Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν καλοκαιρινές διακοπές που κρατούσαν δύο με τρεις μήνες. Είχαν το όνομα “Παραθέριση”
Πολλοί μάλιστα έφευγαν αρχές Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου και επέστρεφαν στα μέσα Σεπτεμβρίου. Οι διακοπές κράτουσαν τόσο πολύ που ένιωθες τη νοσταλγία να επιστρέψεις στο σχολείο και να δεις τους φίλους σου.Με 50 δραχμές το πρωί στην παραλία ,για να αγοράσεις λουκουμά,παγωτό ή κόκα κόλα .
Ήμασταν χαρούμενοι, παίζαμε όλοι μαζί, ήμασταν όλοι ίδιοι και όπου έτρωγαν τέσσερις, έτρωγαν και πέντε, έξι ή περισσότεροι.
Κανείς δεν χρειαζόταν να διαβάσει το καλοκαίρι και το μόνο πρόβλημα για εμάς τα παιδιά ήταν να μην τρυπήσουμε την μπάλα, να μην σπάσουμε το ποδήλατο και τα γόνατα παίζοντας ποδόσφαιρο, κουτσό, μήλα.Εν τω μεταξύ έφτανε ο Σεπτέμβριος, η κανονικότητα επέστρεφε. Επιστρέφαμε στο σχολείο, η ζωή ξανάρχιζε και το πρώτο θέμα στο σχολείο ήταν πάντα«Πως περάσατε στις διακοπές »
.Σήμερα όλα έχουν αλλάξει, όλα είναι διαφορετικά.
Οι διακοπές κρατάνε τόσο λίγο που όταν γυρνάς δεν ξέρεις καν αν έφυγες ή αν το ονειρεύτηκες.
Η κοινωνία ήταν καλύτερη, υπήρχε αγάπη, οικογένεια, σεβασμός και αλληλεγγύη. Είμαστε τυχεροί που ζήσαμε έτσι.
Η ζωή ήταν τελικά η αληθινή.”
Ξανθίππη Γαρίδου