι , μπορεί και σοκολατάκια μαργαρίτα από τη φοντανιέρα).
-Ε, Γιαννάκη , δεν πειράζει . Μπορείς , όμως , να ρωτάς πρώτα τη μαμά σου και μετά να παίρνεις σοκολατάκια μαργαρίτα .
-Δε μου δίνει , παππούλη . Λέει «έφαγες πολλά , άσε και μερικά στη φοντανιέρα μην έρθει κάνας ξένος και δεν έχουμε να τόνε φιλέψουμε» . Δηλαδή , παππούλη , να τρώνε οι ξένοι και να μην τρώω εγώ ;
-Ε , Γιαννάκη ! Η μαμά ξέρει . Να την ακούς .
Έτσι έλεγε ο παππούλης και κρατιότανε να μη γελάσει μέσα στο Μυστήριο κι ευχότανε μέσα του νάτανε πάντα ν’ ακούει και να συχωράει τέτοιες «αμαρτίες» σαν του Γιαννάκη .
Περάσανε τα όμορφα χρόνια της αθωότητας και τα σοκολατάκια μαργαρίτα χάσανε την πρωτοκαθεδρία από τα άλλα σοκολατάκια ΤΖΟΚΟΝΤΑ , με το περιτύλιγμα , που για πολλά χρόνια θεωρούνταν κι αυτά ό,τι καλύτερο μπορούσε να σε κεράσει μια καλή νοικοκυρά .
Σήμερα έχει γεμίσει ο τόπος με σοκολάτες και σοκολατάκια αμέτρητων ειδών και φανταχτερών συσκευασιών που διαφημίζονται , μάλιστα , και στην τηλεόραση . Όμως , όσοι από μας δοκιμάσαμε κάποτε τα σοκολατάκια μαργαρίτα (μαθαίνω ότι ακόμα κυκλοφορούν) νομίζουμε πως ποτέ πια στη ζωή μας δεν θα φάμε καλύτερο και πιο γλυκό σοκολατάκι απ’ αυτό .
Μια ευτυχία γλυκιά , παιδική , που την απλότητα της δεν την βρήκαμε αλλού πουθενά .
Σοκολατάκια μαργαρίτα Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος